Ως και η βρισιά πρέπει να ’ναι αφιλόκερδη για να τη συμπαθήσεις
(Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 276)*
Ο Ιερώνυμος Μπος, ως γνωστόν, ζωγράφισε τέρατα. Διάσημα σήμερα τέρατα που τα κοιτάζουμε και απορούμε: Μα τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης με όλα αυτά; Πώς τα συνέλαβε η φαντασία του; Τι έχει μέσα στο μυαλό του και, κυρίως, μέσα στην ψυχή του; Τι δαίμονες κουβαλάει και έστησε στον καμβά τέτοια συμπλέγματα και τέτοιες τερατογενέσεις;
Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.
Ο Καζαντζάκης έλεγε πως η Καθολική Εκκλησία, για να τρομάξει και να κρατήσει τους πιστούς με το ζόρι κοντά της, γέμισε τις μεγάλες πόρτες των εκκλησιών με τέρατα. Τέτοια γλυπτά- τέρατα – κοσμούν και τη μεγάλη θύρα και το γείσο της Νοτρ Νταμ και άλλων γοτθικών ναών…
Λέγεται πως κάποτε ο Λασκαράτος περπατούσε στον δρόμο και κάποιος του πέταξε κέρατα από το μπαλκόνι του. Ο λογοτέχνης γύρισε, τον κοίταξε και τον ρώτησε: «γείτονα χτενίζεσαι;». Σε άλλη εκδοχή τα κέρατα τα βρήκε στην πόρτα του. Κι εκείνος ξέροντας τον αποστολέα πήγε και του αντιπροσέφερε τριαντάφυλλα με ένα σημείωμα: «ό,τι του περισσεύει προσφέρει ο καθείς». Και ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει ότι την «ύβρη μόνο με άνθη θα μου δινότανε να την πολεμήσω» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 22).
Στα στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα στενά φρουρούς τους Ζέφυρους Θα στήσω
Τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε! …
(Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη», Ψαλμός Α΄)
«Το “άγχος” και ο “δαιμονισμός” δεν πιάνουν, κατά τη γνώμη μου στο δέντρο της γλώσσας» (Aνοιχτά Xαρτιά, σελ. 242) λέει ο ποιητής και εννοεί την ελληνική γλώσσα που δεν αντέχει το στοιχείο maudit. Πιάνουν όμως στη γλώσσα πολλών άλλων και στο δέντρο της ζωγραφικής, επίσης, όταν η παρόρμηση των δημιουργών δεν είναι να απωθήσουν ή να εξουδετερώσουν και να ξορκίσουν το κτήνος που έχουν μέσα τους, αλλά να το θρέψουν και να το μοστράρουν στο φως.
Περπατώντας κάποτε ο Ελύτης με τον Ζαν Ζενέ στα στενά της Πλάκας – εκείνον τον καιρό διάβαζε Πλάτωνα και λίγο πριν είχε διαβάσει Αρθούρο Ρεμπώ- έφερε στο νου του ένα επεισόδιο: «“Ah! Le con!” μου φώναξε … ο Jean Genet στην Αθήνα, και μάλιστα μια νύχτα Μεγάλης Παρασκευής, καθώς περνούσαμε τα στενά της Πλάκας και αναρωτιόμασταν αν στα ίδια αυτά μέρη κυκλοφορούσε πριν από αιώνες κι ο φιλόσοφος … “Ah! Le con!”…» και συνεχίζει ο Ελύτης, αφήνοντας αμετάφραστη τη βέβηλη φράση του Γάλλου συνοδοιπόρου «και δεν μπορούσε να μιλήσει αλλιώς … η Δύση και στις καλύτερες στιγμές της, και στις πιο επαναστατικές, εστάθηκε αριστοτελική. Όχι ότι δε λειτουργούσε μέσα της το αισθητήριο του υπερβατικού, απεναντίας. Αλλά πάντα και μόνον εδώθε, ποτέ και καθόλου εκείθε απ’ την Κατάρα…» (Aνοιχτά Xαρτιά, σελ. 321).
Αυτά κατέγραψε ο ποιητής και συνεχίζει: Η ελληνική φύση, «φύση με προσωπικότητα είναι η Αντιποίηση στο Τερατώδες» είναι ο δρόμος που οδηγεί στο θαύμα «ώστε σε τελευταία ανάλυση το θαύμα που θα επιτελέσει ο άνθρωπος να μην είναι απάνθρωπο. Να μην είναι η συντριβή του Θεού η θέωσή του» (Α. Χ. σ. 325).
Στην Εθνική Πινακοθήκη όμως έλαβε χώρα η απόπειρα για το «απάνθρωπο θαύμα», το αντίθαμα, με άλλα λόγια, η ύβρις ένθεν και ένθεν, το θαύμα από την ανάποδη, κοινώς. Γιατί το θαύμα, για το οποίο μιλάει η ποίηση, το θαύμα στο οποίο προσβλέπει ο άνθρωπος, ο πιστός αλλά και ο μη πιστός, χάνει τη θέση του στα έργα που έθιξαν το αίσθημα της θρησκευτικότητας του βουλευτή που βιαιοπράγησε εναντίον της Τέχνης. Ο Θεός να την κάνει Τέχνη, βέβαια…
Πριν δω τα έργα, περί ων ο λόγος, τα οποία αναρτήθηκαν στους τοίχους της ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΣ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ (έχει σημασία ο χώρος, ο επιθετικός προσδιορισμός, ο τίτλος και το όνομα), πριν λοιπόν τα δω όπως επίσης αναρτήθηκαν μεν, αποκαθηλώθηκαν δε, θυμήθηκα τη ρήση του Γιώργου Σεφέρη, «Η αυτονομία της Τέχνης είναι αξίωμα». Ο καλλιτέχνης μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Και ο επισκέπτης της Πινακοθήκη πρέπει να μείνει βουβός μπροστά σ’ αυτό που βλέπουν τα μάτια του και δεν αντέχει η συνείδησή του;
Και βέβαια συμφωνούμε όλοι με το «αξίωμα», αλλά και χωρίς να είμαι φανατική Χριστιανή, η μανία της αποκαθήλωσης με τάραξε εξίσου με το αποκαθηλούμενον. Διότι η πράξη δεν δείχνει άνθρωπο με ελεύθερο πνεύμα, αλλά κολλημένο σε κάποια ιδέα, ιδεολογία ή ό,τι άλλο, και καταπιεσμένον τόσο, ώστε, όταν ζορίστηκε βλαστήμησε τα ιερά και τα όσια, ο ένας, και την Πινακοθήκη ο άλλος. Και οι δύο ύβρισαν. Η ύβρις διεπράχθη ένθεν κακείθεν… Ο μεν πρώτος διότι δεν τα πιστεύει (και γιατί δεν τα αφήνει στην ησυχία τους;), ο δε δεύτερος επειδή τα πιστεύει… Ο πρώτος ζωγράφισε μια σαχλαμάρα και της έβαλε το ασήμωμα της Παναγίας για να την αναβαθμίσει σ’ αυτό που δεν πιστεύει και να το απομυθοποιήσει. Θα κρέμαγε αυτό το ρηξικέλευθο έργο πάνω από το κρεβάτι της μάνας του, του πατέρα του, της κόρης του, της εγγονούλας του;;;
Ίσως βέβαια να πιστεύει πως με αυτά τα έργα βοηθάει την κοινωνία να ξυπνήσει και γίνει καλύτερη. Ή πάλι μπορεί να παριστάνει τον διάβολο στο καρναβάλι… και τώρα που τελείωσε το καρναβάλι τι του απομένει; Ο θόρυβος γύρω από το όνομά του! Αυτό απομένει, διότι και η αρνητική διαφήμιση κι αυτή καλή είναι…
Ο Πικασό όταν ζωγράφισε το άλογο, τον ταύρο και τη γυναίκα, την ασχήμια του βίαιου πολέμου, στη Guernica, δούλεψε με τα ανάλογα. Η τέχνη μιλάει με σύμβολα και αλληγορίες. Ο δικός μας καλλιτέχνης ξέχασε τις αλληγορίες και πήρε τα ιερά πρόσωπα και τα τερατοποίησε…
Στη δική μας παράδοση το φως πρέπει να είναι «το μυστικό που κράτησε το χέρι του ποιητή ή του καλλιτέχνη, να μη βλαστημήσει ποτέ τη ζωή και να μην τερατολογήσει… να δοκιμάσει τον υπερθετικό βαθμό … κατά την κατεύθυνση του αγαθού και του κάλλους» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 36).
«Να ποιο είναι το κοινό γνώρισμα που χαρακτηρίζει το γένος των ποιητών (και εν γένει των καλλιτεχνών): η διάστασή τους με την τρέχουσα πραγματικότητα», λέει ο ποιητής, μόνο που ο σημερινός καλλιτέχνης δεν πήρε την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά την άλλη την υπερβατική, τη διαχρονική, τη συνυφασμένη με όλη μας της υπόσταση και την τερατοποίησε.
Βέβαια, η ζωή είναι δύσκολη, οι διαμαρτυρόμενοι είναι πολλοί και καλά κάνουν, αλλά ξεσπούν πάνω σε πρόσωπα που δεν επιτρέπεται να αγγίξουν. Εδώ και αιώνες τώρα έχει διαμορφωθεί και κατακυρωθεί ένας ομοιόμορφος ψυχισμός από τη Χριστιανική Θρησκεία. Ο καλλιτέχνης κόντρα σε όλους και όλα προσπάθησε να ανατρέψει πράγματα που δεν ανατρέπονται. Ο βουλευτής αποκαθήλωσε τις εικόνες όχι τις ιδέες και ο καλλιτέχνης κατασπατάλησε το ταλέντο του (αν έχει) για να κάνει τον κόσμο να στρέψει με αποτροπιασμό το πρόσωπό του. Να δείξει στον καθημερινό άνθρωπο που αγωνίζεται να επιβιώσει για να δει μιαν άσπρη μέρα, όπως λέει ο λόγος, και αντί για άσπρη μέρα είδε τον διάολο με τα κέρατά του να του δείχνει την Κόλαση. Με πιο απλά λόγια, μας αδίκησε όλους, ασέβησε απέναντι στα ιερά πρόσωπα και ενόχλησε τους πάντες. Όλα έγιναν με πρόθεση.
«Ω ναι, σε έσχατη ανάλυση, η γλώσσα ήταν ήθος». Και το ήθος της ελληνικής γλώσσας, θέλω να πιστεύω, και της ελληνικής ψυχής αποστρακίζει όλων των λογιών τα βόλια από τον ελληνικό ουρανό. (βλπ. Ανοιχτά Χαρτιά, σ. 317). Λέγε εσύ ποιητή. Και προφήτης υπήρξες και μάντης και vates… και η τέχνη έγινε ο κοντός, το κοντάρι, για να υψώσουν τη σημαία της ασχήμιας όσοι από την ασχήμια εκκινούν και σ’ αυτήν καταλήγουν. Όσοι προσπαθούν σαν σε ταινία θρίλερ ή γκραν γκινιόλ να μας τρομάξουν, όσοι παίζουν τον ρόλο του μπαμπούλα φορώντας μια μάσκα.
Το τι συμφορά έχει συμβεί με την προσβολή ιερών προσώπων στη Γαλλία το έχουμε δει… Επομένως ας αρκεστούμε σε αναλογίες τερατογενέσεων και ας αφήσουμε έξω την Παναγία –σύμβολο πάσχουσας μητέρας που ξέρει ότι ρομφαία θα την διαβεί – και το θείο βρέφος που γεννήθηκε για να διορθώσει τα στραβά του κόσμου ή έστω για να φέρει ελπίδα. Πλήρωσε με τη Σταύρωσή του την ελπίδα και την αγάπη που δίδαξε στον κόσμο. Από την άλλη εκείνος ο Τροπαιοφόρος Άι Γιώργης που σκότωσε το δράκοντα, αυτόν που είχε πρώτα πρώτα μέσα του, μέσα μας, από εκεί αρχίζει η επανάσταση, από το μέσα μας, ο Αι Γιώργης σκοτώνει τον δράκο όμορφος και αγνός σαν τον Δεξίλεω τον καβαλάρη, που ιππεύει ακόμα στον αρχαίο Κεραμεικό.
Ο καλλιτέχνης που ανάρτησε στην Πινακοθήκη τον Αι Γιώργη του δεν θα πρέπει να είχε τον όμορφο Δεξίλεω ως πρότυπο, αλλά τον βρικολακιασμένο Κωνσταντή από την παραλογή «Του νεκρού αδελφού», αλλά και πάλι ο Κωνσταντής ήταν λεβέντης που και νεκρός τήρησε τον ιερό του όρκο στη χαροκαμένη. Ο Κωνσταντής ο λεβέντης με τα ξανθά του τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι… Λοιπόν, από πού άντλησε η φαντασία του καλλιτέχνη; Από τα προσωπικά του αποθέματα, προφανώς. Με διαστρεβλωμένο μάτι είδε τις εικόνες στο αρνητικό τους, από τον αντίθετο τους πόλο. Αδιαφορώντας για την ιστορία της Τέχνης και τη μακρά παράδοσή της, αγνοώντας ότι ακόμα και ο Πικασό ζωγραφίζει τον θάνατο σαν ωραίο και ευγενικό Μινώταυρο, όπως λέει ο Ελύτης και που από το μάτι του τρέχει ένα δάκρυ, όπως λέει ο Νταλί. Ο καλλιτέχνης μας πρέπει να φέρει βαριά ψυχική κληρονομιά, να έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη για να βγάζει από την ψυχή του τέρατα. Ας ελπίσουμε πως αφού τα βγάλει όλα κάποτε θα ηρεμήσει και το πρόσωπό του θα γίνει πονεμένο και λυτρωμένο, αθώο και γεμάτο απορία σαν εκείνου του δαιμονισμένου αγοριού στην ευαγγελική περικοπή και στην ταινία του Τζεφιρέλι.
Η Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, είναι η κιβωτός της εθνικής μας κληρονομιάς, περιλαμβάνει έργα της νεότερης ζωγραφικής μας, έργα που έχουν διακριθεί συχνά στα παρισινά Salon, έργα σαν εκείνον τον Χριστό του Κωνσταντίνου Παρθένη ή τα άλλα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και τόσων σπουδαίων δημιουργών που σέβονται την παράδοση και κρατούν άξια τη λάμπα που δείχνει την πορεία και τη διαδοχή.
Και για να θυμίσουμε κάπως την ιστορία που φαίνεται πως έχει λησμονηθεί, η Εθνική Πινακοθήκη δημιουργήθηκε από το κληροδότημα του νομικού και φιλότεχνου Αλεξάνδρου Σούτσου, ο οποίος το 1896 άφησε με διαθήκη την περιουσία του και τη συλλογή του από 107 έργα στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών». Η Πινακοθήκη λειτούργησε το 1900, με πρώτο Διευθυντή της τον Γεώργιο Ιακωβίδη, που ήρθε από το Μόναχο. Στα 107 έργα του Σούτσου προστέθηκαν και άλλα που προέρχονταν από τις συλλογές του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου και έτσι έφτασαν στο σύνολο τα 258.
Μια μικρή πολύτιμη κληρονομιά ήταν η μαγική μαγιά που σήμερα έχει εμπλουτιστεί, ώστε να έχουμε στο ωραιότερο σημείο της Αθήνας, πάνω από νερά του Ιλισσού, στην Πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής, στο τρίστρατο των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Μιχαλακοπούλου ένα λαμπρό Μουσείο, που με την επέκτασή του και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, χάρη στην οικονομική βοήθεια από το Ίδρυμα Νιάρχος, μπορούμε να καυχηθούμε ότι η Πινακοθήκη μας είναι εφάμιλλη των άλλων μεγάλων Μουσείων, κι εμείς υπερήφανοι και καμαρώνουμε.
Στους τοίχους του κρέμονται ο Λύτρας, ο Γύζης, ο Παπαλουκάς και σταματώ εδώ γιατί δεν μπορώ να αριθμήσω τους πάντες. Με ένα διπλό συναίσθημα δέους και συγκίνησης για όλα εκείνα τα οποία την οραματίστηκαν οι δημιουργοί της, κοιτάζω την ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ και ένα αίσθημα ντροπής έρχεται γιατί η Διεύθυνσή της, ο «Ιακωβίδης» του σήμερα, επέτρεψε να φιλοξενηθούν εκεί έργα παράταιρα, ασεβή και βέβηλα, με συνέπεια τα συνακόλουθα έκτροπα. Άλλοι να εκμεταλλεύονται πολιτικά το γεγονός, άλλοι να το παίζουν ελευθερόφρονες και ως έχοντες δικαίωμα να προσβάλλουν όλους τους άλλους που δεν συμμερίζονται τις ιδέες τους περί ελευθερίας στην Τέχνη.
Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε κάποια γκαλερί να φιλοξενήσει τέτοιου είδους έργα; Ήταν ανάγκη να μπουν στην Εθνική Πινακοθήκη και να ρεζιλευτούμε πανελληνίως και παγκοσμίως; Νιώθω απέραντη ντροπή για όλους εκείνους που έχουν τα έργα τους στην Εθνική Πινακοθήκη και που πρέπει ο Θεοτοκόπουλος, ο Λύτρας, ο Γύζης, ο Παρθένης να συναγελάζονται με τα καλικαντζάρια; Γιατί, ας το επαναλάβουμε, για να το εμπεδώσουμε: πρόκειται για την ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ και όχι για κάποια εναλλακτική, γκαλερί, όπου ο κάθε πειραματιζόμενος προβάλλει την ιδιοτροπία του. Δικαίωμά του, βέβαια, αφού η Τέχνη είναι αξίωμα (όταν είναι Τέχνη βέβαια) και εν πάση περιπτώσει, αφού τόσο σκληρά χτυπάει το σύστημα και αποκαθηλώνει θεούς και μύθους γιατί να θέλει να μπει εκεί που κατοικούν οι θεοί και μύθοι;
*Οι παραπομπές στα Ανοιχτά Χαρτιά, γίνονται στην έκδοση του Ίκαρου, 1982.
Ανθούλα Δανιήλ