You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Εγώ ΕΙΝΑΙ ένας άλλος

Ανθούλα Δανιήλ: Εγώ ΕΙΝΑΙ ένας άλλος

      Εγώ ΕΙΝΑΙ ένας άλλος

(Αρθούρος Ρεμπώ)

Κάποτε νιώθω να ‘μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι.

(Οδυσσέας Ελύτης)

Απορώ με τον θόρυβο που έχει ξεσπάσει αυτόν τον καιρό, αφενός με τον Μ. Καραγάτση και τη συμπεριφορά του∙ πόσο «τυραννικός» ήταν και «σεξιστής» και ό,τι άλλο θέλει ο καθένας. Αφετέρου απορώ με μια ομάδα καλώς πληροφορημένων θεωρητικών που μανικά υποστηρίζουν ότι ο συγγραφέας καμιά σχέση δεν έχει με τον αφηγητή ή τον ήρωά του. Εγώ που γράφω δεν είμαι εγώ, δηλαδή αυτός που δρα μέσα στο έργο δεν είναι ο συγγραφέας. Εντάξει. Και όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου,  όλα αυτά που υποφέρω με το σώμα μου και την ψυχή μου, όλα αυτά που γράφω εγώ και τα υποφέρει ο αφηγητής μου, που τον έβαλα στη θέση μου, τα έβγαλα από το μυαλό μου, διότι τα πάντα είναι μυθοπλασία… τα φαντάστηκα;

Α! τι ωραία. Δεν φέρω καμιά ευθύνη για τον ήρωά μου! Αυτονομήθηκε και κάνει ό,τι θέλει, δρα χωρίς να με υπολογίζει. Ο «Χαρτοπαίχτης» ας πούμε δεν έχει καμιά σχέση με τον Ντοστογέφσκι που τα ξεπούλησε όλα παίζοντας χαρτιά!  Ο Ανρί Μπελ κατά τύχη σχετίζεται με τους ήρωές του που  έπεφταν από το άλογο, όπως έπεφτε και ο ίδιος! Ή μήπως ο Γατόπαρδος δεν σχετίζεται με τη ζωή του του Λαμπεντούζα (που τον έγραψε) ή του Βισκόντι (που τον σκηνοθέτησε στον κινηματογράφο) την εποχή που έτρεχαν οι ιστορικές αλλαγές και δεν ισχύει εκείνο το σημαδιακό ιστορικό «πρέπει να αλλάξουν όλα  για να μην αλλάξει τίποτα». Συγγραφέας και σκηνοθέτης βίωναν αυτοί οι ίδιοι με τον ίδιο τρόπο την παρακμή της κοινωνικής τους τάξης. Η αριστοκρατία πέθαινε … και να που η θεά τύχη με στέλνει στο ίντερνετ για να βρω μια φράση και βρίσκω ένα κείμενο καταπληκτικό, ένα χρονικό που αφορά το ταξίδι των Κίμωνα Φραγκάκη, δημοσιογράφο, εκδότη- διευθυντή του Andro και Γιάννη Τζανετάκη, ποιητή, στη Σικελία, στα πατρογονικά του Λαμπεντούζα… Δεν θέλω τίποτα άλλο για να νιώσω πανευτυχής. Ταξίδεψα μαζί μ’ αυτούς τους δύο «συνοδοιπόρους» εκεί που ο νους μου γυρνάει πάντα και ξαναείδα με τα μάτια τους και θαύμασα και βρήκα τα πειστήρια της πίστης μου. Εγώ που αφηγούμαι, είμαι εγώ που γράφω.

Σκέφτομαι ότι κατά τη δεκαετία του 1990, όταν μπήκε στα σχολικά βιβλία η θεωρία  στο γλωσσικό μάθημα, αγωνιζόμασταν να πείσουμε τους μαθητές πως αυτός που μιλάει στο έργο δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά κάποιος άλλος που δεν έχει σχέση με τον συγγραφέα. Ναι,  αλλά αφού δεν είναι ο συγγραφέας, ποιος είναι; Τίνος τα χαρακτηριστικά φέρει;

Η επιστημονική θεωρία βεβαίως είναι σεβαστή αλλά δεν απαντά ή, τουλάχιστον, οι υποστηρικτές της δεν απαντούν γιατί ένας συγγραφέας δίνει στα πρόσωπα του έργου του χαρακτηριστικά δικά του ή της οικογένειάς του ή με αφορμή τα δικά του πλάθει τον ήρωά του ή ό,τι κι αν γράφει πάντα στου νου του έχει … την Ιθάκη; Το φθάσιμον εκεί είναι ο προορισμός του… Το χρυσόμαλλο δέρας για τον καθένα μας είναι ο εαυτός του, έχει πει ο ποιητής… Και ο συγγραφέας πλάθει τον ήρωά του κατ’ εικόνα κι ομοίωσιν της ιδέας του, ήτοι πιο ωραίο, πιο ρομαντικό, πιο τέλειο, πιο ερωτικό, πιο ψηλό, πιο αθλητικό, πιο έξυπνο πιο Αχιλλέα και Μεγαλέξανδρο και Ροντόλφο Βαλεντίνο και φυσικά με νου και γνώση πάντα… Ε, κατανοητόν…

Συχνά ακούμε πως το τάδε βιβλίο βασίζεται στην αληθινή ιστορία του δείνα. Και ερωτώ: τι αξία έχει αυτή η επισήμανση, αν δεν μας ενδιαφέρει το ότι  είναι ή δεν είναι ο ήρωας και ο αφηγητής -και ο συγγραφέας πίσω τους- το ίδιο πρόσωπο; Τι αξία έχει αν, λογοτεχνικώς, στέκεται πολύ καλά στα πόδια του ο ήρωας, αν το πάθημά του μοιάζει πραγματικό; Και πραγματικό να μην είναι, είναι κάποιου άλλου που το έζησε και το αφηγήθηκε, όπως η  Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα π.χ. Δεν είναι δική του αλλά σαν να ήταν δική του την έγραψε.

Το παράδειγμα του Βιζυηνού προβάλλει προσφορότερο για την περίπτωσή μας,  όταν έγραφε Το αμάρτημα της μητρός μου, κυρίως,  και άκουγε τη δύστυχη τη μάνα του να προσεύχεται στον  Θεό και να τον παρακαλεί «Θεέ μου, μη μου πάρεις το κορίτσι, πάρε μου τον Γιωργή». Αλλά αυτοί οι Έλληνες είναι ηθογράφοι, θα μου αντιτείνει κάποιος… Ε, και; Ωστόσο, ας αφήσουμε εμάς εδώ και ας βγούμε λίγο απέναντι, από την άλλη πλευρά της θάλασσας της Μάγχης να δούμε πώς γράφει, και τι, η Σίλβια Πλαθ. Κι ακόμα, αυτές οι αδελφές Μπροντέ περνούσαν υπέροχα (!) στην αγγλική εξοχή γράφοντας για τη μοναξιά κάποιων κοριτσιών που ζούσαν εκεί και έκαναν «κρα» να δούνε άντρα, αλλά δεν ήτανε αυτές… Η Βιρτζίνα Γουλφ αλήθεια ποιαν είχε στο νου της, όταν ζητούσε «ένα δικό της δωμάτιο»;   Και ο Φλωμπέρ γιατί είπε «η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ»;

Αυτά στην πεζογραφία. Ας περάσουμε στην ποίηση. Φυσικά υπάρχει διαφορά μεγάλη ανάμεσα στην πεζογραφία και στην ποίηση. Αλήθεια ο Σεφέρης δεν έχει πει πως η ποίηση δεν είναι για προσωπικές εξομολογήσεις; Ναι. Αυτός το είπε και πριν από αυτόν το είπε και ο Ντεμπισί, γιατί ισχύει και για τη Μουσική και άλλοι πολλοί. Λοιπόν; Πόσοι ποιητές ή άλλοι καλλιτέχνες δημιουργούν ερήμην της ψυχής τους, του πάθους και του εαυτού τους; Σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ποιητές ασχολούνται μόνο με προσωπικές εξομολογήσεις.  Αφού, λοιπόν, ισχύει η προσωπική εξομολόγηση και όλοι την ανέχονται πια, στην πεζογραφία θα την αποκλείσουμε;

Η εμπειρία είναι το πρώτο σκαλοπάτι για τη δημιουργία. Αν με καίει κάτι, αν με νοιάζει, αν με συγκινεί γράφω…

Εγώ γεννήθηκα πολλοί  άνθρωποι, έλεγε ο Σωκράτης, αλλά προβλήθηκε εκείνος που ήπιε το κώνειο. Στα ενδότερα αυτής της φράσης που ο Πωλ Βαλερύ βάζει στο στόμα του Σωκράτη, αλλά είναι ο Βαλερύ που το λέει,  φαίνονται τα πολλά πρόσωπα που μπορεί, ακόμα και αντιφατικά, να συνυπάρχουν μέσα σε έναν και τον αυτό άνθρωπο…

Εγώ είναι ένας άλλος, είπε ο Ρεμπώ και κατακύρωσε στον αιώνα την άλλη διάσταση του εγώ και δεν φτάνω βεβαία στην εκδοχή του Δρ Τζέκυλ Μίστερ Χάιντ (The Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde) του Σκωτσέζου συγγραφέα Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1886 στο Λονδίνο. Δεν λέω δηλαδή ότι ο Στήβενσον είναι ο καλός Δρ ή ο κακός Μίστερ, αλλά στο δικό του μυαλό γεννήθηκε η ιδέα βασισμένη σε έναν εφιάλτη που εκείνος είχε! Τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία, λένε οι υπερρεαλιστές. Αλλά και για κείνο το τέρας, τον  Φραγκενστάιν, της Μαίρη Σέλλεϋ, λένε πως τέτοιο τέρας είχε καταντήσει η ζωή της με τις δικές της επιλογές. Βεβαίως, το έργο είναι απότοκο μιας εποχής που ζητούσε να φτιάξει άνθρωπο με την εξελιγμένη τεχνολογία που δεν είναι άλλη από την εφαρμοσμένη επιστήμη.  Και πού είσαι ακόμα… Μπορεί αύριο μεθαύριο να κυκλοφορώ στο Μοναστηράκι και να έχω διακτινιστεί στην έρημο Καλαχάρι στην Αφρική και να κάνω τουρισμό ψάχνοντας για κατσαρίδες στην άμμο.

Αλλά επειδή το κλίμα βάρυνε και διψάω, ας πάμε σε κάτι πιο ανάλαφρο, αεράτο και θαλασσινό∙ ας πεταχτούμε για λίγο στην νήσο Κω. «Εγώ, δεν είμαι εγώ», φώναζε η Τζένη Καρέζη, μεθυσμένη, ερωτευμένη και πάρα πολύ ζαλισμένη για να μπορεί να το ομολογήσει στην ταινία Ποια είναι η Μαργαρίτα. Κι όμως αυτή ήταν, μόνο το όνομα άλλαζε… Αυτή, η Μαργαρίτα ερωτεύτηκε τον ωραίο Γιάννη Φέρτη τότε… στην Κω… και με μια ανθοδέσμη από λουλούδια αγοροκόριτσα που έκαναν βόλτα με τα ποδήλατα, τραγουδούσε τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ» και πίσω πίσω κάτι πιτσιρικάκια με τα ποδηλατάκια… Εσύ ήσουνα, Τζένη μου, και Μαργαρίτα και Λίλα και Λόλα και Μίκα και όποιον άλλο ρόλο έπαιξες, εσύ ήσουν με τη φινέτσα και την ομορφιά σου, η Τζένη με τα χίλια πρόσωπα, όπως εκείνη η Μαρία Νεφέλη του Ελύτη…

Αλήθεια, δεν άκουσα κανέναν να επισημαίνει πως όλοι οι ψυχοθεραπευτές και ψυχαναλυτές σε ένα δεύτερο πεδίο ενασχολήσεως γίνονται συγγραφείς με δανεικές εμπειρίες… Τα ψυχικά τραύματα των πελατών έχουν δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία, δεν κάνει λάθος ο ποιητής:

 

 

Γεια σου θλίψη

Καλημέρα θλίψη

έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας

είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους

οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο

έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία

 

*

 

Σαν κορινθιακό κιονόκρανο με τα αγκάθια στο κεφάλι (του κίονα) ή σαν τους γύψινους μαιάνδρους στου Καρυωτάκη το ταβάνι, αναρωτιέμαι: αγκάθια, μαίανδροι, γύψοι, μήπως δεν είναι στο ταβάνι αλλά μέσα στο κεφάλι; Όλα είναι στο κεφάλι μας, υποστηρίζει βαθυστόχαστος ορθολογιστής. Μα αν δεν ήταν στο κεφάλι πώς θα έμπαιναν στο χαρτί;

Όταν ο Ουίλλιαμ Φόκνερ γράφει το  «The sound and the fury» το οποίο αποδόθηκε στα ελληνικά ως «Ο αχός και το πάθος» ή «Η βουή και η αντάρα», ή «Η βουή και η μανία» – ή δεν ξέρω σε πόσες παραλλαγές  το λένε, όλες το ίδιο λένε, όπως διαφορετικά κι αν το λένε-  αυτό, λοιπόν, προέρχεται φυσικά από από τον συγκλονιστικό μικρό μονόλογο του Μακμπέθ.  Πόσο θόρυβο, αλήθεια κάνουμε απάνω στη σκηνή, λέμε τα λόγια μας σαν ηθοποιοί, κι αποχωρούμε, αφού πρώτα αλλάξουμε ρούχα και απαλλαγούμε από τα ενδύματα και  εξαρτήματα  της σκηνικής μας παρουσίας, ήτοι της αλαζονείας∙ φτερά και πούπουλα, πούλιες και χάντρες, λιγνό, λιπόσαρκο σώμα και πλούσια μαλλιά  χυμένα στην πλάτη μέχρι τα πέρατα της μέσης. Και μια μύτη  ψηλά, να αγγίζει το ταβάνι, τα γύψινα κιονόκρανα και τα μαρμαρένια αγκάθια.

Μια χορεύτρια στο Ηρώδειο, γάτα με ουρά τεράστια σαν τη ρόδα της ενόργανης γυμναστικής, επειδή  στο χάος του μεγαλοπρεπούς Ωδείου η μύτη δεν θα φαινόταν, ο ενδυματολόγος σκέφτηκε αυτή την τεράστια κουλούρα ουράς που έλεγε «εγώ είμαι εγώ».

C’est moi, C’est moi, ’tis I I’ve never lost In battle or game
I’m simply the best by far/ When swords are crossed/

‘Tis always the same/ One blow and au revoir
C’est moi/ C’est moi/ So admirably fit
A French Prometheus unbound
And here I stand with valour untold
Exceptionally brave amazingly bold

………………………………….

The godliest man I know/ C’est moi

 έλεγε και πήγαινε καμαρωτός πάνω στο άλογό του ο Λάνσελοτ. Εγώ, εγώ , αυτός είμαι εγώ (και για να μην πολυλογώ) ο καλύτερος από όλους σε όλα, ο πρώτος στη λίστα του Θεού που ξέρω είμαι εγώ. Ναι, δεν έλεγε ψέματα ο καημένος, αλλά αυτός ήταν πριν γνωρίσει την Γουήνεβιρ. Πριν αγαπήσει, πριν ερωτευτεί τρελά, πριν η αγάπη γίνει πληγή και ανήκεστος βλάβη στην ψυχή.   Όμως μετά την «αμαρτία» ήταν  ένας άλλος.

Βεβαίως ανάλογα με την περίσταση, εγώ δεν είμαι εγώ, εγώ είμαι αυτό που φαντάζομαι ότι είμαι και καταλήγω στο ερωτηματικό «τι»; Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει και δεν ξέρω πού πάει ούτε ο ποιητής ξέρει, η Περαστική, Le passante,  the passerby, από μακριά την είδα να ’ρχεται καταπάνω μου… /γέρασα να περιμένω αλήθεια/ Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο/ εκείνη προχωρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ, λέει ο ποιητής («Τρίτη, 7 β»).  Και ο Άγγελος Σικελιανός παρεμφερώς:

Είπα: «Αδερφή»! και κατ’ αυτή να τηνε σφίξω  ορμούσα·

Μα κείνη ήταν ανέγγιχτη κι αζύγωτη ως η Μούσα.

 

Αυτής είμαι το exemplum, το παράδειγμα. Εκείνη, η όποια Εκείνη, δεν πιάνεται. Ζωή μου, που περνάς και χάνεσαι, σαν τη Μούσα που την παρακαλώ και δεν έρχεται, σαν τον έρωτα που έρχεται και φεύγει, σαν τα νιάτα που με άφησαν μόνη, σαν τα γόνατα που δεν αντέχουν πια στον ανήφορο κι ακόμα χειρότερα στον κατήφορο.  Όλα περνούν  κι όλα αλλάζουν.   Κι εγώ που αφηγούμαι δεν είμαι εγώ που γράφω, αλλά είμαι η επινόηση του εαυτού μου που έβαλε εμένα να τα λέω για να μη εκτεθεί αυτός. Με συγχωρείτε, απουσιάζω από τη συνεστίαση. Είναι η συγγραφέας αυτή που μιλάει, δεν ΕΙΝΑΙ εγώ η/ο  αφηγητής, ηθοποιός, άνθρωπος ψεύτικος ή αληθινός∙ και προτείνω:  ας καταργήσουμε τον συγγραφέα∙ τι θα απομείνει στους ψυχαναλυτές να ερευνούν πίσω από τον ήρωα;;; Ολόκληρη επιστήμη υπάρχει επειδή σκαλίζει τη ζωή των ανθρώπων και πίσω από κάθε ενέργεια αναζητά το πρώτο κινούν. Φροϊδικώς, το κινούν το διερευνά στον έρωτα ή, καλύτερα, στο σεξ. Στη “λιβιδώ”, όπως τη λέει ο Σεφέρης στη libido, όπως τη λέει η διεθνής κοινότητα… Αν αυτή, αυτό, το … πάει καλά, όλα πάνε καλά, λένε, αν όχι, τι να κάνουμε, θα βγει ένα έργο που θα μας δώσει τροφή για ψυχαναλυτικό προβληματισμό… Ωραία! Επανέρχομαι,  ήταν σεξιστής ο Καραγάτσης; Μήπως ήταν και ο Βάρναλης ή ο Δασκαλάκης (σύζυγος της Έλλης Αλεξίου, δες Λούμπεν, 1943), μήπως ο Πικάσο με τις άπειρες συζύγους, ερωμένες, μοντέλα ή  ο Ντιέγκο Ριβέρα… για να μην τους λέω όλους, μήπως όλοι τέτοιοι ήταν, ανάλογα με τις εποχές και τις γυναίκες που έσκυβαν το κεφάλι γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς;   

Κι εγώ τελικά τι είμαι; Ποια είμαι; Εγώ…  δεν είμαι εγώ… Εγώ ΕΙΝΑΙ μια άλλη που της δάνεισα τη φωνή μου και φυσικά βάζω και σάλτσες, βγάζω τα απωθημένα μου, λέω ό,τι μου αρέσει, όχι εμένα αλλά της άλλης, αυτής της … που χάθηκε στις χίλιες εικόνες της…

                                 

                                       Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.