You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μιχάλης Α. Μελετίου – Η Αντιπολεμική Ποίηση του Μάριου Μιχαηλίδη  Εκδ. Νίκας 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Μιχάλης Α. Μελετίου – Η Αντιπολεμική Ποίηση του Μάριου Μιχαηλίδη Εκδ. Νίκας 2024

Μάνα μου ανατολικά της Ατάλειας Βόρεια της Λευκωσίας

                           μιαν αγωνία που ζήσαμε

 

θα έλεγα πως αυτοί οι στίχοι καθώς και ένα διήγημα του Μάριου Μιχαηλίδη στη γερμανική εφημερίδα Ελληνική Γνώμη, στις 7 Μαΐου 2013 συνιστά την καλύτερη απάντηση στο θέμα της αντιπολεμικής στάσης του. Ο τίτλος του διηγήματος είναι «Ποντίκια στον κάδο», αλλά αν και το ονομάζει διήγημα είναι ποίημα και μάλιστα το πιο αντιπολεμικό, το οποίο δημοσιεύεται σε χώρα «εχθρική», με εκείνους «που επράξαν το κακό», στη χώρα μας, όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο…, και το κακό είναι τα εγκλήματα εναντίον του ελληνικού λαού και όλης της Ευρώπης και της ανθρωπότητας γενικά.

Από αυτό το διήγημα, λοιπόν,  αποσπώ ένα μέρος, όπου ο ποιητής Μάριος Μιχαηλίδης μιλάει αφενός για την εποχή που ερχόταν το καμιόνι και εκτελούσε στην πλατεία τους Έλληνες αγωνιστές και στη συνέχεια πάει στον Ρίτσο· διαβάζω:

 

«-“Βέβαια… ο Ρίτσος άσκησε κριτική στο κόμμα. Το λέει ξεκάθαρα στην “Απόγνωση της Πηνελόπης”. Στάσου. Πώς το λέει… Άκου λοιπόν. “Αυτόν περίμενα είκοσι ολόκληρα χρόνια;” Κατάλαβες; Ρωτά η Πηνελόπη για τον Οδυσσέα, ρωτά και ο Ρίτσος για τον εαυτό του. Τι; Ποιος να τολμήσει; Τον σέβονταν. Μη με ρωτάς. Εσύ το πας αλλού. Καλά… τον εκμεταλλεύτηκαν…».

Ο Μιχαηλίδης γράφει το διήγημα αφαιρετικά, σαν ποίημα, ασκεί κριτική στο κόμμα. Η αναφορά του στον Ρίτσο, και πίσω από τον Ρίτσο στο αρχαίο μύθο, γίνεται μόνο και μόνο για να δείξει τη ματαιότητα και, εν τέλει,  το αντιπολεμικό του πνεύμα.

Ο Μελετίου μοιράζει το βιβλίο του σε δύο κύριες ενότητες: η πρώτη «Οι δύο ταυτότητες του ποιητή», η δεύτερη «Η αντιπολεμική ποίηση» και ένα Επίμετρο που θα μπορούσαμε να το δούμε ως τρίτη ενότητα, εφόσον το περιεχόμενο της έχει το δικό της ξεχωριστό, συν πλην, νόημα.

Τομή ανάμεσα στις δύο πρώτες ενότητες  είναι το 1974, αυτή η χρονολογία κάτι σαν π.Χ. και μ. Χ., την οποία ο Γ.Π. Σαββίδης θεωρεί ως «το έσχατο ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας, κοστολογημένο με την ισοπεδωτική γλώσσα των αριθμών : 200.000πρόσφυγες. 2.000.000 λίρες ζημιά την ημέρα» (από το δοκίμιο «Με μια πινέζα στην καρδιά»).

Ο Μελετίου χαρακτηρίζει τον Μιχαηλίδη ποιητή προφήτη από το ποίημα που έγραψε ο δεύτερος το 1970, με τίτλο «Περίμενε», όπου με ένα αντιφατικό λεκτικό σχήμα,  ο ποιητής προφήτης χαρακτηρίζεται «άγουρος».  Πιο κάτω θα μας πει πως ο ποιητής είναι ρομαντικός αλλά έχει και κάποια απαισιοδοξία. Αυτά τα δύο, βεβαίως,  δεν είναι ασύμβατα. Ο ρομαντικός είναι κυρίως απαισιόδοξος και απελπισμένος, καθότι «άγουρος»,  δηλαδή αγόρι, δηλαδή νέος με όνειρα και ελπίδες για το μέλλον που δεν θα πραγματοποιηθούν.  Τέτοιος ρομαντικός και «άγουρος» νέος είναι και ο νεαρός Βέρθερος του Γκαίτε και πάρα πολλοί άλλοι, όπως ο Μπάιρον, ο Σέλλεϋ, ο Ουγκό, ο  Μυσσέ στη Γαλλία. Ο Χάινε στη Γερμανία που στράφηκαν στην πολιτική ποίηση φεύγοντας από τον μελαγχολικό και ερωτικό λυρισμό. Γιατί μόνο όταν είσαι νέος μπορείς να είσαι ρομαντικός, να  στρέφεσαι στις μεγάλες ιδέες, Ελευθερία, Πατρίδα, Δικαιοσύνη, έρωτα, να αφοσιώνεσαι σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει κανείς να αγωνιστεί και να θυσιάσεις τα πάντα, ακόμα και τη ζωή σου και ας προβλέπεις το χαμό σου. Ο Παπαφλέσσας, ας πούμε,  ένας τέτοιος ήρωας είναι. Ηρωικός, μελαγχολικός και απελπισμένος είναι ο ρομαντικός νέος που όταν μεγαλώσει γίνεται στοχαστικός και ορθολογιστής… Λογαριάζει, όπως ο Σεφέρης, 42 ετών, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», όπως και ο Καβάφης που ήταν γέρος…σαν να γεννήθηκε  γέρος.

Η ψυχή του Μιχαηλίδη διακατέχεται από μια «κρυφή ενοχή», μέσα του «ωριμάζει μια τραγική βροχή» και από αυτήν θα ποτιστεί και θα βλαστήσει η αντιπολεμική ποίησή του, λέει, πολύ σωστά, ο Μελετίου. Και βέβαια έχει καταβολές από τους παλαιότερους ποιητές. Δεν υπάρχει ποιητής που δεν έχει· όλοι κρίκοι μια μακράς αλυσίδας είναι και όλοι με τον τρόπο τους είναι ρομαντικοί. Κι εκείνοι οι Θερμοπυλομάχοι, είτε οι αληθινοί είτε οι καβαφικοί, ρομαντικοί είναι αφού προβλέπουν την κατάληξη και επιμένουν και  παραμένουν να πολεμήσουν και να πεθάνουν «ποτέ από το χρέος μη κινούντες».

Επομένως και ο Μιχαηλίδης φυσικό είναι να είναι ρομαντικός και ως εκ τούτου και απαισιόδοξος:  «υπήρξαμε ρομαντικοί πολύ ρομαντικοί σου λέω», πράγμα που  σημαίνει πως ήμασταν νέοι και πιστέψαμε ότι υπάρχει δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο και ότι με τον αγώνα μπορεί να νικηθεί το κακό. Δεν υπολογίσαμε πως δεν εξαρτάται από μας. Εδώ ταιριάζει η άνω τελεία και τη λέξη «Λάθος» του Σεφέρη.

Ο Ιησούς, ο Τσε Γκεβάρα; Δεν είναι ρομαντικοί; Ο Ιησούς δεν ήρθε με σκοπό να πεθάνει; Ο Γκεβάρα δεν το ήξερε ότι ο αγώνας του ήταν ο πλέον αδιέξοδος; Όλοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν ρομαντικοί…

Στο ποίημα «Πυρετός» του Μιχαηλίδη, ο Μελετίου επισημαίνει  όλα τα «προσφιλή σύμβολα που χρησιμοποιεί ο ποιητής μέχρι σήμερα». Είναι το τρεχαντήρι στη μέση της θάλασσας, οι μικροί βοριάδες, το άσπρο άλογο, ο αυλός -κατάρτι,  σύμβολα όλα του ταξιδιού της ζωής που μας θυμίζουν το  «Εμβατήριο του ωκεανού» του Ρίτσου, τον Τένισον «Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι / περιμένει…»,  και το ποίημα «Του Μικρού βοριά» του Ελύτη, οι Άγιοι που τραβούν κουπί, οι «Άγιοι πάντες»  ποιητές των αιώνων,  και φυσικά όλη η ποίηση, σαν «μεθυσμένο καράβι»;;; την οποία έχει ο Μιχαηλίδης υπόψη του, εφόσον μιλάμε για ποιητή και λόγιο και επαρκή αναγνώστη του συνόλου της ελληνικής παράδοσης.

Ο Μάριος Μιχαηλίδης ξεκίνησε  από την Ανατολή για την Κύπρο.  Η αιώνια μετανάστευση.

Στο ποίημα ιη΄ της συλλογής «Τα Ανεξίτηλα», γράφει:

 

Μάνα μου ανατολικά της Ατάλειας

Να κουρταλούν την πόρτα οι άνεμοι

Να σκιάζεται ο γρύλος ο νυχτερινός

Να σκούζει το νυχτοπούλι θάνατο

 

«Να κουρταλούν», «να σκιάζεται», «να σκούζει»,  αυτά είναι τα ανεξίτηλα ρήματα για τα ανεξίτηλα συναισθήματα, μας φέρνουν  στο νου ο Διονύσιος Σολωμός την στρ. 45 του Ύμνου εις την Ελευθερίαν:

 

Α τι νύχτα ήταν εκείνη,/ Που την τρέμει ο λογισμός;

Άλλος ύπνος δεν εγίνη / Πάρεξ θάνατου πικρός

 

Όταν  «δεν είναι εύκολες οι θύρες εάν η χρεία ταις κουρταλεί» κι αυτός είναι ένας ακόμη ανεξίτηλος στίχος.

 

Στο τετράστιχο βλέπουμε πως όλα τα στοιχεία της φύσης έχουν τρομάξει το παιδί, μιλάει στη μάνα και καταθέτει στα «ανεξίτηλα» της μνήμης τα στοιχειά. Και ο χρόνος που τρέχει, φέρνει ένα άλλο τετράστιχο από το ποίημα «Λευκωσία 1974», όπου, αυτή τη φορά, είναι η μάνα που μιλάει στον γιο της:

 

Γιε μου γιε μου μιλούνια τα αλεξίπτωτα

Πώς πέφτανε ο πατέρας σου άρρωστος η γιαγιά …

Μάνα μου  ανατολικά της Αττάλειας Βόρεια της Λευκωσίας

μιαν αγωνία που ζήσαμε.

 

Κι αυτή η εμπειρία είναι επίσης ανεξίτηλη.

 

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, ο Μελετίου θα μελετήσει την αντιπολεμική ποίηση του Μιχαηλίδη,  θα καταγράψει και θα επεξεργαστεί «το ασύλληπτο της καταστροφής», θα συνομιλήσει με τους νεκρούς, θα κλάψει για τα χαμένα  όνειρα, τους παλιούς έρωτες, θα καταραστεί τους δίγλωσσους και τους προδότες κακούς, θα μας θυμίζει και πάλι  Σολωμό.

Ο Μελετίου θα κατατάξει τον ποιητή πλάι στον Κώστα Μόντη, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τον Παντελή Μηχανικό και θα πρόσθετα εδώ και τον Σάββα Παύλου άλλους προφανώς.

Αυτοί όλοι οι άξιοι ποιητές είναι ποιητές του σήμερα. Ο Μάριος Μιχαηλίδης όμως ανήκει τους ποιητές του πάντα, ανήκει στη γενιά του και στην πατρίδα του αλλά και στην Ελλάδα όλη, και είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο λόγιος και παραδοσιακός και ειρωνικός και καυστικός και απλός και σύνθετος. Η παιδεία του είναι ευδιάκριτη. Οι ρίζες του βαθιές, το ύφος του αλλιώτικο, η ποιητική του ευαισθησία εκκινεί από τον Όμηρο, περνάει από τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σεφέρη,  τον Ελύτη, και φτάνει σ’ εμάς πάνοπλος…

Συγκεκριμένα. Η  μνήμη του τρέχει στους αγωνιστές που έπεσαν στο χρέος. Στην  αδελφοκτόνο έριν (έριδα), που  εκκινεί από το προοίμιο της  Ιλιάδας  για να φτάσει στην Κύπρο, να δείξει την αναισχυντία των αδιαφορούντων και την αδιαλλαξία των  διχογνωμούντων, φέρνοντας στην επιφάνεια την ψευδαίσθηση που είχαν οι άνθρωποι για την παντοδυναμία τους.

 

Άκουσα τη φωνή / την έφερνε αυτός που αιώνες πριν

Στα αρχαία μας όνειρα / επικρατούσε λογχοφόρος/ Ήρθε με τη μάσκα του προσώπου του ανάποδη/ με ξέφρενα συνθήματα για νίκες και τρόπαια/ Και πλήρωμα χρόνου και όπλα ορθόφρονα /Ήρθε με φίλτρα αδελφικά/ Μίλησε με γλώσσα Ελληνική με  / Αλεξανδρινή κομπορρημοσύνη /…

 

Ποιος μπορεί εδώ να παραβλέψει εκείνους τους στίχους του Ελύτη από το Άξιον Εστί:

Ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου. Όχι μόνο για το περιεχόμενο τους, αλλά και για το ύφος και την ψυχική συντριβή που κλείνει η αποκάλυψη της απάτης, της κοροϊδίας…

Και δυστυχώς είναι η Ελλάδα που δεν συμπαραστάθηκε –γιατί, ως γνωστόν, η Κύπρος κείται μακράν– ενώ γενιές ολόκληρες Κυπρίων ήρθαν και πολέμησαν πλάι στους Έλληνες από το 1821 ώς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί όλες αυτές οι γενιές των νεαρών ρομαντικών και εξαπατημένων γαλουχήθηκαν με την ιδέα της Ένωσης. Ας όψεται ο Αβέρωφ… Μας τα έχει πει αυτά αναλυτικά και τα έχει τεκμηριώσει ο Γιώργος Γεωργής.

Ο Μελετίου θα σχολιάσει την ΕΟΚΑ και τον ρόλο της, τα παιδιά της με το σύνθημα «δεν μπορεί κανένας τόπος /να μην ελευθερωθεί /όταν κάθε παλικάρι /τρέχει να θυσιαστεί». Έτσι τραγουδούσαν και  έτρεχαν στον Αγώνα σαν τους Έλληνες το 1821. Όλοι αυτοί οι ήρωες, καθώς και οι άλλοι της εισβολής που πέρασαν στους στίχους που Μιχαηλίδη με τον τροχαϊκό ρυθμό του  εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού μέσα τους, που είναι ανεξίτηλος κι αυτός και μας φέρνει την ανάμνηση των αρχαίων Σπαρτιατιών: «Τι τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στα δεξιά», του επίσης ανεξίτηλου Τυρταίου στην ανεξίτηλη μετάφραση του Σπυρίδωνος Τρικούπη και στην ψυχή του Κύπριου αγωνιστή.

 

Η εικόνα με τις ακρίδες που λιάζονται «πάνω  σ’ ένα καύκαλο με ξεδοντιασμένα σαγόνια, επισφραγίζει τη μοίρα του τόπου ως μιας νέας βιβλικής πληγής, που ήρθε να απονείμει δικαιοσύνη για την ολέθρια αδελφοκτόνο έριδα».

Ο Μελετίου επισημαίνει τις άπειρες αναφορές του Μιχαηλίδη στον θάνατο. Αυτό το «ανελέητο συναίσθημα»  που  γεννά το βιολογικό τέλος της ζωής. Ο Μιχαηλίδης μελετά τον θάνατο στο πεδίο της μάχης, αλλά και τη σκέψη γύρω από αυτόν. Πολλές οι αναφορές, καταμερισμένες σε κατηγορίες: γεγονότα, αφενός  και όνειρα, αφετέρου που πηγάζουν από τα διδάγματα του υπερρεαλισμού και μέσω αυτών «καταφέρνει καίρια χτυπήματα στην παντοδυναμία του θανάτου». Με τον θάνατο πάντα είναι συνδεδεμένοι οι προδότες, και είναι εφιαλτικές εικόνες κομματιασμένων φίλων:

 

Το χαράκωμα μύριζε / Μούχλα ιδανικά και νοτισμένα

Φρονήματα/ / Η οβίδα που έσκασε  μας ξεκοίλιασε/ / Ο Μάκης κρατούσε το κομμένο πόδι του/ Ο Λένας δίπλα ακέφαλος/ Ο Γιωργής έβλεπε λιωμένα τ’ αχαμνά του / Τσιρίζοντας

 

Φυσικό είναι να τον διακατέχει μια απέραντη απαισιοδοξία. Κατόπιν τούτου και έρωτας είναι «ένας νεκρός που ετοιμάζεται να έρθει εις γάμου κοινωνίαν με τα καμένα του όνειρα». Είναι ένας έρωτας «παράξενος, αλλόκοτος… συνδεδεμένος με την αίσθηση της προδοσίας» σχολιάζει ο Μελετίου.

Ο έρωτάς μου χαρακιά / Στη νηνεμία των ονείρων  του / Οι πόθου μου σπαράζουν    

 

Για την «Ειρωνεία» του Μιχαηλίδη, ο Μελετίου τονίζει πως σχετίζεται με την αντίσταση απέναντι στο ήδη συντελεσμένο ή και το κυοφορούμενο κακό. Ωστόσο,  συνδέεται άμεσα με τα αντιπολεμικά μηνύματα, τα οποία επιδιώκει να μας μεταλαμπαδεύσει ο ποιητής.

Παράδειγμα αλλά δείγμα της όλη συλλογής Σαν άλλοθι οι λέξεις, διαβάζω απόσπασμα!

 

Σαν άλλοθι οι λέξεις/ κι ο ποιητής υψώνει το σώμα του/  Καιόμενος/ Μα ούτε φθόγγος κραταιός/ Μόνον ανάσες χνώτο προβάτου/ πριν απ’ τη σφαγή/ Ή σαν νεφέλη απλωμένη/ Στο σώμα στρατιώτη που ξεψύχησε / βογγώντας όνειρα παιδικά. 

Στο Επίμετρο του βιβλίου ο Μελετίου θα ασχοληθεί με τα πουλιά στην ποίηση του Μιχαηλίδη, που παίρνουν τη θέση των ονείρων και όταν καίγονται μένει μόνο η στάχτη. Τα καμένα όνειρα γίνονται βρυκόκαλες, άλλοτε όμως γίνονται λίπασμα (Ας θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη, στους τελευταίους στίχους από το  ΙΔ΄ «Θερινό Ηλιοστάσι»:

 

φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.

 

Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.

 

Και ο Μιχαηλίδης λέει:

Αν μπορείς να ελπίζεις ελπίδα, έλπιζε στο Ποίημα/ Αν μπορείς να πιστέψεις  στο θαύμα, πίστευε στο Ποίημα/ Πίστευε και έλπιζε.

 

Τα πουλιά είναι τα ίδια τα όνειρα

Τα φτερά πλαταγίζοντας / Μια μαγεία ψιθύρων απλώνεται…

 

Νομίζω πως ο Μάριος Μιχαηλίδης, εξακολουθεί να είναι ρομαντικός και ευτυχώς… Γιατί το τελευταίο προπύργιο είναι η ΠΟΙΗΣΗ γι’ αυτό, για επίλογο, επέλεξα ένα κείμενό του το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει διήγημα αλλά εμένα μου φαίνεται ποίημα:

 

«ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ στα έγκατα της σιωπής με τα κρυφά λαλήματα, τους μυστικούς ψιθύρους και όλο διαπορεύομαι με ποντοπόρα όνειρα σε γαλαξίες γνώριμους με όρμους διάφανους και υπήνεμα λιμάνια… Όλα σιγαλά κι ολόφωτα στο αιθέριο σύμπαν. Μα ξάφνου, εκεί στων ονείρων τα πλάτη, μιας αρχαίας κατάρας ακούγεται η βουή και ηχοβολές αμέτρητες καταθρυμματίζουν των  αστεριών το φως. Ώσπου μες στην αχλύ φανήκαν στρατιές από ρυτιδιασμένες λέξεις, ντυμένες κατάστικτα πέπλα εκλάμψεις και σκόνη αστρική, να υψώνουν τον αυχένα και να ζητούν σωσίβιες γραφίδες. Εκεί, στην ερημία του σύμπαντος, λέξεις σωσμένες σε ψευδεπίγραφα αλλοτινών καιρών… Και μαζί μ’ αυτές φανήκαν διάφανες ανθρώπων σκιές που όλο εκλιπαρούσαν, όρκους ομνύοντας, για αναδιπλώσεις και προσαρμογές στων καιρών τα γυρίσματα και με οργή κατάθρυμμάτιζαν τίτλους, επαίνους και περγαμηνές. Ναι. Στα έγκατα της σιωπής με τα κρυφά λαλήματα. Κι αν με ρωτάς για σένα, όχι, δεν ήσουν πουθενά. Μόνο κάτι ασήμαντο μιας πλάνης η υποψία γοργοφτερούγισε μες στη βουή κι εχάθη…»

Εδώ τελειώνουν τα έργα του Μάριου κι εγώ βλέπω τον αετό του Δία στους Δελφούς…

Ωστόσο, εμείς χρωστάμε χάρη στον Μιχάλη Μελετίου που μελέτησε τον Μάριο Μιχαηλίδη. Τέσσερα «Μ» αρχικά δεν είναι αμελητέα ποσότης…

 

  Ανθούλα Δανιήλ

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.