Το έργο δέχτηκε τις προσαρμοστικές επιδράσεις του σκηνοθέτη αλλά και των δύο πρωταγωνιστριών Κ. Κλίμη – Β. Αγουρίδα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν της Μπέτυς Λυρίτη. Στην όλη διαδικασία έπαιζε βιολί η Άρτεμις Κουκουράκη.
Ο σκηνοθέτης σχολιάζει: «Όταν φτάσει η ώρα της μετάβασης μας για ένα άλλο επίπεδο, η ζωή μας όπως έχουμε από αναφορές περνάει μπροστά μας σαν μια ταινία. Εκείνη τη στιγμή ίσως θα μπορούσαμε να βρούμε έναν πραγματικό συμπορευτή, έναν αγαπημένο φίλο που βρίσκεται και αυτός στην ίδια κατάσταση. Η ελπίδα ότι υπάρχει μεταφορά κάποιων δεδομένων μετά τον θάνατο δίνουν αξία στη ζωή ΚΑΙ ίσως έτσι να συμβαίνει».
Ο συγγραφέας προσθέτει και εκείνος τη δική του διευκρινιστική πινελιά: «Ως συγγραφέας σπεύδω να διευκρινίσω πως πρόκειται για συρραφή-δραματοποίηση δύο παράλληλων μονολόγων που έγραψα ‘‘κατά παραγγελίαν’’ για δύο φίλες ηθοποιούς, αξιοποιώντας (ως πρώτη ύλη) το βιωματικό τους υλικό που μου εμπιστεύτηκαν.
Ο έμπειρος σκηνοθέτης και καταξιωμένος θεατράνθρωπος Δημήτρης Κοντοδήμος ανέλαβε την δραματουργική επεξεργασία και ‘‘συγκόλληση’’ των δύο ανεξαρτήτων κειμένων μου. Η φιλική σχέση των δύο πρωταγωνιστριών (τής Κατερίνας Κλήμη και της Βαρβάρας Αγουρίδα) συνετέλεσε στην αισθητική, υφολογική και ρυθμολογική ομογενοποίηση τού τελικού παραστασιακού αποτελέσματος. Φυσικά, λόγω νομικής ‘‘συγκρούσεως συμφερόντων’’ δεν είμαι σε θέση να κρίνω το δικό μας συν-δημιούργημα.
Μπορώ όμως από καρδιάς να καταθέσω δυο λόγια:
Το θεατρικό μου έργο Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ κάθε Τετάρτη στις 8μμ στο ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΚΜΗΝΗ για τους πάσχοντες συνανθρώπους μας που ΜΕΘίστανται βιώνοντας δύσκολες καταστάσεις. Οι καλλιτέχνες με άπειρη ενσυναίσθηση δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Αξίζουν την επιβράβευση τής συνδημιουργικής ενεργητικής συμμετοχής σας. Το χειροκρότημα αθρόο και θερμό».
Και τώρα ο θεατής έχει τον λόγο. Σε έναν χώρο υπαινικτικό για όσα θα συμβούν, όσο υπαινικτικό μπορεί αν είναι ένα χειρουργείο στο οποίο ακούγεται ψυχρά επαγγελματική από τα μεγάφωνα η φωνή του γιατρού, ενώ οι δύο γυναίκες καρκινοπαθείς, μέσα στον λήθαργο της νάρκωσης ίσως, ή λίγο πριν από αυτήν, ενόψει του επικειμένου, ανακεφαλαιώνουν τη ζωή τους. Το τι βάσανα έχει η μία και τι η άλλη, ποιες περιπέτειες ζωής, ποιους έρωτες, ποιες ματαιώσεις, ποιες ιστορίες. Όλα σιγά σιγά ρέουν όπως και οι στιγμές, όπως και ο θόρυβος του καρδιογράφου που μετράει τους χτύπους της καρδιάς, πριν καταλήξει στην ισοπεδωτική τελική ευθεία.
Οι δύο ηρωίδες, φορούν εκείνες τις χαρακτηριστικές ρόμπες χειρουργείου, τις οποίες βγάζουν για να αφηγηθούν τη ζωή τους και τις ξαναφορούν στο τέλος, για να χωρίσουν. Ωστόσο, της μιας το κατακόκκινο φόρεμα από κάτω και της άλλης το ανοιχτόχρωμο γκρίζο τόνιζαν το είδος της ζωής τους. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης οι δύο γυναίκες αναπτύσσουν τον δικό της μονόλογο η καθεμιά, αλλά υπογείως και διακριτικά επικοινωνούσαν σαν να συμμετείχαν σε διάλογο. Γιατί όλοι οι άνθρωποι, όποια και αν είναι η ζωή τους, στο τέλος βρίσκονται στην ίδια μοίρα. Πρόκειται βεβαίως για την δημοκρατία του θανάτου, της μόνης δημοκρατίας όπου όλοι οι άνθρωποι, παρά τις όποιες άλλες διαφορές τους, είναι ίσοι.
Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Μπούρας έχει στη διάθεσή του ένα πολύ πλούσιο διακείμενο, το οποίο βρίσκει τον τρόπο να αξιοποιεί στο θεατρικό του κείμενο, να το εμπλουτίζει με προσωπικά βιώματα, με σχόλια που έρχονται από το μακρινό αρχαίο παρελθόν μας, όπου έχει τον ρόλο της και η νύξη στο Σπήλαιο του Πλάτωνα και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη με την αναφορά στον Άι Σώστη, στο μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Και ο Καβάφης επίσης συμμετέχει υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν είμαστε σε θέση παρά την επιφάνεια των πραγμάτων να επηρεάσουμε. Οι θεοί, και ας γκρεμίσαμε εμείς τους ναούς τους, κατοικούν ακόμη τη γη της Ιωνίας. Οι θεοί δεν είναι πέτρες, ξύλα, κεραμίδια. Είναι οι ριζωμένες ιδέες μέσα στο μυαλό και από εκεί επηρεάζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Οι θεοί δεν πεθαίνουν όπως και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε δεν ξεχνιούνται:
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, /γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,/ διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί./ Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,/σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη./ Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο/ την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των· / και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,/ αόριστη, με διάβα γρήγορο,/ επάνω από τους λόφους σου περνά («Ιωνικόν»).
Ακόμη, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε χωρίς να σχολιάσουμε εκείνα τα διακριτικά ψελλίσματα του βιολιού που έπαιρνε τη φράση από τον λόγο και την ταξίδευε στη μουσική. Η βιολονίστα τριγύριζε ανάμεσα στις δύο ηρωίδες σαν να ήταν αόρατη, κρατώντας την παγκόσμια αρμονία του κόσμου στις χορδές του βιολιού της …Ήτανε μια φορά μάτια μου/ κι εάν καιρό /μια όμορφη Κυρά αρχόντισσα/ να σε χαρώ/ Μια μικροπαντρεμένη/ κόρη ξανθή … ενώ η μοίρα ξετύλιγε το δικό της κουβάρι ερήμην της μικρής ξανθής αρχόντισσας Κυράς.
Λένε πως ο άνθρωπος λίγο πριν από τον θάνατό του ξαναφέρνει μπροστά στα μάτια του σαν σε κινηματογραφική ταινία όλη την προηγούμενη ζωή του. Αυτό, ας πούμε ότι συνέβη και εδώ.
Όσο για το περίεργο και εφιαλτικό σκηνικό, εκείνες τις τρεις μαύρες μακρόστενες κατασκευές στο έδαφος, που μοιάζουν σαν τάφοι, σαν σκεπασμένα νεκρά σώματα, σαν μια δύσκολη ζωή γεμάτη καταχωνιασμένες μνήμες που αποκαλύπτονται στην αρχή από τις δύο ηρωίδες όσο μιλούν – βιβλία και άλλα παλιά αντικείμενα- για να ξανακαλυφθούν οριστικά κάτω από τα μαύρα σεντόνια σαν αυλαία που θα καλύψει πάλι όλα εκείνα που για λίγο ήρθαν στο φως, βγήκαν στο προσκήνιο, έκαναν το θόρυβό τους, όπως θα έλεγε και ο Μάκβεθ και θα χαθούν στο μαύρο χάος της αβύσσου στο τέλος…
Εδώ μας δίνει ίσως δύναμη η αγέρωχη φωνή του Ανδρέα Κάλβου.
Δεν με τρομάζει πάθος / Κανένα· εγώ την λύραν/ Κτυπάω και ολόρθος στέκομαι/ Σιμά εις του μνήματός μου/ Τ’ ανοικτόν στόμα (Ευχαί ΙΗ΄).