Πρόλογος σαν μάθημα διερμήνευσης των εννοιών. Καλύτερα θα ήταν να πούμε «Αντί προλόγου: Τα φλογερά συνώνυμα» και πρώτο θέμα «Λογοτεχνία και κοινωνική πραγματικότητα». Νηών προσεγγίσεις, ο τίτλος του βιβλίου ή καράβια που αρμενίζετε που λέι ο λαός ή μποτίλιες στο πέλαγο, που έλεγε ο Σεφέρης. Το πέλαγος εδώ είναι η πλατιά δημιουργία και οι νήες το πλήθος των βιβλίων.
Πόσες φορές αλήθεια δεν έχουμε μείνει με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, βαθιά συλλογισμένοι τι θέλει να πει ο ποιητής, αφού ο ποιητής συχνά σαν την Πυθία εκφράζεται και τι έχει στο μυαλό ή στην καρδιά του μόνο εκείνος ξέρει… Χρειάζεται, επομένως, ένας άλλος ποιητής, που να έχει θητεύσει με πάθοςκαι όχι με αμφισβήτη σε σχολή περιωνύμου φιλοσόφου που θα αναλάβει να μας διερμηνεύσει τι βλέπει και ακούει, οσμίζεται και αγγίζει, ακροθιγώς πάντα, επειδή τα ιερά δεν αγγίζονται, είναι άρρητα και ου νοητά.
Τέτοιος ποιητής διερμηνευτής αποδεικνύεται ο Γιώργος Ρούσκας, κριτικός, πνευματικός παράγων και απολογητής της εποχής μας, του οποίου οι κριτικές απευθύνονται σε επαρκείς αναγνώστες και φίλους και αποδέκτες. Και επειδή μόνο ό,τι καταγράφεται μένει στην ιστορία και επειδή ο Ρούσκας είναι ο επιστήμων που βάζει τον ορθολογισμό πλάι στο συναίσθημα –με λογισμό και μ’ όνειρο, λέει ο Διονύσιος Σολωμός, με λογισμό γεωμετρεί και με συναίσθημα διατυπώνει, σαν θεός και σαν προφήτης.
Θα κρατήσω, βέβαια, και μία ακόμα επισήμανσή του που υποστηρίζει πως είναι «κάθε Κριτικής όπως και κάθε Λόγου κριτής ο Χρόνος». Και βέβαια είναι γνωστό πως κάθε αλήθεια ισχύει μέσα στην εποχή της, κάθε επιστημονική γνώση κατατίθεται και ισχύει μέχρι την εμφάνιση κάποιας άλλης νεότερης που θα την ανατρέψει. Ο χρόνος σαν παιδί παίζει και γκρεμίζει όχι μόνο τα υλικά έργα των ανθρώπων –Παρθενώνες, παλάτια, μεγαλεία- αλλά και τα πνευματικά. Μια μικρή λεπτομέρεια, μια μετατόπιση στον χρόνο και όλα φαίνονται αλλιώς. Μεγάλα μυαλά συχνά έπεσαν έξω. Άρα υπάρχουν αλήθειες των οποίων την αξία θα δείξει το μέλλον. Ωστόσο, επειδή αυτό το μέλλον είναι μακριά και εμείς εδώ κοντά, θέλουμε να ακούσουμε τώρα τον καλό λόγο, και να τον δούμε καταγεγραμμένο. Τι να τον κάνω άμα πεθάνω;;; Ναι, αλλά ο Όμηρος;;; Πάλι με νίκησε ο ορθολογισμός που δεν τα πάω καλά μαζί του. Εν πάση περιπτώσει, όπως είναι γνωστό, κάθε εποχή έχει τα δικά της κριτήρια. Αλλά και κάθε εποχή έχει τα δικά της «κωλύματα», ιστορικά, πολιτικά ή άλλα, όπως να κατακρίνεται ο Μπετόβεν από τους Γάλλους επειδή είχαν διαφορές με τους Γερμανούς. Υπάρχουν βεβαίως και οι αναλλοίωτες ιδέες και αξίες που ποτέ δεν αλλάζουν και αυτές τις λέμε κλασικές και παραδεχόμαστε ότι η ζωή προχωράει με τα μικρά, αλλά εξελίσσεται με τα μεγάλα πετάγματα της σκέψης που κάνουν τις μεγάλες ανατροπές.
Ρωτά ο συγγραφέας αν υπάρχει η πραγματικότητα και ποια είναι αυτή. Είναι αυτή που δείχνει ένα απομονωμένο χωριό, σε κάποιο σίριαλ στην τηλεόραση; Είναι αυτή του Δον Κιχότη; Της Τζέην Έυρ ή αυτή στην οθόνη του υπολογιστή ή της τηλεόρασης του ωμού ρεαλισμού;
Οι ποικιλίες είναι πολλές. Για ποια λοιπόν μιλάμε; Μιλάμε για όλες. Ο κάθε συγγραφέας μιλάει για τη δική του εσωτερική φωνή, την οποία φέρνει με το έργο του στο φως.
Ποιος είναι ο προορισμός της τέχνης; Ο Ρούσκας παραθέτει ένα απόσπασμα από κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο συνοψίζω στο ακόλουθο συντομογράφημα:
Να είναι αληθινή. Ο ποιητής να δουλεύει για τον λαό του, αλλά να μην κατεβαίνει στην αγορά για να ψωνίζει ιδέες, να ακούει και να εμπιστεύεται το καλλιτεχνικό του ένστικτο, να προχωρεί με την διαίσθησή του και τη μελέτη του στην καρδιά της ανθρώπινης ολότητας.
Άλλωστε ο Λογοτέχνης είναι βιολογικό παιδί της εποχής του και συντονισμένος μαζί της μιλάει. Τα παραδείγματα που φέρνει ο Ρούσκας είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι του λογοτεχνικού μας χώρου.
Και η ωφέλεια ποια; Η επαφή με τη Λογοτεχνία, μας λέει, κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, διευρύνει την όρασή του, ανοίγει νέους δρόμους. Άλλωστε, Τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Επικοινωνούν δηλαδή και μάλιστα όχι μόνο στο πρώτο επίπεδο της πραγματικότητας, αλλά και στο παραπέρα της υπερπραγματικότητας και σε εκείνο του ονείρου και της σκιάς και των αισθήσεων και του ρίγους και των ερωτευμένων γιατί όλα αυτά είναι η πραγματικότητα, χειροπιαστή και άυλη και υπαρκτή.
Όλα της ζωής επιδρούν και διαμορφώνουν τον κόσμο και την έκφραση των λογοτεχνών. Ο Καθείς και τα όπλα του…(όπως μπορεί ο καθένας) Ποίηση και Ζωή είναι συνώνυμα περίφημα και φλογερά.
Και αφού και ο λογοτέχνης είναι παιδί της εποχής του, ευλόγως επηρεάζεται…
Το βιβλίο περιέχει, με το Αντί Προλόγου, είκοσι τέσσερα κείμενα και Εργογραφία.
Και μπαίνουμε στο κυρίως μενού. Βαγγέλης Τασιόπουλος, αχερουσία η θαλασσα, όχι η λίμνη. Η θάλασσα με ό,τι κρύβει σκοτεινό. Άλλωστε με τέτοιον επιθετικό προσδιορισμό μόνο θάλασσα επιθετική μπορεί να είναι. Και ο Ρούσκας, όντας ποιητής, πρώτα πρώτα ξέρει καλά πώς μαγειρεύονται οι συνταγές. Τι κρύβουν τα ενδότερα του εργαστηρίου, πόσα δεινά έχει αυτή η «αχερουσία», πόσα η ψυχή του δημιουργού και πόσα το μυαλό του. Και είναι πολλά και ο κριτικός νους τα απαριθμεί γιατί «όλα από τη θάλασσα της ζωής, στη στέρνα μιας ποιητικής (και όχι μόνο) θεώρησης της ζωής και από κει, πάλι στη θάλασσα» καταλήγουν. Και έτσι και με πολλές διαδρομές σε άγνωστα μονοπάτια, σε μονοπάτια δηλαδή που μόνο ένας ομότεχνος υποψιάζεται, μπαίνει και ρίχνει φως. Και να πώς ο κριτικός γίνεται «ραβδοσκόπος», όπως έλεγε ο Σεφέρης και έδειχνε την πηγή του νερού: Εδώ!
Κυριάκος Δημητρίου, Το κώμα, αλλιώς «το σάβανο της ψυχής του» υποτιτλίζει ο Ρούσκας και «Όταν το σώμα μιας νουβέλας έχει τόσες φιλοσοφικές και στοχαστικές καμπύλες, ο έρωτας είναι αναπόφευτος. Όταν προστεθούν το ύφος, το μυστήριο και το απροσδόκητο, τότε το ‘‘αναπόφευκτος’’ ακολουθείται από το μοιραίος». Με τέτοια εισαγωγή καταντά και αναπόφευκτο και μοιραίο αυτό που περιμένει τον αναγνώστη· Καρδιογραφήματα, εγκεφαλογραφήματα και άλλα γραφήματα στις σελίδες του βιβλίου περιγράφουν τα αφανή που αγαπούν να κρύπτονται. Ο αναγνώστης, με όλα τα κέντρα ερεθισμένα, τρέχει στο βιβλιοπωλείο.
Άι Ογκάουα, Τα αιρετικά παραμύθια, (για ανθολόγηση και μετάφραση πρόκειται) και «τις σκληρές αλήθειες δεν τις παίρνεις πίσω» και είναι αυτές που έχει καταθέσει η πρόωρα χαμένη από καρκίνο Αμερικανίδα. Ξέροντας ίσως το τι την περιμένει, ξεπέρασε τα όρια της φραστικής ευπρέπειας, αφού αλλιώς δεν μπορούσε να ελεεινολογήσει το πράγμα καθ’ εαυτό και τη μοίρα της. Όσο πιο ωμά και γυμνά τόσο πιο επιθετικά. Βγαίνει στο φως «Η πιο απολίτιστη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ιδίως αυτή που αποκαλύπτεται από τη βαριά σκιά του βουνού των ζοφερών ενστίκτων», σχολιάζει ο Ρούσκας και παραθέτει πειστήρια που σε ανατριχιάζουν.
Ελένη Λαδιά, Η εσωγραφία μιας πεζογράφου, «Κάθε ταξίδι και μία ζωή, κάθε βιβλίο και μία περιπέτεια», λέει η συγγραφέας και ο σχολιαστής πολύ ωραία προεκτείνει «τι ωραία που υπάρχουν βιβλία των αγαπημένων ποιητών και συγγραφέων, που διαμορφώνουν ένα κόσμο τόσο πραγματικό, που καμιά πραγματικότητα δεν τον έφτανε». Ο εμβριθής μελετητής διακρίνει στην αφήγηση της Λαδιά αμεσότητα, αλήθεια, ακομπλεξάριστη κατάθεση ψυχής, διασύνδεση λογοτεχνίας και ζωής, αρχαιοελληνικές συνάψεις στο σήμερα και άλλα τέτοια που επιβεβαιώνουν το ρηθέν, Τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία (το ξαναείπαμε) καθώς και το ότι η Τέχνη είναι ένα ωραίο ψέμα που λέει αλήθειες.
Ο Γιώργος Βέης μιλάει για Βράχια, ο Ρούσκας για «ρόδακες με καμπύλες ζεν». Αυτομάτως το ΖΕΝ απέκτησε σώμα, μάλλον θηλυκό, αισθησιακό και επιθυμητό. Δυο τρεις κατάλογοι με ονόματα τόπων, εκπροσώπων της χλωρίδας και της πανίδας μας δείχνει πως υφαίνει το δίχτυ του ο ποιητής και πως ένας άλλος ποιητής κοιτάζοντας από την ανάποδη μετράει στημόνια, κλωστές και σχέδια. Και αν είσαι και εξ επαγγέλματος γεωμέτρης, όπως ο θεός, τότε διακρίνεις την αφανή γεωμετρία της ποιητικής συλλογής ως μικρογραφία του κόσμου. Μαθήματα ΖΕΝ ο Βέης, Φυσικής Ιστορίας και Γεωγραφίας. Ζωής εν ολίγοις.
Ελένη Γκίκα, Προσωπαγνωσία, λέει. «Το βεραμάν μου φόρεμα». Ποιος το λέει, δεν έχει σημασία· σημασία έχει ότι αυτό το φόρεμα δεν φοριέται για πολύ, γιατί η φέρουσα ανακαλύπτει ότι: «ξαφνικά δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο και αυτονόητο, ούτε η δουλειά, ούτε οι φίλοι σου οι χθεσινοί. Ούτε οι γονείς σου, οι συνεργάτες σου, ούτε καν εσύ… ξυπνάς ένα πρωί και δεν αναγνωρίζεις αυτό που είσαι, εκείνο που έγινες-αλήθεια πότε;- ούτε κι εσύ». Τι έχουμε εδώ; Μυθιστόρημα, βιογραφία, ψυχολογικό δοκίμιο, κοινωνική ανάλυση, θρίλερ; Σε όλα θα απαντήσουμε ΝΑΙ, γιατί σε όλα συμμετέχει ένας νους που σκέφτεται και γράφει, μια ψυχή που πάσχει και όλα συμμετέχουν στη διαμόρφωσή του.
Κωνσταντίνος Μπούρας, 137 Φάος, Λεξικάνθαρος /α-Φθονία φωτός μια συλλογή με 1339 σελίδες, θα μπορούσε «να είναι 24 αυτοτελή βιβλία-ραψωδίες της δικιάς του Οδύσσειας της πλεύσης στη θάλασσα του φωτός, παλεύοντας με τα κύματα μιας πολυκοσμίας αλλόκοτης, μοναχικής, συνομιλώντας με αλεξίφθονες ηλιαχτίδες κάτω από μία νοητή ομπρέλα α-φθονίας φωτός…». Φτάνουμε στο σημείο να μην ξεχωρίζουμε τον κρινόμενο ποιητή από τον κρίνοντα ποιητή, ο οποίος αποκρυπτογραφεί τον αριθμό 137, πρώτον πυθαγόρειο αριθμό. Ως αριθμογεωμέτρης σοφός ο Ρούσκας, προϊούσης της μελέτης του, μας καθοδηγεί μεθοδικά στους δρόμους που χάραξε ο Μπούρας… Η έκπληξη, η μαγεία, ο θαυμασμός, η φιλοσοφική απορία…
Ο χρόνος τρέχει, οι λέξεις τρέχουν κι αυτές μαζί του, οι σελίδες δεν επαρκούν. Είναι πολλά τα αποθησαυρίσματα του Γιώργου Ρούσκα σ’ αυτό το νηολόγιο. Όλα με ένα ειδικό ενδιαφέρον, με μια αστραφτερή γλώσσα, με ένα αποκαλυπτικό σχέδιο πίσω από τα λεγόμενα, με σχήματα υπαινικτικά, με σκέψη βαθιά, γιατί είναι δύσκολο να μπει κανείς στο μέσα μυαλό του άλλου, Ο αναγνώστης που θα μελετήσει τα κριτικά δοκίμια Νηών προσεγγίσεις θα ταξιδέψει σε διαφορετικές θάλασσες και με πολλούς διαφορετικούς καιρούς. Θέλει γερή αρματωσιά, δύναμη και προσήλωση. Το ταξίδι απαιτεί έναν δεινό οιακοστρόφο. Ο Γιώργος Ρούσκας είναι.
Στο εξώφυλλο, δικό του το σκίτσο∙ το άπειρο, η θάλασσα, σαν κύματα και σαν οχτώ, τα καραβάκια με πανί, τα Α και το αναπεπταμένο Ω, όλα σε μία σύνθεση που αποδίδει την πολυπλοκότητα αλλά και την αρμονική συνύπαρξη των πάντων. Και στην ακρούλα ένα τόσο δα μικρό σηματάκι· η σφραγίδα του, για την αλήθεια την επτασφραγισμένη. Το ίδιο και στο οπισθόφυλλο· ταξίδι εγγυημένο με τη βούλα.
Ανθούλα Δανιήλ