I see dead people, ιδού ένα μότο καθοριστικά καθοδηγητικό. Και όχι μόνο. Ο ποιητής Κωνσταντίνος Νικολάου και με τον τίτλο της νέας ποιητικής συλλογής του – Ο ταλαντούχος Νέρωνας– αλλά και με το μότο και τις άλλες αναφορές του, μας υπέδειξε για ποιο πράγμα θα μιλήσει και από ποιους παίρνει τα παραδείγματα και επαυξάνει αυτό που έχει φυτρώσει μέσα του και μεγαλώνει, δεντράκι δυνατό σε κάθε κλαδί και μια φωνή που λέει και ξελέει, δήθεν παίζοντας, πολύ ωραία πράγματα. Ήδη μου υπέδειξε τις ρίζες του· επέλεξε τους φίλους του και κάνει τις αναφορές του.
Τα Μέρη του βιβλίου τρία:
Ι. Απολογισμός ή όλοι κερδισμένοι. ΙΙ. Σημεία Αναγνώρισης. ΙΙΙ. Παριστάνοντας τους ζωντανούς.
Πρώτο ποίημα με τίτλο «Υψοφοβία»:
«Αν ποτέ κατάφερνα/ να σκαρφαλώσω στα δέντρα των βεβαιοτήτων μου,/ πιθανότατα θ’ αντίκριζα τη θάλασσα των διαψεύσεών μου./ Καμμιά έκπληξη…», συλλογίστηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος / και πήρε τον δρόμο για το δάσος.
Έτσι ξεκινά ο οραματιστής, χωρίς βεβαιότητες, αλλά αρπάζει το δοιάκι κι αρμενίζει τα πέλαγα. Κάποτε θα δικαιωθεί· ίσως πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Είναι καλό, άραγε, να βλέπει τόσο μακριά; Ή μήπως είναι απελπισία να μην μπορούν και οι άλλοι να δουν αυτό που εκείνος βλέπει;
Η ζωή έχει δώσει τις απαντήσεις της. Κι ο ποιητής κοιτάζοντας αν υπάρχουν στιγμές που νιώθει τύψεις για το τι έκανε ή τι δεν έκανε, βλέπει πως ο Χρόνος κάνει ό,τι εκείνος παρέλειψε και δεν λέρωσε και τα χέρια του. Ο πατέρας του, ας πούμε, ζει σε άλλη πόλη… στον πίνακα του Γκόγια είναι ένας φριχτός γέρος:
Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του. /Έπρεπε κάποιος να τον σταματήσει. Το έκανα εγώ. Δεν μετανιώνω./ Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει επίγονος./ Αν υπάρχουν στιγμές που νιώθω τύψεις,/ είναι γιατί πρόσφατα έγινα πατέρας./ Θα είμαι έτοιμος όταν αντιστραφούν οι ρόλοι; Ο τίτλος του ποιήματος «Σκότωσα τον πατέρα μου», παραπέμπει στον Φρόιντ, οπωσδήποτε γι’ αυτό ανησυχεί για το ποιητικό του μέλλον.
Και το ποίημα συνεχίζεται με τις κοινοτοπίες που ανταλλάσσουμε με τους γονείς μας και νιώθουμε (;) ικανοποιημένοι μ’ αυτό.
Είναι λοιπόν προφανές πως ο ποιητής ασχολείται με το μέγα θέμα· τον Χρόνο-Κρόνο που μας τρώει λίγο λίγο· ως γιατρός έχει άμεση εμπειρία της σαρκικής φθοράς, τη βλέπει κάθε μέρα, έχει επισημάνει τον δράστη- ιό- και το τι προκαλεί. Και δεν είναι μόνο η φθορά της σάρκας αλλά και η άλλη φθορά, η φθορά της ποιότητας της επικοινωνίας, η οποία εκπίπτει στα τετριμμένα. Και η σκέψη προχωρεί.
Ο Νικολάου καταφέρνει με μαθηματική ακρίβεια να κάνει στίχο την καθημερινή απώλεια: απώλεια της μνήμης, του νου, της σάρκας, στης σχέσης. Κι όσο περνάει ο καιρός, όλα μας φαίνονται φυσιολογικά.
Το παιδάκι της φωτογραφίας με «μπλε καρώ ζακετάκι» και τα «αχτένιστα μαλλιά… στο νηπιαγωγείο» μεγάλωσε κι έγινε άντρας και εκείνη δεν είναι πια «κορίτσι/ που ονειρεύεται με μισόκλειστα μάτια./ Παραμένει ακίνητη… κατακλίσεις… δεν μ’ αναγνωρίζει… Σκέφτομαι πως δεν είμαι μόνος στο δωμάτιο./ Την αμηχανία μου/ διασκεδάζει μηχανικά η συσκευή του οξυγόνου… Ξαφνικά άπλωσε το χέρι της για να με βρει./ “Εδώ είμαι” της φώναξα. Εδώ που πρέπει» («Εδώ που πρέπει»)
Κι έτσι, ο ποιητής, με τον από μηχανής θεό βοηθό, τη συσκευή του οξυγόνου, έδωσε παράταση στο αναμενόμενο, ενώ ο άγγελος φτερούγιζε στο δωμάτιο, όπως συνηθίζει ο λαός να λέει σε τέτοιες περιστάσεις … Όμως, όπως και να το πεις το ίδιο πικρό είναι. Αυτό το σώμα που γίνεται τόσο διάφανο ώστε να δεις από μέσα τον ακατονόμαστο τι έργο έχει επιτελέσει. Κι αυτή η ξαφνική αναλαμπή που σου θυμίζει πως ο άγγελος παραστέκει-αναμένει σε μια για πάντα φυγή.
Αυτό είναι το θέμα σε πολλές παραλλαγές. Το ζούμε κάθε μέρα, και όλοι ανεξαιρέτως περνάμε από εκεί, είτε είμαστε στην αναμονή είτε περιμένουμε στην ουρά για να μας δει ο γιατρός είτε στην ουρά για κάποια δουλειά. Όταν είμαστε πρώτοι, όταν είμαστε τελευταίοι. Ένας μπαίνει, ένας φεύγει.
ΙΙ. Σημεία αναγνώρισης
Όλα άλλα δείχνουν κι άλλα είναι. Η φιγούρα παραπλανά… Η φωνή όμως προδίδει …
Για τους στίχους που άφησε μισούς / απαίτησε να κάψει την Αινειάδα./ Στίχους που δεν κατάφερε / κανείς να συμπληρώσει./ Ακόμα κι αυτοί/ θεωρούνται πλήρεις/ Ζήτησέ του ν’ απαγγείλει,/ αν σου δοθεί η ευκαιρία,/ Απαγγέλλει γλυκά./ Με τη φωνή του μόνο/ ηχούν εξαίσια τα Γεωργικά/
(«Σημεία Αναγνώρισης»)
Και να, η γλυκιά απαγγελία του, η Αινειάδα και τα Γεωργικά μου έδωσαν το πρόσωπο.. Ναι ήταν γιος αγροτών, ωστόσο έγινε αριστοκράτης του πνεύματος… Η Γραφή ομορφαίνει… η αποσπασματικότητα έγινε μόδα τον 19ο αιώνα. Ουδέν «λάθος» και όλα καλώς καμωμένα. Το σαρκίο του μόνο έφαγε ο φθονερός Γέρων, όχι το αειθαλές πνεύμα του.
Στο ολιγόστιχο «Αλεξανδρινό τοπίο»
Μάταια λυσσομανούν οι άνεμοι της οίησης/ Σε μονόφυλλα, με αλεξανδρινή μελάνη,/ ακλόνητο στέκει ένα τούβλινο σπιτάκι ποίησης
Τους ξέραμε τους ανέμους του πολέμου ή την επιθετική μανία του δημοτικού «Κυρ Βοριά» που παραγγέλνει νούλω των καραβιώνε να πιάνουνε λιμάνι γιατί θα φυσήξει, ή του αυταρχικού νεότερου «Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ…», ή του «Μικρού…» που «χτυπάει πορτόφυλλα και στο παραθυράκι» ή εκείνου του ερωτικού που κυνηγάει την τρελή ροδιά στις κάτασπρες αυλές ή του άλλου που παίζει ερωτικά μες στα φύλλα και τα κλαδιά· από όλους τους ανέμους έχει ο Αίολος Ελύτης στο ασκί του: /Αυτό που λέμε “σ’ αγαπώ”, στα δέντρα θα το τρίξω/ με τον αέρα να στο πω /και να σου το φυσήξω, ήδη την παρεμφερή εικόνα του μας έδωσε ο Νικολάου με το μότο του «Θα φυσήξω, θα φυσήξω και το σπίτι σου θα ρίξω»… μόνο που αγνοούμε την αληθινή πρόθεσή του. Γιατί άραγε ο Νικολάου επιλέγει ως μότο του το παραπάνω δημοτικό; Τίνος το σπίτι θα ρίξει; της κόρης ή της ψευτοκόρης και αλαζονικής ποίησης, ενώ το μικρό και ταπεινό τούβλινο σπιτάκι -αν είν’ αληθινός ο στίχος- μένει ακλόνητο και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την αλαζονική αλεξανδρινή μελάνη. Και μεταφράζονται τα παραπάνω; Πολυτελείας χαρτί, ωραίο εξώφυλλο, καλή έκδοση εν γένει, η «ιδέα» που έχει ο ποιητής; Από όλα αυτά τι;;;
Ο ποιητής, ο Κωνσταντίνος Νικολάου, διαβάζει άλλους ποιητές, έχει και κανόνα και γνώμονα, ξέρεις τους όρους. Στοχάζεται και φιλοσοφεί πάνω στον χρόνο που παίζει είτε με τη σάρκα είτε με το αίμα, Ξέρει πως το ταλέντο –η γλυκιά φωνή του Βιργιλίου- θα σωθεί στον χείμαρρο των αιώνων που θα πέσουν πάνω της. Γι’ αυτό συχνά θα τον δούμε να αυτοσαρκάζεται διακριτικά, να δείχνει το μετά που δεν μοιάζει με ό,τι είχε φανταστεί πριν, να μετράει την απόσταση της ιδέας από την πραγμάτωσή της, να συγκρίνεται αυτοσαρκαζόμενος με τα μεγάλα μεγέθη, με το «άδικο» τέλος της ζωής μερικών κατά κανόνα καταραμένων ποιητών, οι οποίο έδρασαν «κατά τον δαίμονα αυτών».
Υπέροχη η απομυθοποίηση «Κατά των Υπερρεαλιστών» με όλες τις στροφές να υπακούουν ομοιοτέλευτα στο ύφος και στους μύθους, στο έλος και στους στίχους…
Η «Παρεξηγημένη ποιητική», το «σεμινάριο δημιουργικής γραφής», το ποίημα «Commedia dell’Arte», ο «Τοξικός συνυπαρξισμός»· όλα ποιήματα ποιητικής με κεκαλυμμένες τις απόψεις, από όπου πηγάζει πως όποιος κι αν είναι ο μέντορας, ή το πρότυπο, χωρίς ταλέντο δεν γίνεται τίποτα, χωρίς πνοή, χωρίς ψυχή… Αυτό νομίζω πως απασχολεί τον ποιητή. Μας δείχνει τι του αρέσει αλλά δεν είναι όλα βολετά και η ποίηση, όπως και το θέατρο γίνεται μια ρουτίνα απογοητευτική: Να πιει κανείς ή να μην πιει; Αναρωτιέται ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, παίζοντας Άμλετ μεθυσμένος: Να ζεις κανείς ή να μη ζει, αναρωτιέται ο Άμλετ, ή να πιει ή να μην πιει, για να ζει ή να μη ζει, για να πει; Πάσα απάντηση δεκτή.
Και από το θέατρο μέσα στο Θέατρο περνάμε στο θέατρο στην καθημερινή ζωή.
Μια ενότητα αφιερωμένη στους συναδέλφους, ίσως και γείτονες, υποκριτές, τυπικά εντάξει, αλλά συναισθηματικά απόντες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει, σχεδόν κατάγγελλε ο ποιητής τους αυταρχικούς, τους κακότροπους, τους αλαζόνες, αυτούς που δεν το παίρνουν απόφαση πως επιστροφή δεν υπάρχει. Πάντα ο νους του στον Χρόνο, αυτός είναι ο τελικός κριτής… εκ του αποτελέσματος κρίνεται το κάθε τι, άνθρωπος ή πράξη, να κάτι που λέει ο πάλι ο λαός. Όμως και αυτό είναι δίκαιο; Δίκαιο ή όχι είναι η κατάληξη της κάθε οίησης.
Δεν είναι αμελητέα η μνεία και το απόσπασμα από το Εις Εαυτόν Θ΄(9.14) του Μάρκου Αυρηλίου:
Τα πάντα είναι τα ίδια· συνηθισμένα όσον αφορά στην εμπειρία· εφήμερα όσον αφορά στον χρόνο· ρυπαρά όσον αφορά στην ύλη.
Τα πάντα στις ημέρες μας είναι όπως ήταν στην εποχή εκείνων που έχουμε θάψει εδώ και χρόνια.
Ίδια, συνηθισμένα, εφήμερα, ρυπαρά. Πικρότατη αλήθεια που διασχίζει τους αιώνες.
Τα ποιήματα με ρωμαϊκό περιεχόμενο αποδεικνύουν τα ήδη προηγηθέντα και μάλιστα σε ό,τι αφορά το βασίλειο και τους μνηστήρες του θρόνου.
Ας δούμε και τον «Ταλαντούχο Νέρωνα» που φιλοδοξεί να γίνει μέγας καλλιτέχνης –ποιητής και κιθαρωδός- και τον καμαρώσει η μάνα του…
Ο Νικολάου τελειώνει ένα μικρό στιχούργημα, το οποίο τιτλοφορεί «Σισύφειο», όπου μας λέει ότι όλα βρίσκονται στο μυαλό μας και συγκεκριμένα σε μένα τον αναγνώστη:
Εσύ που με σκέφτεσαι / να σπρώχνω έναν βράχο/ ξανά και ξανά, // ξανασκέψου το.// Σπρώχνω έναν βράχο, ξανά και ξανά,/ επειδή, εσύ/ με σκέφτεσαι/ ξανά / και ξανά.
Με άλλα λόγια μου είπε πως, αν θέλω να νιώσω τι λέει, πρέπει να είμαι ο Ideal reader, αυτός που ξενυχτάει για να πιάσει την ιδέα που αόρατη πετάει γύρω μου…
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρθηκε τόσο πολύ στους αρχαίους που μας θύμισε νεοκλασικό ζωγράφο Σαρλ Γκλαίρ, ο οποίος συμβούλευε τον Μονέ όταν τελειώνει ένα έργο να σκέφτεται «αρχαιοπρεπώς». Και ακόμα, «Η Φυγή των ψευδαισθήσεών» του, έργο του 1843, μας φέρνει πίσω στην «Υψοφοβία» του Νικολάου και συγκεκριμένα στη «θάλασσα των διαψεύσεων», με την οποία αρχίσαμε.
Το καλό παράδειγμα θα το βρούμε πάντα στους προγόνους μας που δεν μας ξεχνούν ποτέ. Και ο Κωνσταντίνος Νικολάου, ένας τίμιος, ειλικρινής ποιητής σπουδασμένος, γιατρός στη Sapienza και βραβευμένος ποιητής από την Ακαδημία Αθηνών, δεν θα μπορούσε να ξεχάσει και της αληθινής και της πνευματικής πατρίδας του τα διδάγματα. Γι’ αυτό ως ογκολόγος έβαλε βαθιά το νυστέρι του στη σάρκα του χρόνου που μας τρώει κάθε μέρα λίγο λίγο. Και από εκεί, κομματάκι κομματάκι, καταφέρνει να κλέβει κάτι από τον αδηφάγο Χρόνο για να ταΐζει την αιωνιότητα· κι αυτό δεν είναι λίγο.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου ο Ταλαντούχος Νέρωνας, σε έργο του John William Waterhouse (1878), είναι γεμάτος τύψεις, επειδή δολοφόνησε τη μητέρα του. Ο Φρόιντ βέβαια είπε μόνο για τον πατέρα, αλλά η ιστορία έδειξε ότι καλό είναι να βγαίνει από τη μέση και η μητέρα… είτε για πολιτική είτε για ποιητική πρόοδο πρόκειται και ο Νέρων ήταν ταλαντούχος και στα δυο.