Ακινητήστε το: αυτό που δίπλα μας ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα: το Ασύλληπτο
(Οδυσσέας Ελύτης)
Όπως δείχνει ο τίτλος, βρισκόμαστε σε ένα Παράλληλο Σύμπαν, έναν τόπο που υπάρχει αθέατος πλάι σ’ αυτόν που ζούμε και όπου ο συγγραφέας Κώστας Γροσομανίδης βιώνει «Ένα υπαρξιακό οδοιπορικό στη φαντασία μέσα από το πρίσμα της πραγματικότητας».
Αν οι παλιοί παραμυθάδες έπρεπε να δώσουν τις γεωγραφικές και χρονικές συντεταγμένες του παραμυθιού που αφηγούνταν -«μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα μακρινό δάσος» π.χ. συμβαίνει αυτό κι αυτό- αν αργότερα η Αλίκη περιπλανήθηκε στη χώρα των θαυμάτων, αν ο Ιούλιος Βερν ταξίδεψε στα έγκατα της γης στα άπατα της θάλασσας, στο βάθος τ’ άσωτου ουρανού, ο Γροσομανίδης έπλασε απλώς ένα Παράλληλο Σύμπαν, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Ινβερνές, με σύγχρονα επιστημονικά μέσα. Κάπως έτσι πρέπει να είδε και ο αρχαίος Πλάτων τη δική του ιδανική πολιτεία, ανατρέποντας τη σειρά και φέρνοντας τα πάνω κάτω.
Ο ποιητής και θεατρολόγος Κωνσταντίνος Μπούρας, στην εκτεταμένη κριτική του εν είδει Επίμετρου, κάνει λόγο για το φανταστικό στη λογοτεχνία που συνυπάρχει με τη φυγή, χωρίς όμως να είναι ταυτόσημο ή συνώνυμο. «Η χωροχρονική μετατόπιση δεν αρκεί για την «τερατεία» (με την αισχυλική έννοια του όρου, όπως τη διέγνωσε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του)». Η «κριτική» του Κωνσταντίνου Μπούρα είναι μια πλατιά περιπλάνηση στο Παράλληλο Σύμπαν του Κώστα Γροσομανίδη, στην επιστήμη και στον κόσμο της φαντασίας που θα μας καταπλήξει.
Η λέξη Ινβερνές σημαίνει την πόλη στο στόμιο του ποταμού Νες που τη διασχίζει. Δυο τεράστιες πέτρινες πεζούλες, στις όχθες του, χτισμένες με πέτρα από τον 17ο αιώνα, προφυλάσσουν την πόλη από τη υπερχείλιση και τις όποιες ζημιές στα χωριά και στους ανθρώπους. Εκεί κάποτε διέπραξε ο Μάκβεθ τα κατά Σαίξπηρ εγκλήματά του και εκεί, ανάμεσα σε καταπράσινα δέντρα, πάνω στα ψηλά βουνά της Σκωτίας, βρίσκεται το όμορφο Ινβερνές που όμως μαραζώνει. Οι νέοι φεύγουν να σπουδάσουν στο Δουβλίνο ή στο Λονδίνο και δεν γυρίζουν πια. Δεν είναι τόπος για έναν νέο με όνειρα εκεί, παρά μόνο για τους ηλικιωμένους, τους αγρότες ή και για τους αλαφροΐσκιωτους.
Ο Γροσομανίδης, λοιπόν, είναι ένας μοντέρνος παραμυθάς ο οποίος παίρνει τη σκυτάλη από τον αρχαίο του πρόγονο ή από τη γιαγιά θαλασσινή ή θεια Μελισσινή (που θα έλεγε ο Ελύτης) και μεταβάλλει τον κόσμο της φαντασίας σε φανταστικότερο του παρελθόντος. Τώρα πια τα ταξίδια στον ουρανό γίνονται και πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Στη φαντασία ακόμα γρηγορότερα..
Ο Γροσομανίδης, ως αφηγητής βγαίνει μπροστά, σε πρώτο πρόσωπο, και πιάνει το νήμα της αφήγησης από τα παιδικά του χρόνια,. Θυμάται το σκυλί του τον Σαμψών που έτρεχε στα μηχανάκια, τα βιβλία που διάβασε από τα πέντε του χρόνια, το ότι θαύμαζε αυτούς που έκαναν τα μεγάλα ταξίδια, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Χριστόφορο Κολόμβο, το κάπτεν Τζέημς Κουκ, τον Άμουντσεν, αλλά και τους Γκαγκάριν και Άρμστρονγκ που έσπασαν τα σύνορα της γης.
Στον ποταμό Νες πρωτοεμφανίστηκε το τέρας του Λόχνες, το 565 μ. Χ. η πόλη έχει κάστρα και πύργους και όλα όσα επιβάλλει μια μεσαιωνική πόλη· φυσικά, και φαντάσματα. Ο ήρωας σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Πυρηνική Φυσική. Το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε 1853, όπου ο Σερ Κόναν Ντόυλ εμπνεύστηκε τον Σέρλοκ Χολμς και τον Ουάτσον, εκεί και ο ήρωάς μας θα γνωρίσει τα αστέρια και εκεί θα αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι η γη δεν αντέχει κι επομένως οι άνθρωποι θα αναζητήσουν ένα «παράλληλο σύμπαν» για να ζήσουν. Ο ήρωάς μας τώρα πια θα εξερευνήσει τον ουρανό με τα άστρα, τους κομήτες κι ό,τι βρίσκεται εκεί πέρα έξω … μέχρι που έλαβε το σήμα. Οι θεοσεβείς θα θεωρούσαν την «κλήση» εξ ουρανού. Ο ήρωάς μας όμως είναι επιστήμονας και ζητά λογική ερμηνεία. Και να που και τα πιο ανόμοια επικοινωνούν. Κάποιοι εκεί πέρα έξω εξωγήινοι έστελναν σήμα.
Όλο το βιβλίο πια είναι αυτή η εργασία στο παράλληλο σύμπαν, οι καταγραφές, οι συζητήσεις με τους συναδέλφους που διευρύνουν το μυαλό και τα σύνορα του κόσμου μας. Δοσμένος στη «κούρσα κατάκτησης του διαστήματος», συνεργαζόμενος με Ρώσους συναδέλφους, προσπαθεί να αποκλείσει ότι το σήμα δεν ήρθε από κάπου πάνω στη γη. Κεφάλαια, μεγάλα και πολυσέλιδες αναφορές εισχωρούν στα ενδότερα της συγκεκριμένης επιστήμης, στα εργαστήρια, στα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης, στις σχέσεις των κρατών, στα συνέδρια. Τέλος, θα εντοπίσει το σημείο όπου έφτασε το σήμα, με το ραδιόμετρο στο ένα χέρι και την πυξίδα στο άλλο… Τηρουμένων των αναλογιών γίνεται ένας «Στάλκερ» που μέσα σε μια πυκνή βλάστηση αναζητεί το δρόμο προς το σημείο, όπου έφτασε το σήμα από τον ουρανό· συνοδοιπόρος του Αντρέι Ταρκόφσκι. Αναρωτιέται: «Πόσες δεν ήταν οι φορές που είχα ονειρευτεί εξωγήινους, ένα εκτυφλωτικό φως να πλησιάζει αργά το παράθυρο μου» και να :
«Ξαφνικά η βελόνα του ραδιόμετρου άρχισε να χτυπά τρελά αριστερά δεξιά. Γύρισα γύρω από τον εαυτό μου με τα μάτια στραμμένα στο όργανο, όταν μια εκτυφλωτική λάμψη – που δεν διήρκεσε παρά μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου- με ανάγκασε να λυγίσω και να πέσω στα γόνατα»… Όταν συνέρχεται ο κόσμος γύρω του, η γη, τα δέντρα, το χώμα, τα φυτά είναι όλα σε παραλλαγές του μπλε. … «Αναφώνησα “θεέ και Kύριε”».
Υποχρεωτικά εδώ θα κάνουμε στάση. Επιστρέφω στο αφτί του βιβλίου και διαβάζω το σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Αφήνω στην άκρη το ότι γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, ότι είχε κλίση στις θετικές επιστήμες, σπούδασε στατιστική στον Πειραιά, χρηματοοικονομικές επιστήμες στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως ειδικός ερευνητής και έκτακτος καθηγητής στην οικονομετρία. Συγκρατώ το ότι κατάγεται από τη Μυτιλήνη, ότι οι πρόγονοί του ήρθαν από τη Σμύρνη, ότι του αρέσει ο κινηματογράφος και τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας.
Τώρα είναι το δικό μου ραδιόμετρο που χτυπάει τρελά. Με λίγη απόσταση από το συγκεκριμένο, σκέφτομαι τη Μυτιλήνη από όπου κατάγεται και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος έχει εκφραστεί ανάλογα στα ποιήματά του: «Για λίγη λαμπερή στιγμή σχεδόν πουλήθηκα», «από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος» «Θέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε», «Οι πρόγονοί μου οι Αιολείς…». Λοιπόν; Βρισκόμαστε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα περίσταση, όπου ένας σύγχρονός μας συγγραφέας προσηλωμένος στην έρευνά του με θρησκευτική θα λέγαμε αφοσίωση, συναντά έναν μεγάλο ποιητή, ο οποίος κατανάλωσε επίσης τη ζωή του στη μελέτη του θείου μέσα στη ζωή με ποιητικούς όρους. Ο ήρωας του βιβλίου νιώθει την αποκάλυψη, ψηλά σε ένα βουνό –κοινός τόπος, θα μας αντιτείνει κάποιος- αλλά όταν βρεθούν πολλοί κοινοί τόποι αρχίζει κανείς να σκέφτεται την άδηλη σχέση. Γιατί και πάλι στο «Παράλληλο Σύμπαν», στο σημείο που αφήσαμε τον ήρωα –πάνω σε ένα βουνό στην «ερημιά», βλέπουμε έναν Ελύτη στο φόντο, σε ανάλογο τοπίο, να περιμένει κι εκείνος μια άλλου τύπου αποκάλυψη: «κι είπα για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να ’χω να μιλήσω». Τι συμβαίνει λοιπόν; Και οι δύο, ο καθείς και τα όπλα του, βρίσκει εκείνο, το οποίο διακαώς ζητά σε όλη του τη ζωή.
Η συνέχεια θα μας δείξει και άλλες διαισθητικές σχέσεις ανάμεσα στους δύο δημιουργούς. Στου Ελύτη την πρόθεση διακρίνουμε μια βαθιά θρησκευτικότητα, όχι καλουπωμένη, όπως διδάσκεται στις εκκλησίες, και στου Γροσομανίδη την περιγραφή διαισθανόμαστε την πρόθεση του που είναι καθαρά επιστημονική, αλλά η προσήλωσή του στην επιστήμη είναι επίσης θρησκευτική, με τον τρόπο της.
Αυτή η σχέση που επισημαίνω εδώ δεν έχει άλλον στόχο από το να δείξει ότι οι άνθρωποι έχουμε περιορισμένα μέσα για να ανακαλύψουμε τον κόσμο γύρω μας. Οι λίγοι και οι ξεχωριστοί, αυτοί που αγρυπνούν κοιτάζοντας τον ουρανό και προσευχόμενοι στον όποιον θεό να τους καταδεχτεί, αυτοί θα κριθούν ικανοί να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, σε τούτο ή σε κάποιο άλλο σύμπαν· οι λίγοι, οι ξεχωριστοί, οι προσηλωμένοι.
Ο Γροσομανίδης μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις στο έργο του. Θα έλεγα πως μας συμφιλιώνει με τις αντιπαλότητες, μας εξοικειώνει με το παράξενο και απίστευτο, μας κάνει συνταξιδιώτες του στο παράλληλο σύμπαν του. Ναι δεν τα ξέρουν όλα οι άνθρωποι, δεν ερμηνεύονται όλα με τη λογική και είναι νωρίς να για μπορέσουν να το παραδεχτούν.
Η αφήγηση είναι γοητευτική, η γλώσσα ρέει, οι εικόνες παραδείσιες, οι ευκαιρίες που μας παρέχουν οι «σκουληκότρυπες» για να περάσουμε στο «παράλληλο Σύμπαν» υπάρχουν. Ο αναγνώστης μένει με την ευχή ή την απορία: ισχύει ή δεν ισχύει η θεωρία της πολυδιάστατης πραγματικότητας;
«Έβγαλα τα κλειδιά μου και έσπρωξα την εξώπορτα», λέει ο συγγραφέας και μας έρχεται στο νου πάλι ο ποιητής: «Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί / Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη».
Είθε….
Ανθούλα Δανιήλ