You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μια βόλτα στη Μεγάλη Βιέννη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.  5 Ιανουαρίου 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Μια βόλτα στη Μεγάλη Βιέννη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.  5 Ιανουαρίου 2024

Οι πάντες έχουμε συνειδητοποιήσει ότι δεν νοούνται Χριστούγεννα και  Πρωτοχρονιά χωρίς συναυλία και Βιέννη. Οι τυχεροί ταξιδεύουν μέχρι την σπουδαία και λαμπερή αυστριακή πρωτεύουσα για να δουν τη μυριοστολισμένη πόλη, για να απολαύσουν τα λαμπερά παλάτια της, τις όπερες, τους κήπους, τα χρυσά αγάλματα του Στράους, τον ωραίο γαλάζιο Δούναβη που αιώνες τώρα κυματίζει στο γνωστό ρυθμό του βαλς, να μπουν στο περίφημο παλάτι Μπελβεντέρε με τα έργα τέχνης και να δουν το συναρπαστικό  «Φιλί» του Κλιμτ, να επισκεφτούν  το  πανάκριβο Πράτερ, να περιδιαβάσουν στα σοκολατοπωλεία που μοιάζουν με κοσμηματοπωλεία, να χορτάσουν τα μάτια τους ομορφιές και ο ουρανίσκος  γευστικές προκλήσεις, να πιουν οπωσδήποτε μια ζεστή σοκολάτα βιεννουά ή ένα αρωματικό κρασί, κυρίως όμως να παρακολουθήσουν από κοντά, μια συναυλία, αυτήν που βλέπουμε στη τηλεόραση, στην οποία όλοι περιμένουν εναγωνίως  τον επίλογο, να παιχτεί επιτέλους το Radetzky Mars, πιο διάσημο και από τον Blue Danau τον Ωραίο γαλάζιο Δούναβη ή Τα κύματα το Δουνάβεως,  όπου ο μαέστρος θα τους κατευθύνει πότε να χτυπούν παλαμάκια, συμπληρώνοντας την διάσημη πια παρτιτούρα με τη ζωική και ενθουσιαστική συμμετοχή τους. Η εμπειρία θα πρέπει να είναι μοναδική!

Ωστόσο, και εμείς που δεν πήγαμε στη Βιέννη δεν μείναμε αλειτούργητοι. Ήρθε η Βιέννη σε μας. Διότι, ως γνωστόν, η λιτή Αθήνα είναι επίσης στολισμένη και ωραία εις σμικρόν, αλλά είναι. Και φυσικά είναι πλούσια με μια παλαιά Λυρική Σκηνή στο θέατρο Ολύμπια που μετονομάστηκε σε Μαρία Κάλλας, με μια αστραφτερή στο Φάληρο στο Ίδρυμα Νιάρχος και ένα απαστράπτον Μέγαρο  Μουσικής Αθηνών στην αγκαλιά της Βασιλίσσης Σοφίας, στην καρδιά της Αθήνας και στη δική μας.

Εκεί απολαύσαμε  τρία θαυμάσια έργα –και πoιο δεν είναι θαυμάσιο άλλωστε; – σε ένα ταξίδι σχεδόν τριών ωρών, με προορισμό τον 18ο αιώνα, συγκεκριμένα, που μας πήγε κατευθείαν στο Πρόγραμμα της 5η Ιανουαρίου 2024 για να ακούσουμε και να απολαύσουμε, χρονολογική  σειρά, τρεις αυστριακούς μουσουργούς, τον Χάυντν, τον Μότσαρτ και τον Σούμπετ στα εξής έργα :

  1. Γιόζεφ Χάυντν (1732-1809), Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε ρε μείζονα, Hob.XVIII: 11
  2. Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791), Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, αρ. 24 σε ντο ελάσσονα, Κ 491
  3. Φραντς Σούμπερτ (1797-1828), Συμφωνία αρ.9 σε ντο μείζονα, D. 944 «Μεγάλη».

Στο πιάνο και για τα δύο κοντσέρτα κάθησε ο Μιχαήλ Πλεντιόφ και την Κρατική μας Ορχήστρα διηύθυνε ο Φιλίπ Ωγκέν.

Κοιτάζοντας τις χρονολογίες γεννήσεως, βλέπουμε ότι ο πρώτος γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, ο δεύτερος μόλις πέρασε τη  μέση κι ο τρίτος προς το τέλος. Και οι τρεις, με ελάχιστη χρονική απόκλιση,  άφησαν αθάνατο το στίγμα της τέχνης τους, καθένας με τη δική του εκδοχή του μουσικού θαύματος.

Ο Γιόζεφ Χάυντν δουλεύει στο τσέμπαλο τις συνθέσεις του. Αλλά εκεί γύρω στα 1780, το πιάνο, που έχει πρόσφατα ανατείλει,  θα απωθήσει τον πρόγονο ευγενικά στην άκρη για ιστορικές μόνο εκτελέσεις και θα πρωταγωνιστήσει στον αιώνα του αλλά και στους επόμενους. Γι’ αυτό το όργανο, λοιπόν, το πιάνο, ο μέγας μαΐστορας του κλαβιέ στην Αυλή του πρίγκιπα Εστερχάζυ, αποφάσισε για να το τιμήσει και να αναδείξει τις δυνατότητές του, να συνθέσει το  Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε ρε  μείζονα. Με τη σύνθεσή του ασχολήθηκε από το 1779 έως το 1783 και έγινε ένα από τα πιο διάσημα και δημοφιλή κοντσέρτα, πράγμα που αποδεικνύεται και από το ότι εκδόθηκε σε πέντε χώρες  από οχτώ διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους.

Είναι εδώ όπου σολίστας και ορχήστρα αναπτύσσουν νευρώδεις διαλόγους, κεντρίζουν το αίσθημα του κοινού,  γοητεύουν και τέλος ένα ωραίο ροντό τσιγγάνικης καταγωγής ρίχνει έξυπνες χιουμοριστικές πινελιές. Ζωηρό το πρώτο μέρος (vivace), λίγο αργό το δεύτερο (um poco adagio) και ξεφαντωτικό το τρίτο (allegro assai).

 

Ο  Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ  θεωρούσε τη Βιέννη «τόπο του πιάνου». Από το 1781 που ήρθε στη Βιέννη και μέχρι το 1786 συνέθεσε έντεκα κοντσέρτα μ’ αυτό το υπέροχο όργανο που καταγοήτευε με τις δυνατότητές του το βιεννέζικο κοινό. Τα έξι από αυτά τα κοντσέρτα γράφτηκαν μέσα στο 1784 και ήταν οι φάροι προβολής του έργου του Μότσαρτ αφενός, και της δεξιοτεχνίας του στο πιάνο αφετέρου. Σε μία περίοδο μεγάλης ακμής σε όλα τα πεδία της καλλιτεχνική ζωής, ο Μότσαρτ έγραψε τρία κοντσέρτα για πιάνο τον χειμώνα του 1785 με 1786, ενώ παράλληλα δούλευε πάνω στην όπερα Οι γάμοι του Φίγκαρο. Το Κοντσέρτο σε ντο ελάσσονα που ακούσαμε στο Μέγαρο έχει καταχωριστεί στον προσωπικό κατάλογο του Μότσαρτ στις 24 Μαρτίου 1786 και εκτελέστηκε, για πρώτη φορά ενώπιον κοινού, με τον ίδιο στο πιάνο αλλά στη διεύθυνση της Ορχήστρας, δύο εβδομάδες μετά, στις 7 Απριλίου. Ο Μότσαρτ συνέθεσε συνολικά είκοσι εφτά κοντσέρτα για πιάνο από τα οποία μόνο δύο είναι σε ελάσσονα τονικότητα, το Κοντσέρτο σε ρε Κ. 466, και το Κοντσέρτο σε ντο  αρ. 24, Κ. 491.

Αυτή η τονικότητα χαρακτηρίζεται από έχει έντονη δραματικότητα, πάθος και τραγικότητα, πράγμα που είναι διακριτό και στα τρία μέρη του κοντσέρτου, ειδικότερα όμως στο πρώτο και τρίτο μέρος. Και αυτός είναι ο λόγος που έκανε και τον Μπετόβεν να το θαυμάσει. Κι ακόμα το κοντσέρτο διακρίνεται για τον συμφωνικό χαρακτήρα του, αλλά  και για την πιο εκτεταμένη ορχήστρα που ο Μότσαρτ χρησιμοποίησε ποτέ, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στα ξύλινα πνευστά. Το τέλος του είναι σαρωτικό και συγκλονιστικό ανάλογο του τι προηγήθηκε. Allegro (γρήγορο),  larghetto (θλιμμένο), allegretto (λιγότερο γρήγορο)…

 

Ο Φραντς Σούμπερτ έκλεισε τη βραδιά με  τη Συμφωνία αρ. 9 σε ντο μείζονα, D. 944  την οποία ονόμασε «Μεγάλη» για να ξεχωρίζει από τη «Μικρή» σε ντο μείζονα, αρ. 6. Η υπόθεση των χρονολογήσεων των Συμφωνιών του Σούμπερτ είναι κάπως προβληματική. Πάντως οι μουσικολόγοι συνυπολογίζοντας πολλά έφτασαν στο συμπέρασμα πως η Συμφωνία αρ.9  γράφτηκε το 1825, τον καιρό των διακοπών του.  Όταν την ολοκλήρωσε, τον Οκτώβριο του 1826,  έστειλε την παρτιτούρα στον Σύλλογο «Φίλων Μουσικής», της Βιέννης. Στην αρχή η αίσθηση δεν ήταν πολύ ενθουσιαστική. Ο Σούμπερτ πέθανε το 1828. Έντεκα χρονιά μετά, όμως, όταν ο Ρόμπερτ Σούμαν επισκέφτηκε τον Φέρντιναντ, αδελφό του Σούμπερτ και είδε την παρτιτούρα, την πήρε και την πήγε στον Μέντελσον. Εκείνος, στις 21 Μαρτίου 1839, την διηύθυνε για πρώτη φορά με την Ορχήστρα Gewandhaus της Λειψίας. Ένα χρόνο μετά ο Σούμαν έγραψε ένα ιστορικό άρθρο προβαίνοντας με μεγάλη ευστοχία στην ανάλυσή της… και καταλήγει: «στο τέλος παραμένει πάντα μια γλυκιά γεύση, σαν αυτή που βιώνουμε μετά από το τέλος μίας θεατρικής παράστασης με νεράιδες ή μάγους. Υπάρχει πάντα η αίσθηση ότι ο συνθέτης ήξερε απόλυτα τι ήθελε να πει και πώς να το πει, καθώς και η πεποίθηση, ότι το νόημα θα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο με το πέρασμα του χρόνου». Κάποιες ομοιότητες με την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν δεν μπορούν να μην σχολιαστούν.  Αν μη τι άλλο, δείχνουν καθαρά τη συνέχεια της μουσικής από τον ένα μεγάλο δημιουργό στον άλλο.

Στο πιάνο ήταν ο διεθνώς γνωστός Ρώσος μαέστρος, συνθέτης Μιχαήλ Πλετνιόφ και στη Διεύθυνση της Ορχήστρας, την μπαγκέτα κρατούσε  ο Γάλλος Φιλίπ Ωγκέν, από τους πλέον καταξιωμένους αρχιμουσικούς παγκοσμίως.  Με ένα πλουσιότατο βιογραφικό και οι δύο, μας κατέπληξαν και μας έκαναν να νιώσουμε ότι είμασταν  κι εμείς εκεί, στη Βιέννη του τότε, αλλά και του σήμερα. Απομένει να εκφράσουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στον καλλιτεχνικό Διευθυντή της Ορχήστρας κ. Λουκά Καρυτινό, στον κ. Τίτο Γουβέλη για τα εμπνευσμένα κείμενα στο Πρόγραμμα και την κυρία Αλίκη Φιδετζή την υπεύθυνη έκδοσης.

 

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.