You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ηρώ Νικοπούλου, Το θαύμα στην Εντατική, Εκδ, ΑΩ  2024
ΚΡΙΤΙΚΕΣ DIASTIXO - pek-pagkosmia-oikonomiki-istoria-28052024

Ανθούλα Δανιήλ: Ηρώ Νικοπούλου, Το θαύμα στην Εντατική, Εκδ, ΑΩ  2024

Ποιήτρια και ζωγράφος η Ηρώ Νικοπούλου, μας προσφέρει τη νέα ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Το θαύμα στην Εντατική . Η  συλλογή απαρτίζεται από τρεις ενότητες: «Το θαύμα στην Εντατική» με είκοσι ποιήματα,  «Τόποι» με οχτώ και  «Άνθρωποι» με δεκατρία. Σύνολο ποιημάτων σαράντα δύο.

Το προνόμιο της διπλής ιδιότητας της Νικοπούλου -ποιήτρια και ζωγράφος- της παρέχει την άδεια και τη σφραγίδα τεκμηρίωσης να  άπτεται και των δύο τεχνών και να μπολιάζει τη μία με τα δώρα της άλλης.  Ut  pictura  poesis, έγραψε ο Οράτιος στο έργο του Ars poetica, ενώ ο λίγο νεότερός του Πλούτραχος  μνημόνευε τον πολύ παλαιότερό του Σιμωνίδη τον Κείο για τη συγγένεια δύο τεχνών: λαλούσα ζωγραφική η ποίηση και  σιωπώσα ποίηση η ζωγραφική. Φυσικά λοιπόν η αγαστή σύνθεση όχι μόνο γεννά νέα έργα αλλά δανείζεται και από την παγκόσμια παρακαταθήκη  για να αποδώσει  ό,τι πόνεσε στην εμπειρία, ό,τι σκίρτησε δυναμικά μες στην ψυχή και ό,τι έκανε τον νου της να αστράψει.

 

Ο τίτλος, άλλωστε, Το θαύμα στην Εντατική,  μας ειδοποιεί πως  έγινε θαύμα και θαύμα σημαίνει ανατροπή των  φυσικών νόμων,  καθώς και των   κανόνων της  κοινής  λογικής.

Αλλιώς τι θαύμα θα ήταν;  Και όχι μόνο αυτό, αλλά ένα άλλο θαύμα που έχει ηλικία  2000 χρόνων και παραπάνω, έρχεται να υποστηρίξει αυτή την ανατροπή στη φύση και στη λογική. Ο Δρόμος προς Εμμαούς είναι ένας πολύ γνωστός πίνακας του Ελβετού Ρόμπερτ Τσιντ και αφορά τη συνάντηση του Ιησού με δύο μαθητές του –τον Λουκά και τον Κλεόπα- μετά την Ανάσταση. Ο πίνακας αυτό το θαύμα μαρτυρεί και με αυτό το θαύμα  πολλοί μεγάλοι ζωγράφοι ασχολήθηκαν.

«Εμμαούς» είναι ο τίτλος του ποιήματος της Νικοπούλου, μια λέξη  που κλίνεται, δεν κλίνεται,  δεν ξέρω, μόνο ότι ο πίνακας βρίσκεται σε πολλά σπίτια. Άραγε ένα τέτοιον βλέπει η Νικοπούλου ή εκεί που είναι το παράθυρό της βλέπει το κάδρο με τον Ιησού και τους άλλους δύο και σε προέκταση;  Γεγονός (;) είναι ότι βλέπει Εκείνον που σπέρνει ματιές… ξεθωριασμένο, με αναέρο βήμα… οπότε όλα αποκτούν μια άλλη διάσταση και μια άλλη αλήθεια∙ εκείνην της πίστης πως ο άνθρωπος της Εντατικής περπατάει τώρα στον δρόμο του Χριστού.

Με άλλα λόγια, ερωτώ:  βλέπει τον γνωστό πίνακα και αλλάζει το κύριο πρόσωπο γιατί θέλει να δει αυτό που  την συγκλονίζει στο παράθυρό της; Είναι το  κάδρο της που ανοίγει παράθυρο στη θέα του κόσμου μέσα της;

 

Απ’ της κουζίνας το μισάνοιχτο παράθυρο

φάνηκε ο δρόμος προς Εμμαούς

Γυρνούσες κάθε τόσο πίσω

κι έσπερνες κλεφτές ματιές

ξεθωριασμένος μου φάνηκες πολύ

θολός και κουρασμένος

από αμμοθύελλα χρόνου

Άχνιζε του δειλινού η λαζούρα

γύρω απ’ τα σχήματα

τα βήματα αέρινα

ξέθωρα τα γράμματα

στο πλάι της κορνίζας

 

Το κάδρο ισιώνω

……………………..

περπάτησα κάποτε μαζί σου

μέσα στο ξαφνιασμένο φως

που μ’ έλουσε ανέτοιμη

……………………

Αυτά σκεπτόμουν

κι ασυναίσθητα άρχισα να στρώνω

Το Τραπέζι

 

Το ποίημα, πέρα από τον πίνακα του Τσιντ, περιέχει και μία αναφορά στο γεύμα που είχε ο Ιησούς με τους μαθητές του  και εικονίζεται από τον Καραβάτζιο. Η Ηρώ Νικοπούλου με ένα ποίημα πέτυχε δύο στόχους. Η αλληγορία είναι προφανής.

Εν ολίγοις, η ματιά της αναβαθμίζει τα γεγονότα, τα πράγματα αποκτούν μια άλλη διάσταση, η λογική αλλάζει δρόμο για να δικαιολογήσει ό,τι η καρδιά επιμένει να θέλει. Η ποίηση, άλλωστε, είναι η άφεση στην αυταπάτη. Είναι όπως και η θρησκεία∙  δεν απαιτεί ορθολογιστικά τεκμήρια.

Φεύγοντας προς τα ενδότερα της ποιητικής Πινακοθήκης, θα ήθελα να σταθώ σ’ εκείνον τον «Μάλεβιτς» και στο έργο που επισημαίνει η ποιήτρια. Πρόκειται για το «Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο», με το οποίο ο ζωγράφος δεν θέλησε να δώσει κανένα μήνυμα, όπως είπε, παρά μόνο  τη ντιρεκτίβα της πρωτοπορίας. Κι όμως, το μαύρο κυριαρχεί και το μήνυμα έρχεται μόνο του. Πολύ καλά κάνει η ποιήτρια που αποφεύγει το φοβιστικό μαύρο και επιλέγει, όπως ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της, το καθαρό λευκό, της αθωότητας, της αγνότητας και της καλοσύνης, της αγάπης και την κατανόησης. Ακόμα και τον πόνο τον βλέπει σαν παιδάκι («Μικρό παιδάκι»), που

Ξεχνιέται σε βαθιές χαραματιές

   σπασμένος κυματισμός ανάσας

   χουζουρεύει σε μέρη αθέατα ..

  κι ενώ πλέον κοιμάσαι

  ορμάει σχίζοντας αφύλακτες σπηλιές

 

Και βέβαια, δεν βλέπω πολύ μεγάλη την απόσταση που την χωρίζει από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, όπου ο «μικρός βοριάς» και όχι ο πόνος, εμπεριέχει και τον συμβολισμό μιας μεγάλης ανατροπής και στο συγκεκριμένο ελυτικό ποίημα είναι ο ίδιος ο θάνατος. Το επίθετο «μικρός» όμως μας εξοικειώνει με τη φυσική συνέπεια του αναμενόμενου.

Ο τρόπος που παρατηρεί η Νικοπούλου είναι σαν να ζωγραφίζει και έτσι πετυχαίνει να αναβαθμίζει το πραγματικό σε έργο τέχνης ζωγραφικό. Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια:

 

Σκάει η σιωπή του ψαρά

σα βότσαλο στη λίμνη

καθώς ρίχνει παλι με κίνηση αργή τα δίχτυα

ανατριχιάζουν τα νερά

(«Στιγμιότυπα που βλέπει»)

 

Και μέσα σε όλα βάζει στους στίχους εικόνες οικολογικού περιεχομένου,  ανασύρει από τον μύθο ήρωες, επανεπικαιροποιεί το έργο και την αλληγορία τους, φωτίζοντας την αλήθειά τους.

Παράλληλα, άλλες μνήμες και γεγονότα έρχονται στον νου. Δύσκολα και βίαια παιδικά χρόνια, αναλογίες στο είδος σε μεγάλη ηλικία ή με αφορμή την μεγάλη εθνεγερσία μας, με απόγνωση όμως, αφού, σαν να είμαστε ηθοποιοί, φοράμε τα κοστούμια για την παράσταση και μετά τέλος:

 

Διακόσια χρόνια κι ακόμη έρχεστε

   απλώνονται τα χέρια ολούθε

   μα το άγγιγμα όλο αναβάλλεται

   σε επώδυνη αναμονή η Καπέλα Σιξτίνα

   ………………………………………………..

(«Εκτύπωση πανθέου με ανεξίτηλα παντός καιρού χρώματα»)

 

Ναι, η ιστορική μνήμη είναι ζωντανή, η πρόκληση ιερή,  αλλά η σύγχρονη ζωή αποκαρδιωτική∙ παρακολούθηση  στην τηλεόραση του κανονικού άσχετου, τυφλωτικού και αποχαυνωτικού προγράμματος, όπου ο «κακός» εχθρός εμφανίζεται,πλέον,  ως μοντέρνος και σύγχρονος φίλος. Έλεος!

Όμως, εκείνο το άγγιγμα, στην Καπέλα Σιξτίνα, θα είναι πάντα εκεί για να μας θυμίζει, όπως και η ποιήτρια που το συμπεριέλαβε στο ποίημά της, την αιώνια πρόσκληση και πρόκληση του Θεού προς τον άνθρωπο που πρέπει να γίνει ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Άλλωστε η εκτύπωση γίνεται με «ανεξίτιλα παντός καιρού χρώματα».  Η ελπίδα σώζεται.

Πιο πέρα είναι μια φωτογραφία, ο πατέρας στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά, ο πατέρας τριγυρνά στο σπίτι, του μιλάει, τον ακούει, τον νιώθει:

 

πλαγιάζεις στον ύπνο μου…

μπαινοβγαίνεις στα δωμάτια

κοιτάς μέσ’ απ’ τα μάτια μου

ζύμωσες κάποτε το ψωμί και το χώμα μου

πώς να σε πάψω τώρα…

(«Πριν τη μάχη»)

 

Είναι γνωστό πως οι νεκροί πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε. Η ποιητριά θα απλωθεί και σε άλλα θέματα, όπως η καραντίνα  του 2020, όλα  βαθιάς ενδοσκόπησης, στοχαστικής  διάθεσης, ερμηνείας του άγνωστου, εμπλοκή στο «αθώρητο», «Αχειροποίητο», «αδιανόητο Πέρα».

 

Από την ενότητα «Τόποι», πρώτο «Το σπίτι στη Σαλαμίνα»:

 

Λάσπες θεμέλια τσιμπούσια και γέλια

……………………………  και τώρα;

Τώρα ζει μοναχό του….

μπαινοβγαίνουν οι ώρες ψιθυριστά

……………………………..

Στο σπίτι της Σαλαμίνας

τις Κυριακές τριγυρνούν

με τις χνουδωτές τους ρόμπες

οι φωτεροί απόντες…

 

Ακολουθούν και άλλα σπίτια, όλα με τρυφερόποιτηα ποιημένα και ζωγραφισμένα, «κάπνιζε πάλι το βουνό/ σύννεφα του Ταϋγετου/ βαριά γλυπτά ιπάμενα» ή  «Τα νυστεγμένα βλέφαρα της Καλαμάτας» ή «Την θυμάμαι την Αμμόχωστο…/Συχνά την αντάμωνα στον ύπνο/ ξανθή μπουκωμένη στην άμμο» ή μια αίσθηση καλοκαιριού ελληνικού σαν Αποκάρωμα μεσημεριού στο άσπρο

 κάτω απ’ της καμάρας το στενό

…………………………………….

κρυμμένοι στα μωβ της μπουκαμβίλιας

 ………………………………….

κοιμίζοντας τον ήλιο ύστερα

 πάνω στο λευκό πλατύσκαλο

 τόσο σφιχτά που έγερνε απότομα το σπίτι

…………………………………

 έξω το καλοκαίρι σαν αλήθεια

επιτηρούσε μελτέμια καράβια κι εραστές.

 

Και τέλος, από την ενότητα «Άνθρωποι», έρχονται με τη σειρά ο «Ζωγράφος»  που «είναι ερωτευμένος με τη Σκιά /και την ψάχνει», αν και είναι τυφλός,  ο «Υποδηματοποιός» που «Σιωπηλός μετράει τα βήματα/ των άλλων στο σκοτάδι», ο «Μουσικός» που «παραφυλάει τις συνελεύσεις των αποδημητικών /κι αντιγράφει σολφέζ από τα σύρματα/…/ ύστερα κάθεται στο πιάνο/ κι ονειρεύεται νιφάδες να πέφτουν στα τραγούδια μέσα του Μπερλιόζ», ο «Εργολάβος» που «Δεν ήξερε πως πέθαιναν τα σπίτια / πως τα τραβούσαν προς τα κάτω / από τις ρίζες οι νεκροί τους».  Εδώ πολλά έχει να μας πει και ο Γιώργος Σεφέρης. Κι ακόμα είναι πολλοί και πολλές επαγγελματικές κατηγορίες καθεμία με τα δικά της ιδιαίτερα χαρκτηριστικά, τα οποία αναδεικνύουν το μείζον που χάνεται στην πρώτη εντύπωση. Και είναι όλα  εκείνα που ο αναγνώστης θα σταθεί και θα ξαναδιαβάσει για να χωνέψει όλη αυτή τη ζωή που συμπυκνώθηκε σε στίχους και πήρε τη μορφή ενός ποιήματος, έχοντας την εικόνα φυλαγμένη μέσα του. Είναι όλα εκείνα που ο καθένας  μας θα βρει τον εαυτό του, αλλάζοντας λίγο τα ονόματα, τους τόπους, τους ανθρώπους, τα κάδρα, τις φωτογραφίες. Είναι μία ποιητική Πινακοθήκη το βιβλίο και είναι τα εξώφυλλα μια προοικονομία εικαστική της ποίησης, ευαίσθητα έργα της ποιήτριας και ζωγράφου Ηρώς Νικοπούλου.

Τέλος, θα έλεγα πως είναι μια παρηγοριά που γράφεται ακόμα τέτοια ποίηση, με ανοιχτή καρδιά στον αναγνώστη και όχι σαν τη συνταγή ενός εργαστηρίου παραγωγής στίχων από «ποιητές» που μπαίνουνε στη μάχη χωρίς να έχουν πάρει μυρουδιά από μπαρούτι. Πρέπει πρώτα  να το λέει η καρδιά σου κι έπειτα ο υπολογιστής σου, όχι ο δάσκαλος της ρητορικής…

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.