Το βιβλίο -309 σελίδες- τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Λογοτεχνίας Συγγραφέων κάτω των 18 ετών, στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Εστίας Νέας Σμύρνης. Ο λογοτέχνης, ο Εμμανουήλ Γιουβανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2011 και είναι μαθητής Δ΄ Δημοτικού. Ναι σωστά διαβάζετε και σωστά έγραψα. Το παιδί είναι παιδί θαύμα, μαθαίνει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, έχει πάρει μέρος σε Μαθηματικούς Διαγωνισμούς Γυμνασίου, φοιτά στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και έδωσε εξετάσεις στο βιολί στα εφτά του χρόνια. Άρχισε να διαβάζει, χωρίς καθοδήγηση στα τρία του χρόνια. Ασχολείται με προγραμματισμό πανεπιστημιακού επιπέδου και Φυσική Γυμνασίου. Το βιβλίο για τη Μικρασιατική Καταστροφή το έγραψε μέσα σε δύο χρόνια και το ολοκλήρωσε το 2021. Άρχισε δηλαδή τη συγγραφή στα 8 του χρόνια. Τέλος, λατρεύει και τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Στη φωτογραφία, στο αφτί του βιβλίου, βλέπουμε ένα όμορφο παιδί σαν αγγελούδι.
Ο μικρός μας λογοτέχνης αφιερώνει το βιβλίο του στον προπάππο του Γιάννη Κασαμπαλή «αλλά και σε όλους αυτούς που σφαγιάστηκαν, βιάστηκαν, ξεκληρίστηκαν και πέτρωσαν από τον πόνο». Κι ακόμα το αφιερώνει «Και σε αυτούς που κατάφεραν να σωθούν φέρνοντας μαζί τους, το φως της Ιωνίας, τον πολιτισμό, τα γράμματα, την ομορφιά και τη ζωντάνια της νεότερης Ελλάδας».
Μότο του βιβλίου είναι το ΚΑ΄ ποίημα από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη –εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο…- και δεν είναι απόσπασμα από έργο της Ειρήνης Κατσίκη – Σπυριδάκη, που προφανώς το δανείστηκε από τον ποιητή. Σημασία ωστόσο δεν έχει το ποιος το έγραψε αλλά το ότι ένα παιδί επέλεξε αυτό ακριβώς το ποίημα για μότο.
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από ένα σχετικό τραγούδι σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, μουσική Δημήτρη Λάγιου και σε πρώτη εκτέλεση με τη Σωτηρία Μπέλλου. Οι στίχοι έχουν ως εξής:
Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι /μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό /τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι/ οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό./
Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι /δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά./ Κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι μας πούλησαν /για γρόσια και φλουριά
Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα/ και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά/ ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα/ το χάρο να φοράει θαλασσιά.
Είναι προφανής, επομένως, η σχέση του τραγουδιού με το μεγάλο τραύμα της ελληνικής Ιστορίας. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο «Ο Κούκος και τ’ Αηδόνι είναι οι δυο αιώνιοι μονότονοι δικαστές που σιγοψιθυρίζουν στο αυτί του νεοέλληνα της Βαβέλ, ότι η Ιστορία δεν ήταν εχτές – η Ιστορία είναι σήμερα. Όχι κατ’ ανάγκην η ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής αλλά η Ιστορία του ανθρώπου που αγωνίζεται να βρει διέξοδο από την προδιαγεγραμμένη μοίρα του. Αυτό εξάλλου δεν προσπάθησαν ο Οιδίποδας, ο Οδυσσέας κι η Κασσάνδρα;»
Και αυτό που δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει, όχι το πώς αφήσαν οι μεγάλοι και έγινε ετούτο το κακό, αλλά το πώς ένα παιδί συνέθεσε έργο που απαιτεί γνώση της ιστορίας, ευρύτερη παιδεία, εμπειρία ζωής, γλωσσική επάρκεια, ικανότητα σύνθεσης και ανάλυσης, αποδεικτική επιχειρηματολογία και έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε μικρές ενότητες. Κάθε μία μας παρουσιάζει και μια εικόνα της ιστορίας που η ρίζα της βρίσκεται βαθιά εκεί στην αρχή της Ανατολής, στην Ιωνία, εκεί που είναι η «Σμύρνη… η Μνήμη, το στίγμα, η πληγή, η Αλήθεια, η Φαντασίωση των απογόνων». «Κάπου εκεί στο Αιγαίο λοιπόν, στην αρχή της Ανατολής, στη διάφανη Ιωνία, χάθηκε για πάντα ο επίγειος παράδεισος, πνίγηκε στη δυσωδία που ξέβρασε το Σφαγείο, αίμα, αίμα, αίμα… τίποτα άλλο μόνο αίμα… και μόνοι δικαστές ο κούκος και τ’ αηδόνι».
Με αφορμή την ιστορία της Λίτσας, ο Γιουβανόπουλος θα μας μιλήσει για θέματα που ακόμα είναι σε πολλά μέρη της Ελλάδας ταμπού. Συγκεκριμένα, τα παιδιά της Λίτσας που δεν ξέρουν ποιον έχουν πατέρα και ο δικός της πατέρας δεν θέλει να την ξέρει «λες και η άρνηση του πατέρα είναι μολυσματική και μολεύει όλον αυτό τον μολυσματικό κόσμο», όπου όλοι «ενίοτε πιο ανθεκτικοί και από τις κατσαρίδες της φέρονταν σαν σκουπίδι». Η απόρριψη της Λίτσας και των παιδιών της από τον πατέρα της, θα δώσει την ώθηση στο μικρό συγγραφέα μας να ασκήσει κοινωνική κριτική στο κόσμο τον «χωμένο στην υποκρισία και … στο συμφέρον.. που η καλοσύνη έγινε και αυτή εταιρική, ανήκει και αυτή σε ομίλους, σε οργανωμένες ανθρωπιστικές οργανώσεις…».
Η Λίτσα δεν θα αντέξει την κατάντια, θα φύγει με τα παιδιά της, θα πάει στη Χίο κι από εκεί θα περάσει απέναντι, στον τόπο των προπαππούδων της. Θα ταξιδέψει «στο μνημούρι της ιστορίας», όπου θα γνωρίσει «την ανοιχτωσιά» και θα καθαρίσει «ο νους από τη σκοτοδίνη των κελιών του 21ου αιώνα». Βλέπουμε στα μικρά αυτά αποσπάσματα, όχι μόνο τη δύναμη της περιγραφής αλλά και τη κριτική στα σύγχρονα μικρά διαμερίσματα των πολυκατοικιών, όπου στριμώχνονται άνθρωποι και όνειρα και καταντούν μίζεροι όχι στα οικονομικά αλλά στα συναισθήματα.
Η Λίτσα θα εγκατασταθεί στον Φασουλά της Σμύρνης, τον Φραγκομαχαλά, αμιγώς ελληνικό, μια περιοχή που άλλοτε εκεί έκαναν πιάτσα οι άμαξες, υπήρχε ανώτερη και μεσαία τάξη με αρχοντικό και λαϊκό πολιτισμό.
Ο συγγραφέας μεταβάλλεται σε λαϊκό αφηγητή, μιλάει τη γλώσσα των ημερών μας αλλά χειρίζεται πολύ καλά και τη μικρασιατική ιδιόλεκτο της χαμένης πατρίδας. Οι περιγραφές του ενδελεχείς με μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες, πράγμα που δείχνει πως είναι καλά ενημερωμένος πάνω σε όλα όσα αφορούν την ιστορία και την παρούσα περίσταση. Υπάρχουν βέβαια και πράγματα τα οποία απορεί κανείς για το πού τα άκουσε και πώς είναι σε θέση να αναπαραγάγει, όπως: «Οι Σμυρνιές στο κρεβάτι ήταν γενναιόδωρες και τολμηρές, δεν φοβούνταν τον άντρα … ολόκληρη νύχτα ένα ανοιχτό αιδοίο μια ζεστή μήτρα για να παρηγορήσουν τους αντρίκειους καημούς» (σελ. 55).
Αλλού μιλάει για την αφθονία στα υλικά αγαθά τα οποία παρομοιάζει με την ποικιλία στη δυτική Τέχνη «Στη Σμύρνη, κυρά μου, υπήρχε αφθονία σε ούλα… φαγητά, εκεί να διεις ποικιλία, νοστιμιά και φαντασία, ούτε οι Ιταλιάνοι ζουγράφοι δεν χρησιμοποιούσαν τόσο χρώμα στις ζουγραφιές τους. Περίσσευμα στον έρωτα, στα γράμματα, στη μουσική, σε ούλα» (σελ. 80). Κι ακόμα «Εκείνος ο Μεχμέτ … παληκάρι στα είκοσι πια, με τη μελαγχολική του λαγνεία στο μάτια, όμορφος και ντούρος σαν μαύρο αραβικό άλογο που καλπάζει στην έρημο» και η μικρή Αγγελικώ στην αγκαλιά του «που άρχισε να σχηματίζεται και να στρογγυλεύει…» (σελ. 80- 81). Το θέμα του Μεχμέτ με τη Αγγελικώ θα δώσει την ευκαιρία στον συγγραφέα να θίξει το ταμπού της σχέσης μεταξύ χριστιανής και Τούρκου, μέγα αμάρτημα κοινωνικά και θρησκευτικά απαράδεκτο.
Ο συγγραφέας θα παρεμβάλει στην αφήγησή του, παραμύθια και άλλες ιστορίες με τις οποίες θα οικοδομήσει τον χώρο και το κλίμα και θα εμπλουτίσει το θέμα του. Θα μας μιλήσει για τον «Παπαφλέσσα» της Σμύρνης και εννοεί τον Δεσπότη Μέγα Χρυσόστομο, θα θυμηθεί παροιμιώδεις φράσεις -«όταν σταυρώνεται ο Χριστός, ο διάολος είναι γκαστρωμένος και ετοιμάζεται για γέννα»- που βεβαίως υπαινίσσεται την πολιτική διάσταση του Μικρασιατικού θέματος με την συνακόλουθη φριχτή εξέλιξη.
Τελικώς, η μεγάλη ματωμένη περιπέτεια της Μ. Ασίας περνάει μέσα από την ιστορία της Λίτσας την οποία το παιδί θαύμα, ο Εμμανουήλ Γιουβανόπουλος, έφερε στο φως, επιφυλάσσοντάς μας μια μεγάλη έκπληξη.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως ένας μεγάλος συγγραφέας μόλις γεννήθηκε και του ευχόμαστε να έχει καλό άνεμο στο λογοτεχνικό του ταξίδι.
Και φυσικά συγχαίρουμε και τον Πέτρο Τσαλπατούρο για το εμβληματικό εξώφυλλο και τον Κώστα Γκοβόστη που εξέδωσε αυτό το βιβλίο.
Ανθούλα Δανιήλ