Το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη Οι Δωσίλογοι διανύει την 6η έκδοσή του και βρίσκεται στην 27η χιλιάδα αντιτύπων, για την ώρα. Είναι ένα βιβλίο γροθιά στο στομάχι. Η Εισαγωγή του ανοίγει με το σχόλιο δημοσιογράφου στην εφημερίδα Ελευθερία, ο οποίος κάνει λόγο για μια δίκη από τις πιο βρωμερές «που έχουν αφήσει ποτέ με τη δυσοσμία τους μέσα στην ατμόσφαιρα της Αθήνας. Ξαναζήσαμε τις χειρότερες ώρες της κατοχής. Όχι της γερμανικής […] Μιλάμε για την ελληνική κατοχή […]Μιλάμε για την Ασφάλεια».
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη «δίκη συνεργατών του κατακτητή, έπειτα από αυτή των κατοχικών κυβερνήσεων, που έγινε στο Ειδικό δικαστήριο (Δωσιλόγων) Αθηνών τον Οκτώβριο του 1945. Ήταν η δίκη της ηγετικής ομάδας της Ειδικής Ασφάλειας της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής». Και με τον όρο «ελληνική κατοχή» ο δημοσιογράφος αναφερόταν στην κλιμάκωση του φαινομένου συνεργασίας με τον κατακτητή, η οποία είχε ξεκινήσει με τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανικών Αρχών Κατοχής στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά και πολύ πριν από τα Τάγματα Ασφαλείας. Η αρχή είχε γίνει με τους Έλληνες στρατηγούς της πρώτης κυβέρνησης πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας και τη στρατιά επιχειρηματιών και άλλων τυχοδιωκτών της κυβέρνησης Τσολάκογλου – στη συνέχεια Λογοθετόπουλου και έπειτα Ράλλη- που με μια μακρά σειρά δηλώσεων στις εφημερίδες, διαταγές, εγκυκλίους και νομοθετικά διατάγματα νομιμοποίησαν την παράνομη συνεργασία του κρατικού μηχανισμού με τους κατακτητές. Έμποροι, βιομήχανοι, εφοπλιστές, εργολάβοι, πολιτικοί μηχανικοί, πανεπιστημιακοί, ιερείς, δάσκαλοι, Δήμαρχοι, δικαστικοί, συνδικαλιστές έδιναν την εντύπωση πως η συνεργασία ήταν μονόδρομος και όλοι αποτέλεσαν κρίκο στην αλυσίδα των δεινών, χρησιμοποιώντας την πείνα του λαού, την ώρα που οι ίδιοι μπορούσαν να αγοράζουν και να πωλούν στη μαύρη αγορά, πλουτίζοντας και αυτοί και η Γερμανική αρχή. Και αυτοί ήταν πάρα πολλοί και όχι μειοψηφία.
Το γεγονός αυτό δίχασε την ελληνική κοινωνία. 50.000 ακίνητα πουλήθηκαν για να εξασφαλιστούν τα χρήματα και να αγοραστούν τρόφιμα. Οι επιχειρηματίες που διαδραμάτισαν ρόλο τότε, συνέχισαν και στην μεταπολεμική Ελλάδα. Όμως ο διχασμός αυτός προηγήθηκε του άλλου με τη δημιουργία των αντιστασιακών οργανώσεων.
Μόνο τον τελευταίο μόνο χρόνο της Κατοχής εκτελέστηκαν στην Αττική 970 άτομα που τα περισσότερα είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί από τις ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας. Ο κατάλογος των συνεργατών είναι χείμαρρος, όπως μέγας είναι και ο αριθμός των βίαιων θανάτων και εκτελέσεων.
Το έγκλημα της συνεργασίας δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Το κράτος δεν απέδωσε δικαιοσύνη. Η πλειοψηφία των Δωσιλόγων που κατηγορήθηκαν, αθωώθηκε και έτσι το έγκλημα της συνεργασίας εξαφανίστηκε. Οι αριθμοί που καταθέτει ο συγγραφέας είναι καταδεικτικοί, Από τα 20.000 άτομα τιμωρήθηκαν με μικρές ποινές μόνο 300. Και το ελληνικό κράτος, με την πολιτική της σιωπής, και η δικαιοσύνη, σαν μηχανισμός ατιμωρησίας, σχεδόν εξαφάνισε το γεγονός.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας καταδικάζοντας με βαρύτατες ποινές όσους συμμετείχαν στο ΕΑΜ, ποινικοποιώντας την Αντίσταση και απαλλάσσοντας του συνεργάτες, έσβησε το στίγμα. Η αναγνώριση της Αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ, το 1982, ουσιαστικά του ΕΑΜ, γράφει ο Χαραλαμπίδης, «αποκατέστησε τη δικαιοσύνη και συνέβαλε καθοριστικά στην επούλωση των τραυμάτων που προκάλεσε ο βαθύς διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, ενσωματώνοντας το ΕΑΜ και τους ανθρώπους του στο εθνικό αφήγημα», ωστόσο «η συνεργασία με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα ταμπού».
Αυτά στην Εισαγωγή του βιβλίου, το οποίο αναλύει το φαινόμενο σε τρία μεγάλα Μέρη με πολλά κεφάλαια και υποκεφάλαια που από την ανάγνωση και μόνον των τίτλων τους έχουμε τη ραχοκοκαλιά του όλου. Η συνεργασία έχει τρεις μορφές: πολιτική, οικονομική, ένοπλη που σαν συγκοινωνούντα δοχεία επικοινωνούσαν και δραστηριοποιούνταν .
Ανθολογώ για την περίσταση: «Η μακρόχρονη πολιτική της σιωπής … είχε επίπτωση στην ανάπτυξη της ιστορικής έρευνας». «Η καταστροφή αρχείων είχε στόχο να διαγραφούν τα ίχνη της συνεργασίας». Παραμένει ακόμα κλειστό το Αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών. Τα δικαστικά αρχαία είναι μια πολύ καλή βάση για έρευνα. Οι πηγές είναι πολλές και το φαινόμενο σύνθετο.
Στις 30 Απριλίου 1941, ο πρωθιερέας του Ναού Αγ. Γεωργίου Καρύτση ορκίζει την κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο Τσολάκογλου πρότεινε μόνος του κυβέρνηση συνεργασίας με τους Γερμανούς, εφόσον η προηγούμενη κυβέρνηση «ετράπη εις φυγήν» και έτσι «απώλεσε την νομιμοποίησίν της, διότι εγκατέλειψε τον ελληνικό λαό σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική στιγμή», οπότε οι Γερμανοί δεν έπρεπε να θεωρούνται εχθροί αλλά φίλοι του ελληνικού λαού και η συνεργασία μαζί τους δεν ήταν προδοσία.
Η κυβέρνηση των συνεργατών δεν προστάτεψε τον λαό από τη λεηλασία, τη μαύρη αγορά, την πείνα, δεν απείλησε ότι θα παραιτηθεί για να αναγκάσει τους κατακτητές να ενδιαφερθούν για το ζήτημα του επισιτισμού.
Και οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις έστελναν εργάτες στη Γερμανία, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για εργασία μέσα σε άθλιες εξοντωτικές συνθήκες. Στις12 Απριλίου έγινε η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Για παρόμοιες περιπτώσεις, οι ποινές ήταν: φυλάκιση λίγων μηνών το 1932 επί Βενιζέλου, μερικά χρόνια εξορίας το 1938 επί Μεταξά, εκτελεστικό απόσπασμα επί Τσολάκογλου το 1942. 13 άτομα εκτελέστηκαν για συνδικαλιστική δράση στη Εταιρεία Υδάτων. Τη μεγάλη εξέγερση του λαού τον Μάρτη 1943, ο Λογοθετόπουλος παρουσιάζει την ως «επιδρομή βανδάλων με στόχο το πλιάτσικο». Ο Ράλλης, που διαδέχεται τον Λογοθετόπουλο, ποινικοποιεί την αντιστασιακή δράση με ποινή θανάτου και στο κέντρο της δράσης βάζει τον αντικομμουνισμό, με στόχο του την εξόντωση των κομμουνιστών. Έτσι, ο Ράλλης κατάφερε να συνενώσει όλες τις πολιτικές παρατάξεις προκειμένου να τις ενώσει εναντίον του κομμουνισμού, δημιουργώντας όμως έναν νέο διχασμό και στρέφοντας τα όπλα εναντίον του ΕΑΜ πριν όμως απειληθεί από το ΕΑΜ. Ο συγγραφέας υπολογίζει ότι θανατώθηκαν από τις δυνάμεις Ασφαλείας μόνο στον Νομό Αττικής περί τα 2.300 άτομα.
Τα Ελληνικά Σώματα Ασφαλείας δολοφονούσαν εν ψυχρώ, χωρίς καμία επίπτωση και κανείς δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί για οτιδήποτε·
κλοπή, αρπαγή λιρών, εκβιασμό. Τα Όργανα της Χωροφυλακής συνεργάζονταν με καζίνα, χαρτοπαιχτικές λέσχες, ναρκωτικά, ιδιοκτήτες καϊκιών, μεταφορείς προϊόντων. Επίσης έκλεβαν κοσμήματα και πράγματα από τα σπίτια στα οποία έμπαιναν για έρευνα, έδερναν, πυροβολούσαν μέσα στα σπίτια και στα καταστήματα, φυλάκιζαν και χρηματίζονταν για να αποφυλακίσουν κρατούμενο. Η Χωροφυλακή είχε στελεχωθεί με άτομα ακόμα και του ποινικού Δικαίου χωρίς έλεγχο καταλληλότητας, στους κόλπους της. Μετά τον πόλεμο, 400 από τους 1.370 εγγεγραμμένους πράκτορες στην Ειδική Ασφάλεια, παρέμειναν στη θέση τους.
Το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, το ξενοδοχείο Κρύσταλ και δεκάδες άλλοι τόποι φυλάκισης, το Χαϊδάρι, η Καισαριανή, η Κοκκινιά επελέγησαν για βασανισμό, όπου οι βασανιζόμενοι διαπομπεύονταν, οι τραυματισμένοι πυροβολούνταν στο κρόταφο και οι ετοιμοθάνατοι χλευάζονταν. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες, χωρίς νερό, λουτρό, επισκεπτήριο, η φάλαγγα, ο ραβδισμός, το βγάλσιμο των νυχιών, η σύνθλιψη του κρανίου με μεταλλικό στεφάνι, έτσι ώστε να «πεθάνουν» πριν εκτελεστούν. Οι άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας χρησιμοποιούσαν τα βασανιστήρια ως σαδιστικό τελετουργικό θανάτωσης…
Η Ομάδα Γιαννάκου στον Πειραιά συνελάμβανε άτομα και τα παρέδιδε στους Γερμανούς που τα εκτελούσαν. Οι Μακελάρηδες του Παρθενίου εισέβαλαν στο σπίτι του σιδηροδρομικού Χρήστου Ρίστα, τον πυροβόλησαν στο στήθος, δύο άλλοι τον άρπαξαν και τον έσερναν στο δρόμο, βρίζοντας χυδαία. Πέθανε, μία μέρα μετά, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο.
Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν τέσσερα. Τα μέλη επιλέγονταν με πολύ αυστηρά κριτήρια με κυριότερο τον αντικομμουνισμό. Εξοπλίστηκαν από τις Γερμανικές Αρχές, ενώ ο υπουργός Εσωτερικών Ταβουλάρης ανέθεσε τη διοίκησή τους στον απόστρατο συνταγματάρχη Βασίλειο Ντερτιλή αναβαθμίζοντάς τον σε υποστράτηγο. Ο Ντερτιλής ήταν τυχοδιώκτης, είχε σχέσεις με τον υπόκοσμο και διατηρούσε οίκο ανοχής. Οι πληροφορίες είναι καταιγιστικές οι λεπτομέρειες ανατριχιαστικές
Το βιβλίο συμπληρώνει εκτεταμένη ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, κατάλογο πηγών και κυρίως ό,τι γράφεται τεκμηριώνεται.
Στη Συνεργασία των κατοχικών κυβερνήσεων με τους κατακτητές αποδίδει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης και το διχαστικό κλίμα από το 1944 μέχρι το 1974. «Το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα έδωσε άφεση αμαρτιών σε όσους συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. … Η συνεργασία με τον κατακτητή έχει χαραχτεί στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Και αν το κοιτάξουμε καλά αυτό το σημάδι, θα διακρίνουμε πάνω του να σχηματίζεται η λέξη αδικία».
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, ερεύνησε τις πηγές με μεγάλο αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορική αλήθεια και χρέος προς τους αδικημένους. Η φωτογραφία του εξωφύλλου τεκμήριο ασφαλές και πικρό.
Ανθούλα Δανιήλ