Κωνσταντίνος Τσεκλένης, φωτογράφος, σεναριογράφος, μοντέρ, κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης, παραγωγός, ποιητής και πεζογράφος. Απού φελά παντού φελά, λέει μια λαϊκή παροιμία για τον άξιο άνθρωπο και ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης είναι άξιος σε όλα όσα λένε οι τίτλοι του. Ανάμεσα στα πολύ σημαντικά του είναι και το Ψηφιακό υλικό που έχει στηριχτεί σε φωτογραφικές και κινηματογραφικές λήψεις οι οποίες προβάλλουν την ομορφιά της Ελλάδας και τον πολιτισμό της από τη μια της άκρη έως την άλλη.
Από την άκρη των ακρώ / κατηφοράει στο Ταίναρο…
Από τη μέση του εγκρεμού στη μέση τ’ άλλου πέλαγου…
δίνει τις συντεταγμένες ο Οδυσσέας Ελύτης.
Το «Κλείστρο» είναι ένα εργαλείο της φωτογραφικής ή της κινηματογραφικής μηχανής που χειρίζεται ο καλλιτέχνης και που, εν ευρεία εννοία, ρυθμίζει ό,τι περικλείει, στην προκειμένη περίπτωση, όχι το φωτογραφικό ή κινηματογραφικό φιλμ, αλλά η ψυχή του. Γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να διασχίσει την Ελλάδα και να επισημάνει πόσα οι ποιητές ήδη είχαν αιώνες τώρα εξυμνήσει. Αυτή, λοιπόν, την Ελλάδα που εκτείνεται από τον βορρά στο νότο, που αναδύεται από νερά πράσινα κι άπατα ως το άπειρο ύψος του ήλιου, αυτή την απλωμένη σαν τρισδιάστατο σταυρό, αυτήν φωτογραφίζει και κινηματογραφεί ο Τσεκλένης. Το Κλείστρο, ή ο φωτοφράχτης του, όπως το αποκαλεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, έχει πολλά να μας αποκαλύψει.
Το βιβλίο που ανέλαβε να μεταποιήσει τις εικόνες σε λέξεις, οι 250, και βάλε, σελίδες του δεν είναι άλλο από μια άλλου τύπου διαφημιστική καμπάνια της Ελλάδας, σε όλα τα επίπεδα. Από την αρχή του βιβλίου ο δημιουργός μας προειδοποιεί:
Πάντα διστάζω πριν πατήσω το κόκκινο κουμπί του κλεί-
στρου. Διστάζω να σταματήσω τον χρόνο, εκεί όπου η στιγ-
μη, ίσως μια έκφραση, ακόμα κι ένα συναίσθημα, μεμιάς θα
γίνουν όλα παρελθόν.
Πάντα περιμένω όταν αποχαιρετώ στιγμές, εποχές και αν-
θρώπους. Ειδικά τους τελευταίους, μέχρι να χαθούν από τη
γωνιά του δρόμου, τη στροφή, τη ζωή κι απ’ τη ζωή σου.
Πάντα περιμένω λίγο ακόμα.
Έτσι, περιμένουμε κι εμείς, οι αναγνώστες του, να δούμε τι έχει απαθανατίσει το Κλείστρο της γραφής του.
Το γράμμα του αποθανόντος παραλήπτη και την απάντηση προς τον άγνωστο αποστολέα (συνεννόηση δια τους ασχέτου, θα έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης ποιητής). Μόνο που ο ποιητής, ο Τσεκλένης δηλαδή, μόνος ονειρεύεται σε μονό κρεββάτι, με το παράθυρο μισάνοιχτο για να μπει η μπουκαδούρα:
Στο παράθυρο μπροστά απ’ τη θάλασσα
βάζω ένα μαύρο βότσαλο
στην άκρη του φύλλου, το παντζούρι .
Το βράδυ τ’ αφήνω πάντα λίγο ανοιχτό
Να πιάσει μπουκαδούρα.
Αυτό το ιώδιο είναι η αύρα σου
μ’ αυτό νοτίζουν τ’ αμίλητα σεντόνια
και το πρωί που ξυπνώ
-τι παρηγοριά-
Μοιάζει σαν να ’χεις μόλις φύγει.
Σκηνοθέτης δεν είπαμε πως είναι; Ε, έστησε το ντεκόρ κι άφησε τον άνεμο να ανασυστήσει την ονειρική πραγματικότητα. Όμως κι από την ανάποδη έρχεται να μας βρει μια ρεαλιστική εικόνα. Εκείνη τον σταματά στο δρόμο, μιλάει μόνη της. Η ιστορία της ζωής της ένα παλιό μελό ή λούμπεν:
«Στους δρόμους τριγυρνώ, μα δεν κοιμάμαι στο πεζοδρόμιο… στο ξενοδοχείο με 2 ευρώ την ημέρα… τους τα δίνω λίγα λίγα… όταν ήμουν πιο νέα, καθάριζα σκάλες». Όταν εκείνος έκανε την κίνηση να της δώσει κάτι εκείνη τον σταμάτησε : «Δεν θέλω χρήματα… να μιλήσω ήθελα».
Απομακρύνθηκε κι έκατσε σ’ ένα πεζούλι
συνεχίζοντας τον μονόλογο παρέα με το σιντριβάνι
σαν σπουργίτι που δεν ενοχλούσε κανέναν.
Κι έτσι στήθηκε ένα άλλο ντεκόρ, με μια περιπλανώμενη ψυχή πίσω από την παραπλανητική επιφάνεια. Και είναι ολοφάνερο πως ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης με το κλείστρο του δεν ελέγχει τα φαινόμενα μόνο αλλά και τα αφανή του κόσμου τούτου. Ανοίγει τα μέσα τοπία του μυαλού και της καρδιάς, βλέπει σκέψεις και ακούει ψυχικούς κραδασμούς:
Ψάχνω το βλέμμα σου στο σελιλόιντ.
Σκάβω βαθιά.
Κάτι είναι θαμμένο εκεί….
Σε τι συνίσταται αυτό το «κάτι»: η «οικογένεια» που της χτυπά το κουδούνι και κανείς δεν ανοίγει, κι όμως «όλοι ισχυρίζονται πως ήταν εκεί». Και βέβαια ήταν, στο σελιλόιντ, στην πινακοθήκη της ψυχής. Όλα περνούν με τον καιρό και όλα ο καιρός τα παίρνει. Και ο ποιητής επινοεί ρόλους, αλλάζει τα νοήματα στις λέξεις και δίνει στο σώμα καραβιού φτιαξιά, «Πλήρης ιστιοφορία. Μεγίστη παπαφίγκους και μαΐστρα» είναι το όμορφο σκαρί που τ’ όνομά του είναι «Έφηβος» και μόλις «καβατζάρισε το ακρωτήρι και χάθηκε στον ορίζοντα», ενώ ένας γέρος του φώναξε: «Όλοι περαστικοί είμαστε: … κι ύστερα χάθηκε κι αυτός».
Κορμί μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
Κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
είπε σε ανάλογη ώρα ο Γιώργος Σεφέρης και ο Τσεκλένης συνεπής με την αρχική του θέση περιμένει μέχρι να χαθούν από τη /γωνιά του δρόμου, τη στροφή, τη ζωή… σαν να ’ναι αυτός ο ίδιος ο «Έφηβος» που τώρα πια δεν είναι.
Στο δεύτερο Μέρος του βιβλίου θα δούμε την ποιητική έκφραση μιας μηχανής. Μυστικά της δουλειάς, πώς να γίνει πιο δραματικό το φόντο, πώς σκηνοθετείται η χήρα να μοιάζει με τη Μάρλεν Ντίτριχ, πώς το γάντι της, πώς το τσιγάρο της, πώς φυσά κι η σκόνη από την τεφροδόχο φεύγει στον αέρα.
Μετά είναι η σκούνα «Νοσταλγία», σκαρί «Δρύινο… να γλιστρά με σιγουριά σε άγνωστα νερά και στον δυνατό βοριά με όρτσα πανιά. Στο ακρόπρωρο έχει μια γοργόνα με την κόμη πολλών καμπυλωτών βοστρύχων. Παραγγελιά απ’ το Γαλαξίδι, στο χέρι σκαλισμένη, όπου αντί για πυρσό βαστά φεγγάρι… Πλωριός, μεγίστη, παπαφίγκοι και μαΐστρες όλα από κάμποτο… με τριπλά γαζιά κι από ελεφαντόδοντο οι μπανέλες. Ξάρτια μακαράδες και σκοινιά…». Μα, αλήθεια για καράβι πρόκειται ή για κόσμημα ή μπιμπελό ή για συλλογή λέξεων που θα τις έλεγες διαμάντια στο πέλαγος της ελληνικής γλώσσας ή μύθους και θρύλους που ταξιδεύουν στη θάλασσα του καιρού; Και πόσες αναμνήσεις και υπενθυμίσεις από κείμενα που κάποτε συναντήσαμε στα σχολικά μας βιβλία ή στα εξωσχολικά μας ή τις εφημερίδες ή στις ειδήσεις ή στην τηλεόραση ή στα σίριαλ ή στις γειτονιές της Αθήνας ή στις αφηγήσεις της γιαγιάς, αποθησαυρισμένες εικόνες, παλιά στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, φαντασιώσεις, όνειρα και πραγματικότητες.
Τι κάνει ο Τσεκλένης με το κλείστρο του; Ο Τσεκλένης μας δίνει ταυτόχρονα αυτόν τον κόσμο τον μικρό και μέγα σε ένα κείμενο με τις άγιες λέξεις που έσωσε στο πεζογραφικό εικονοστάσι του. Φυσικά δεν ξεχνάει φίλους αγαπημένους, ποιητές και πεζογράφους, ονόματα πολλών αγαπημένων, λόγια απλών και άλλων που όλα μαζί συνυφαίνουν το υφαντό της ζωής.
Με άγια χώματα και μύρο
πλάθω τον πηλό
χωρίς αμαρτία
όμως απρόσεκτα χέρια
πάντα με κουβαλούν
και σπάζω.
Και με αυτό το στιχούργημα –Ποιος μιλάει; Εκείνος ή μηχανή του;- τελειώνει αυτό το βιβλίο που άρπαξε από τον χρόνο τα ηνία για να μας οδηγήσει στα αποταμιευμένα του σκληρού δίσκου της εύθραυστης ζωής μας που σαν τρεχαντήρι τρέχει και φεύγει και στρίβει τον κάβο και μας αφήνει πίσω.
Ανθούλα Δανιήλ