Συντομογραφημένο μήνυμα, αναλυμένο σε είκοσι εφτά ποιήματα, μας στέλνει η Λία Σιώμου από την άλλη ήπειρο, τη μακρινή Αμερική, με τη νέα ποιητική της συλλογή Ωσεί άνθος του αγρού. Η ποιήτρια, έφτασε εκεί, όπου καταφεύγουν πολλοί άνθρωποι για καλύτερη ζωή, επιστήμονες για περαιτέρω έρευνα, επιστημονική γνώση και καριέρα. Και εκεί ζει πάνω από εξήντα χρόνια, εις την ξένην, όπως λέει ο Ανδρέας Κάλβος. Όμως όσα και αν έζησε στον ξένο τόπο, όση επιστημονική κατακύρωση και μεγάλη καριέρα κι αν έκανε, δεν ήταν αρκετά για να ξεχάσει την ελληνική φωνή μέσα της, την εγγεγραμμένη στο ελληνικό DNA της. Δεν αρκούν εξήντα χρόνια για να ξεθωριάσει το αίσθημα. Αντιθέτως, αντί να ξεθωριάσει, έχει θεριέψει…
Κι αυτή η συλλογή, όπως και όλες οι προηγούμενές της, όλες εκδόσεις από τον εμβληματικό Οίκο Ελευθερουδάκη, αποτελεί το λεκτικό αποτύπωμα μιας βαθιάς συγκίνησης που ζει και καίει μακριά από την πατρίδα, την όμορφη Αττική, που τρέφεται με την παράδοση την ελληνική και σε κάθε βήμα μέσα στο βιβλίο θα τη βρούμε. Θα βρούμε δηλαδή, το ελληνικό τοπίο, την αγωνία γι’ αυτό που ονομάζουμε μοίρα, αποστολή, αυτό που θα ολοκληρώσει την φθαρτή ανθρώπινη ύπαρξη μας, που δίνει νόημα στην ανούσια ρουτίνα την καθημερινή, που τραγουδάει το δικό της τραγούδι, στη δική της μουσική, και εμφανίζεται σε κάθε στροφή, σε κάποια κρυφή πτυχή, στο ποίημα και στην ψυχή. Θα βρούμε μέσα στα ποιήματά της, την Ελλάδα που μετοίκησε στην Αμερική.
Γιατί αυτό που κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα για έναν άνθρωπο που έζησε την ενήλικη ζωή του και συνεχίζει μακριά από την πατρίδα, χωρίς να ξεχνάει τη ρίζα του, είναι η ελληνική ψυχή του, αυτό προβάλλει Ωσεί άνθος του αγρού. Ναι, η Λία Σιώμου είναι το άνθος του αγρού που ανθίζει σε ξένο λιβάδι, με θέα τον ωκεανό. Δεν μας ξεγελούν τα αμερικανικά τοπωνύμια… μετάπλαση ελληνικών είναι.
Η ποιητική συλλογή απαρτίζεται από τρεις ενότητες. Η πρώτη με έξι ποιήματα, η δεύτερη με εφτά και η τρίτη με δεκατέσσερα.
Στο πρώτο πολύστιχο ποίημα, με τον τίτλο «Πάρε με μαζί σου», η Λία Σιώμου επικοινωνεί με το ιδανικό άλλο, του οποίου αναζητεί την βοήθεια όπως από παλιά είχε. Θεός, ή άγγελος Κυρίου ή αγαπημένος σύντροφος ή ο απροσδιόριστος Εκείνος προς τον οποίο τείνει και που δεν ξέρει, δεν ξέρουμε, αν έχουμε την επιζητούμενη εύνοια. Ο τίτλος μας θυμίζει την Σονάτα του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου με εκείνη την εμβληματική γυναίκα που επανελάμβανε «Άφησέ με νάρθω μαζί σου», αλλά τελικά μάλλον δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι της.
Η ποιήτρια θυμάται τα παλιά, τον περίπατο στη λίμνη πλάι του, το δρόμο που τη χωρίζει από Εκείνον, κάτω από το σεληνόφως, όλα σε μια, θα λέγαμε, ρομαντική παρουσία του αφανούς, απόντος, που, ωστόσο, είναι πανταχού παρών, αν και το φάσμα του όλο και απομακρύνεται, αποξενώνεται… Όμως δεν φταίει εκείνος, εκείνη φταίει που δεν θέλει να το πάρει απόφαση πως οι δρόμοι τους είναι ξεχωρισμένοι… κι εκείνος στη βάρκα φεύγει…
Πάρε με μαζί σου, στη βάρκα / που ήρεμα διασχίζει/ της λίμνης τα κρύα νερά./ Τα κουπιά τόσο αθόρυβα,/ τα νερά τόσο ατάραχα /Κι εσύ τόσο αόρατος, τόσο/ απαθής σε όλα./Ατενίζεις τον Χάροντα […] Στολισμένη βάρκα/ που σε παίρνει / στην πέρα ακρολιμνιά/ γύρισε και δες με,/ για στερνή φορά /Θα σ’ ακολουθήσω…/με μόνο να το πεις … /Μακριά…
Ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει σ’ αυτό το ποίημα, όπως φαίνεται και από το ανωτέρω απόσπασμα, ότι η ποιήτρια έχει αξιοποιήσει όλα τα παραδοσιακά αρχαία ελληνικά τελετουργικά, δείχνοντας πόσο γραπωμένη είναι η καρδιά στην ξενιτιά από αυτά. Θυμάται ότι με τη βαρκούλα παίρνει το δρόμο για την ξενιτιά η «Ξανθούλα» του Διονυσίου Σολωμού, με βάρκα γενικώς αναχωρούν για τον Κάτω Κόσμο οι άνθρωποι, για βάρκα και βαρκάρη μιλά ο Λουκιανός, με βάρκα καταφθάνει να συναντήσει τον θάνατο στη Βενετία ο ήρωας του Τόμας Μαν. Ναι. Σε ένα τοπίο με βάρκα, ήρεμα νερά, αθόρυβα κουπιά, κι εκείνος αόρατος και απαθής· όλα αν και υπαινικτικά, γίνονται φανερά.
Πέρα από αυτά που παραπέμπουν σε θλιβερά και δυσάρεστα, υπάρχουν και τοπία θαλερά και χαρούμενα. Ο νους της όμως δεν σταματά στην επιφάνεια, αλλά πηγαίνει πίσω απ’ αυτήν, αναζητώντας το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, αυτό το μυστήριο που είναι διαρκώς μπροστά της, στης λίμνης τα νερά, στο βαρκάκι, στα φύλλα των δέντρων που αλλάζουν χρώμα –οίαπερ φύλλων γενεή τοιάδε και ανδρών έχει πει ο Όμηρος- βλέπει την πορεία της ζωής στο μονοπάτι που ανοίγεται μπροστά της δίπλα στις ιτιές που θρηνούν, στα ανεμοδαρμένα της λίμνης βούρλα –ποιος δεν αναγνωρίζει εδώ τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη από τον «Βασιλιά της Ασίνης», ποιος δεν βλέπει το ποτάμι εκείνου σαν τον δρόμο της ζωής που βλέπει η Σιώμου; Μόνο που η Σιώμου λόγω ειδικών σπουδών ξέρει να διακρίνει τη μοίρα του ανθρώπινου σαρκίου στα μικρόβια στα κύτταρα και όχι μόνο στου νου τους λαβυρίνθους.
Το θέμα του ανθρώπινου προορισμού, λοιπόν, το μετά, έχει πρωτεύουσα θέση στη ποίηση της.
Στη δεύτερη ενότητα των ποιημάτων της με τίτλο «Και ουχ υπάρξει» συνεχίζει το διάλογό της με τις σκιές… φαντάσματα …π’ ακολουθούν τις μέρες της ζωής μου. Το βλέμμα της έλκεται από τα ορατά, αλλά ξαναπιάνει εκείνον που φεύγει, τον φωνάζει να καθυστερήσει λίγο, αλλά εκείνος φεύγει, ψυχρός στις ικεσίες της…
Πάρε με μαζί σου εκεί, / στη βάρκα που σιωπηλά κυλάει / στην πέρα όχθη. /
Ήρεμα τα νερά και τα κουπιά /ούτε ακούγονται
Ο δρόμος αυτή τη φορά είναι «Προς Εμμαούς» και είναι ολοφάνερη η έγνοια της ποιήτριας γι’ αυτή την οδό. Το ποίημα αυτό όπως και όλα ένα ζητούμενο έχουν. Είναι το γνωστό αλλά αναπάντητο ερώτημα στους αιώνες: Και μετά τι; Τι γίνεται μετά τον θάνατο; Μόνο ο Ιησούς έχει βαδίσει προς Εμμαούς. Η ποιήτρια δεν το διατυπώνει κραυγαλέα τα ερωτήματά της, όμως όλες οι εικόνες με τη βάρκα πάντα νεκροστολισμένη στον βαθύ ωκεανό για το ίδιο πράγμα λένε.
Τα χρόνια τρέχουν. Το παλιό σπίτι «Στις ακτές του Chesapeake», εκεί που κάποτε αντηχούσαν γέλια αγάπης και χαρές, είναι πια μόνο. Από παντού όμως ορμούν μνήμες παλιάς ευτυχίας, ευωδιές από το αγιόκλημα και τα πεύκα, τα όστρακα του Chesapeake, η παλιά κουβερτούλα, οι ανθισμένες αζαλέες, οι κρανιές, οι ροδιές, ηλιαχτίδες θαμβωτικές. Αυτά μαζί με άλλα πολλά κατεβαίνουν με χειμαρρώδη λόγο και διεκδικούν την καρδιά της. Μνήμες ελληνικές που διαπλέκονται με τις αμερικανικές, δείχνοντας ότι όπου γης πατρίς και ο θάνατος παντού ίδια συμπεριφέρεται
Θυμήσου, θυμήσου καρδιά μου / τ’ άσπιλα όνειρα της νιότης
Και εκεί που οι αναλαμπές φωτός στήνουν χορό γύρω της, εκεί έρχεται σαν παλιρροϊκό κύμα η θλίψη να της θυμίσει πως είναι μόνη στο έρημο σπίτι με τα φαντάσματά της· Αφόρητη, πικρή, Ανείπωτη αλήθεια.
Στην τρίτη ενότητα «Ως στρουθίον μονάζον», θα βρούμε πάλι όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης της Σιώμου. Τίτλοι όπως «Μη με λησμόνει», αλλά και σε άλλοι επαναφέρουν τη φωνή τής κατασταλαγμένης σοφίας, τα «Ανέμου λόγια».
Στο καταλυτικό ερώτημα «Πού έδυ σου το κάλλος» έχει έναν μακρύ κατάλογο να παραθέσει με όλα τα δεινά που ο χρόνος μάζεψε στο λεπτό κι άλλοτε ανθηρό σαρκίο της/ σαρκίο μας· κοινή γαρ η τύχη. Σαν να ετοιμάζει τις αποσκευές για το ταξίδι, Την κούρασε αυτός ο κόσμος, δεν τον αντέχει πια. / Καιρός για αναχώρηση.
Συχνά οι τελευταίοι στίχοι ενός ποιήματος γίνονται οι αρχικοί του επόμενου κι έτσι το ποίημα αποτελεί τη συνέχεια του προηγούμενου και κρίκο αλυσίδας που συνέχει όλη τη συλλογή.
Θυμήσου / υπάρχει ένα μονοπάτι να πάρεις…/ [..] Δίπλα στη λίμνη, ανάμεσα στις ιτιές που θροΐζουν τη λύπη τους […υπάρχει ένα μονοπάτι που πρέπει/ τώρα να διαβείς…/
έτσι τελειώνει το ποίημα «Το όνειρο» και παρομοίως έτσι αρχίζει το επόμενο «Τα νερά της λίμνης»»: Υπάρχει ένα μονοπάτι που πρέπει να πάρεις…/δίπλα στη λίμνη, ανάμεσα στις ιτιές που κλαίνε/ σαν ο άνεμος μ’ ορμή τις χτυπά/
Οι στίχοι, οι τίτλοι, τα σπαραγμένα λόγια στη μνήμη μιας καλά παγιωμένης θρησκευτικής πίστης ξεπερνούν τα όρια της αρχαίας παράδοσης και εισβάλλουν στη νέα θρησκεία, συνηγορώντας υπέρ του ότι ο άνθρωπος είναι ένας, ένας και ο θάνατος, και είναι οι εικόνες που τον αποδίδουν πολλές.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι παλιάς και νέας τεχνοτροπίας. Με ομοιοκαταληξία, φανερή, αφανή, ανύπαρκτη, με εσωτερικό ρυθμό, με βηματισμό του στίχου σαν το αόρατο κι ανάκουστο καρδιοχτύπι. Κι αν δεν ακούγεται το καρδιοχτύπι το προδίδουν το «χάραμα» και η «χάρη» τ’ ουρανού, τα «χαλάσματα» με κείνο το σερνάμενο ανάμεσα στους στίχους «χι» που υποβάλλει το μήνυμα της αναπόφευκτης παρουσίας του Χάρου. Κι ο άνεμος ανέμισε μακριά με τα δικά μου μηνύματα και προστάγματα:
Κοίτα…. Κοίτα και μη ρωτάς/ Η φύση, η ζωή είν’ όμορφη./ Και μη ρωτάς, και μη συζητάς
Ναι είναι όμορφη και μία και μοναδική για τον καθένα μας όσο η ζωή μας διαρκεί, σε κάθε στιγμή, σε κάθε πτυχή θριαμβευτική, σε κάθε εποχή. Δίνει το σοφό της παράδειγμα.
Η Λία Σιώμου έχει λάβει το μήνυμα. Ως ποιήτρια το ήξερε από πάντα, μ’ αυτό πλέκει τις σκέψεις της στους στίχους της… Όσο για το αν είναι Καιρός για αναχώρηση κανείς δεν ξέρει πότε είναι ο καιρός· κι αυτά τα ποιήματα, γραμμένα σχεδόν όλα πριν από είκοσι χρόνια το αποδεικνύουν… Αποδεικνύουν πρώτον πως δεν μας λογαριάζει πια ο καιρός, αυτό το είπε ο Ελύτης όταν ήταν νεαρός και ο Σεφέρης είπε ότι ο ποιητής ένα θέμα έχει: το σαρκίο του· κι αυτός το είπε όταν ήταν επίσης νεαρός…
Η Σιώμου, ως ποιήτρια τον νιώθει τον καιρό στο δικό της σαρκίο, όπως όλοι μας… Ωστόσο, όλοι εδώ είμαστε και γράφουμε ωραία ποιήματα έτσι για να γλυκάνουμε αυτό που μένει να υποστούμε.
Η Λία Σιώμου με τον τίτλο της συλλογής της Ωσεί άνθος του αγρού αυτό ήθελε να μας πει. Είμαστε όλοι άνθη του αγρού που «σαν λουλούδι κάποιο χέρι /θα μας κόψει μιαν αυγή», όπως λέει ο λαϊκός τραγουδιστής που αποφεύγει τα υπονοούμενα του ποιητή… Τώρα πια διαβάζεται καθαρά και το εξώφυλλο: ο πίνακας του ζωγράφου και εικονογράφου Γιώργου Κόρδη, αφιλοκερδής προσφορά στην ποιήτρια, γνήσιος απόγονος των μεγάλων εκείνων που έβαλαν τη θεότητα σε όλες τις μορφές στη βάση της τέχνης τους. Η Παναγία, Μητέρα, Φύση, Γη, Πατρίδα, παραδοσιακή και μοντέρνα, μέσα σε ένα ένθεο περιβάλλον. Σαν να πύκνωσε όλα τα νοήματα σε μια εικόνα. Η μάνα Φύση, Γη σαν Παναγία κι εμείς παιδιά της στην αγκαλιά της…
Κι έτσι οι στίχοι της Λίας Σιώμου, σαν ρυάκι, κελαρύζουν γλυκά και τρυφερά. Και ο λόγος ο πικρός γίνεται γλυκός, παραμυθητικός, μας γεμίζει με γαλήνη, ηρεμία και αποδοχή. Διδάσκει την υπομονή, μιλάει, με τη σοφία εκείνου που ξέρει πώς έτσι έχουν τα πράγματα και η τάξη δεν πρόκειται να διαταραχτεί.