Βιβλίο χωρισμένο στα δυο ή αλλιώς απαρτισμένο από του ανθρώπου το σώμα και την ψυχή. Κοντά σ’ αυτά και το πνεύμα ή αλλιώς βιβλίο απαρτισμένο από νιάτα και ωριμότητα· όπως βλέπετε, αποφεύγω συστηματικά να ονοματίσω τα γηρατειά σαν, για να ξορκίσω το κακό, το αντίπαλο δέος στα νιάτα. ΄Έτσι και το βιβλίο, αποτελείται και αυτό από το Μέρος πρώτο: «Λόγια του ταξιδιού» (για ονειροπόλους) και το Μέρος Δεύτερο «Είμαστε οι λέξεις».
Ας πούμε λοιπόν, πως στα νιάτα σου είσαι ποιητής, θέλεις τον κόσμο όλο να αλλάξεις, τα πάνω κάτω να φέρεις, να βάλεις τη σφραγίδα σου σ’ αυτή την ανατροπή. Να γίνεις Ρεμπώ, Dada και υπερρεαλιστής να κάνεις και να κάνεις ό,τι έχεις μάθει από τους σπουδασμένους, -πάντα υπάρχουν κάποιοι άλλοι που μας πρόλαβαν- αλλά όταν κοντεύεις να φτάσει στην Ιθάκη, τότε ανακαλύπτεις πως έγινες κι εσύ σοφός. Μεταξύ μας, το μόνο που καταλαβαίνεις είναι ότι αυτό που είχες το ’χασες και δεν κατάλαβες το πώς, το πότε, το γιατί. Κι από τη δράση περνάς στη λέξη. Με άλλα λόγια γράφεις.
Γίνεσαι σαν εκείνους τους γέρους που τα ξέρουν όλα, που θυμούνται, νοσταλγούν και δακρύζουν. Που κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και ανακαλύπτουν τον γονιό τους. Αν μάλιστα έχει και πρόσφατα πεθάνει, τότε συνειδητοποιούν ότι αποχαιρετούν την Αλεξάνδρεια της νιότης τους και όλα όσα πεθύμησαν και τίποτα δεν άλλαξες σ’ αυτόν τον κόσμο και το μόνο που άλλαξε ήταν αυτοί οι ίδιοι, που μεγάλωσαν και κατάλαβαν πως όλα ακολουθούν την πορεία τους ερήμην τους.
Όταν δηλαδή, είσαι τα νιάτα σου Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου, λέει ο Ελύτης…
Να ’σαι λοιπόν εσύ και μια στοίβα από λευκά χαρτιά που θέλεις να γεμίσεις με τις αναμνήσεις σου. Να τα βιβλία σου, να όλοι οι σοφοί του κόσμου κι ανάμεσά τους η μάνα σου, αλλιώς σοφή, αλλιώς ωραία, διαχρονική και αγία. Ο θάνατος σχεδόν εξαγιάζει τον αγαπημένο νεκρό. …
8 Μαρτίου, ημέρα της γυναίκας, η Ηρώ ακούει ραδιόφωνο και την παίρνουν τα κλάματα. Για την μάνα της που, εκτός από μάνα της, ήταν και γυναίκα. Η απουσία της την πληγώνει, η απουσία της δεν αντέχεται, η παρουσία της είναι διαρκής, παρόλα αυτά. Την βλέπει με τα μάτια της ψυχής της να κάνει τις διάφορες καθημερινές δουλειές, να διαβάζει το Γεώ και τις εφημερίδες, να βλέπει τα ατίθασα νιάτα στην τηλεόραση, να προσφέρει την αγάπη της στα παιδιά και στα εγγόνια της, να συζητάει για τους σπόρους που έπιασαν ή δεν έπιασαν, για τα παξιμάδια που έψησε, για τον φούρνο… μιλάει απλά…
Και, θα πει κανείς, ε, καλά, όλες οι παραδοσιακές μαμάδες, όλες οι απλές παραδοσιακές γυναίκες, τέλος πάντων, λίγο πολύ, τα ίδια κάνουν. Ναι, σωστά, έτσι είναι, αλλά η απώλεια της μάνας, της κάθε μάνας, όσο κι αν είναι κάτι φυσικό και αναμενόμενο είναι συγχρόνως απολύτως ιδιωτικό. Οι τόσες ασήμαντες λεπτομέρειες που μας δίνει η Ηρώ, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο της μητέρας της, μοιάζουν με εκείνες τις πινελιές που βάζει στο πορτρέτο ο ζωγράφος σαν τελείωμα, δηλαδή όλες εκείνες τις γραμμούλες που ολοκληρώνουν την προσωπικότητα, όπου η κάθε ρυτίδα ξυπνά και μια ανάμνηση της κόρης για τη μάνα που έχασε, αλλά δεν ξέχασε. Γιατί οι τόσες λεπτομέρειες μαρτυρούν πως είναι ολοζώντανη μπροστά στα μάτια της, τη βλέπει, την ακούει, οσφραίνεται τη μυρωδιά της, την αγγίζει και νιώθει αυτό το αόρατο, το φανταστικό άγγιγμα σαν αληθινό… Όπως ο Μαρσέλ Προυστ που με μια γουλιά τσάι και μια μαντλέν θυμήθηκε έναν καταρράχτη περιστατικών που ανασύνθεσε μια εποχή με όλα της τα πρόσωπα και γεγονότα έτσι και η Ηρώ ξαναθυμάται:
«Τώρα καταλαβαίνω γιατί επανέρχομαι πάλι και πάλι σ’ εσένα με τα κείμενά μου, και με τη σκέψη μου. Το τώρα είναι πολύ αργότερα από το τέλος της δικής σου ιστορίας. Είναι το τώρα το δικό μου, ο Μάρτης του 2023…». Η συνέχεια της αφήγησης είναι οι μικρές πικρές λεπτομέρειες μιας αναχώρησης που λίγο πολύ τις έχουμε ζήσει, οι περισσότεροι, και της οποίας το βάρος αξιολογούμε μετά το γεγονός και ας είναι το πιο φυσικό αναμενόμενο αφού το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι, λέει ο Γιώργος Σεφέρης με το προσωπείο του Στράτη του θαλασσινού που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. Το ταξίδι να πάει στην Τροία και να ρθει, να πιάσει όλα τα λιμάνια της Μεσογείου, στον Κάτω Κόσμο να κατεβεί και να ξαναγυρίσει στη ζωή.
Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος λέει ο Οδυσσέας Ελύτης… Αυτή, λοιπόν, η τελεσίδικη αλήθεια, απασχολεί τον αρχαίο ποιητή, τον σύγχρονο και κάθε άνθρωπο και την Ηρώ Τσαρνά. Και η Ηρώ, όπως όλοι οι κοινοί θνητοί -κατ’ έθος, οι θυγατέρες- εκτελούν χρέη χοηφόρου, γίνονται Ηλέκτρες και Αντιγόνες, παραδοσιακά. Αυτές τελούν τα νόμιμα που αείποτε ζη ταύτα κουδείς οίδεν εξ ότου φάνη, λέει ο Σοφοκλής με το στόμα της Αντιγόνης. Για τη σύγχρονη ποιήτρια το νόμιμο που αείποτε ζει είναι αυτό το εξομολογητικό, παθητικό, αληθινό σε πρώτο πρόσωπο κείμενο. Της μιλάει σαν να είναι ακόμα εκεί και την ακούει. Γιατί, όπως μας λέει ο Μαβίλης, στο ποίημα «Λήθη» οι ζωντανοί θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Είναι Οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν… όπως διατυπώνει ο Σεφέρης. Δεν υπάρχει τρόπος, δηλαδή, να το πάρουν απόφαση οι ζωντανοί και να ξεχάσουν τους αξέχαστους φίλους τους που για μια στιγμή ανασάνατε πλάι τους και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν, όπως μας λέει ο Καβάφης. Κι εδώ έρχονται τα φάρμακα της τέχνης που κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή. Για άλλο πράγμα, βέβαια, μιλάει ο Καβάφης για άλλο η Ηρώ. Η Τέχνη πάντως, η γραφή δηλαδή, αυτό το βιβλίο με πιο απλά, την ίδια δουλειά κάνει. Παρηγορεί. Σίγουρα, δεν φεύγουν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Μερικοί φεύγουν νύχτα, όταν κανείς δεν παραφυλάει, σαν να θέλει να μας πει πως κι εκείνοι που φεύγουν δεν θέλουν να τους δουν τα παιδιά τους να φεύγουν. Θυμήσου, Ηρώ, εκείνο το δημοτικό τραγούδι, νανούρισμα και μοιρολόι
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
Είχα τον ήλιο στα βουνά, και τον αϊτό στους κάμπους,
Και τον βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι ο αϊτός αποκοιμήθη,
Και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
Τώρα εσύ αναποδογυρίζεις τα πράγματα, δεν είναι η μάνα που θρηνεί για το παιδί της, αλλά η κόρη που θρηνεί τη μάνα της. Ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος έχει έρθει η ώρα να φύγει και να γεμίσει το κενό του θανάτου του…
Η μάνα ήταν πράγματι έτσι, όπως τη βλέπει η Ηρώ; Να περπατάει πάνω στα κύματα όπως ο Ιησούς χωρίς να καταποντίζεται; Αυτή η περιγραφή είναι μια ποιητική αυθαιρεσία φιγούρα που καταργεί τους νόμους της φύσης και πετάει; Ναι! Είναι η «Πλατυτέρα»· κι εδώ, η σημασία της υπερβολής ανοίγει διαύλους στο πνεύμα να δούμε και να ερμηνεύσουμε τα σύμβολά. Γιατί και η Παναγία μια απλή γυναίκα ήταν, μια μάνα που πόνεσε βαθιά για το παιδί της. Όπως η Δήμητρα για την Περσεφόνη, όπως η αρκούδα για το μικρό αρκούδι της. Έτσι και η συγκεκριμένη σαν την Παναγία γίνεται και Πλατυτέρα και Ιησούς και θεά και αγία. Η σημασία των προσώπων εξαρτάται από τη δική μας ματιά. Και ο ορθολογισμός χάνει το υλικό βάθρο του από το άυλο συναίσθημα. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη λογική.
Κοράκλα φώναζε ο Πύρρος Δήμος την κόρη του; Κόρη κορού ή κορούα οι Κύπριοι αδελφοί μας, Κορουέρα η μάνα της Ηρώς, δίνοντας στον υπερθετικότατο υπερθετικό το μέγεθος του συναισθήματος για την ΚΟΡΗ της.
Κι έτσι η αυτή η Κόρη (με κεφαλαίο το Κάππα) μεγάλωσε και έγραψε και διάβασε και έγινε και διείσδυσε στα αόρατα και εμφανή και μεγάλα και απίστευτα… Έγινε ποιήτρια που βλέπει τα αόρατα, πιστεύει στα όνειρα, δίνει υπόσταση στα απίθανα και στα φανταστικά. Όχι, η ζωή δεν είναι μόνο μια πραγματικότητα αλλά είναι και μια υπερπραγματικότητα της οποίας το κέρδος πηγάζει από μεγάλης πνευματικής, ψυχικής και πραγματικής αγρύπνιας ένταση.
… Δεν σου χαρίζεται τίποτα στη ζωή…
Ξαγρυπνάς και Έτσι ο νεκρός και σιωπηλός/ μέσα στο φως/ σαν αοιδός/ καινούριο όνειρο μπορεί να φέρει. Πρέπει να μιλήσω με τους πεθαμένους, δεν μου φτάνουν οι ζωντανοί, το έχει πει Σεφέρης. Και έτσι, ποιήτρια και η Ηρώ, διανθίζει με ποιήματα τα πεζά της, τα μεταποιεί, τα κάνει ιντερμέδια, αλλιώς χορικά- στάσιμα, ανάμεσα στα επεισόδια της ζωής της. Κι αυτά έτσι λιγνά και λυγερά μπαίνουν σε δρόμους παρακαμπτήριους που βγάζουν σε άλλου είδους ξέφωτα, αλλά εκείνη πάντα στο νου της έχει την Ιθάκη. Και η Ιθάκη της Ηρώς είναι η Ικαρία. Ήταν ωραίο το ταξίδι της Λουξεμβούργο, αλλά το αφήνει πίσω της κι έρχεται πάλι στα νερά της Ικαρίας, εκεί που βυθίστηκε ο Ίκαρος. Παρακολουθεί το καραβάκι της μάνας της με ξάρτια και πανιά που ταξιδεύει, την ακούει:
Θέλω, μου είπε, / να μπω και να κοιτάξω / του ουρανού τ’ απύθμενα τα βάθη/ που όσο τα βλέπεις / τόσο πιο βαθιά πηγαίνεις.
Σαν να έχει αποκτήσει πια το βλέμμα το άγριο των Αγίων που βλέπουν τ’ άφταστα.
Η Ηρώ μιλάει για τα δέντρα, στήνει στιχάκια για τραγούδι ή έπαινο ή ύμνο ή μοιρολόι, λέει τα ονόματά τους, μας στέλνει στην αρχαία παραπομπή, στη σύγχρονη ιστορία, στην παλιά λογοτεχνία, στον Βολταίρο, στον Καντίντ και στον παράδεισο και στα νερά, στις Νηρηίδες και Καλομοίρες, στα παιδιά της γειτονιάς, επίσης με τα ονόματά τους. Κάνει μαθήματα γραμματικής και ετυμολογίας, «παλικαράκι μου εσύ», Πάλλαξ και πάλληξ, αγόρι, από τα αρχαία χρόνια σαν την Παλλάδα Αθηνά και το δόρυ της έτσι και η Ηρώ Τσαρνά και τα γραπτά της, κίνησε γη και ουρανό και έγκατα και ψυχής και βάθη, μιλώντας με λόγια απλά, με αφορμή τη μάνα που έκλεισε τα μάτια της στο φως και άνοιξε τις πύλες της αβύσσου στη κόρη της, για να δει, να πει και να εκτονώσει ως ποιήτρια ποιητικά, ανθρώπινα, μικρές ψυχικές ανάσες. Ένα γράμμα στη μάνα την πανάξια, για όλα όσα δεν μπόρεσε να της πει εν όσω ήταν ζωντανή.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ιστορίες πολλές μυθικές και πραγματικές, όλες τρυφερές, πλαισιωμένες με ποιήματα και λόγια φτερωτά, με συγκινήσεις και ανατάσεις. Η ζωή ξαναχαράζει στα μέτρα της καρδιάς… η ζωή συνεχίζεται…