Ο Γιώργος Μαρκόπουλος θυμάται
Ο Μίμης Δομάζος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 1942 και έφυγε προχθές, τρόπος του λέγειν, 24 Ιανουαρίου 2025. Ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, αγωνιζόταν στη θέση του επιθετικού μέσου. Θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ για τον εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ. Η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021. Ήταν ένας από τους λαμπαδηδρόμους που μετέφεραν τη φλόγα μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο, για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Αυτά από το ίντερνετ για τον Αθλητή Μίμη Δομάζο. Όμως, μαθαίνοντας τον θάνατό του, αναζήτησα στο τηλέφωνο τον αγαπημένο ποιητή και φίλο Γιώργο Μαρκόπουλο για να μου ξαναπεί μια παλιά ιστορία που είχα μισοξεχασμένη στο μυαλό μου, για τον Άνθρωπο Μίμη Δομάζο. Να θυμίσω πως ο Μαρκόπουλος εκτός από ποιητής, σαν φοιτητής έδωσε τους δικούς αγώνες για τη Δημοκρατία, σαν νέος αγαπούσε το ποδόσφαιρο και ήταν οπαδός της ΑΕΚ.
Άρχισε λοιπόν να λέει: Ήμουν μαθητής της Β΄ Λυκείου σημερινής και με μερικούς φίλους πηγαίναμε στο σφαιριστήριο του Μίμη Δομάζου για να παίξουμε ποδοσφαιράκι. Το μαγαζί επέβλεπε μια γυναίκα που την έλεγε «θεία» ή «μανίτσα μου». Αυτή η γυναίκα έδινε στα παιδιά τα κέρματα που χρειάζονταν να ρίξουν για να πάρει μπρος το ποδοσφαιράκι. Η παρέα όμως των νεαρών είχε βρει ένα κόλπο, να παίζουν χωρίς να ρίχνουν κέρμα. Είχανε βάλει μια πρόκα στη μπάρα και είχαν μπλοκάρει το μηχανισμό. Κάποια στιγμή όμως η γυναίκα τα έκανε τσακωτά και άρχισε να τα κυνηγάει με τη στέκα.
Ο Μίμης ήταν απέξω κι έπλενε το αυτοκίνητο. «Ρε, μανίτσα μου, ρε, θεία, τι σου έκαναν τα παιδάκια και τα δέρνεις». «Παιδάκια λες τα παλιογάϊδουρα που παίζουν από το πρωί τσάμπα με μια πρόκα στη μπάρα;»
Και τότε ο Μίμης γύρισε και της είπε: «Άστα, ρε μανίτσα μου, μαθητάκια είναι. Ποιος ξέρει τι κουλούρι θα έκοψαν για να ’ρθουν να παίξουν ποδοσφαιράκι». Τότε, η κάπως ηλικιωμένη κυρία προχώρησε προς στο μαγαζί με το κεφάλι κάτω ηττημένη. Ο Μίμης όμως, καταλαβαίνοντας ότι την «άδειασε», γύρισε και της είπε: «Άφηνέ τα να παίζουν, αρκεί προτού να ξεκινήσουν να σε ενημερώνουν». Και τότε εκείνη ικανοποιημένη, με το κεφάλι ψηλά, γύρισε στη θέση της.
Και μια ακόμη ιστορία πρόσφατη.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη ανοιξιάτικο μεσημεράκι, 12 περίπου, 2024. Στην Πλατεία Βικτωρίας δεν υπήρχε ψυχή, γιατί όλοι οι άνθρωποι είχαν πάει στα χωριά τους, στους δικούς τους. Περνώντας εγώ από ένα μικρό δρομίσκο μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου και Αριστοτέλους που βγάζει κατ’ ευθείαν στην Πλατεία, ενώ πήγαινα προς την Πλατεία είδα ένα κοντό άνθρωπο που ερχόταν από απέναντι. Όταν φτάσαμε πολύ κοντά, ακούμπησε κάτω έναν τενεκέ πετρελαίου ή λαδιού, πήρε ένα φύσημα ξεκούρασης και απευθυνόμενος προς εμένα, μού λέει, επί λέξει: «Είσαι, αν δε με απατά η μνήμη μου, ένας μεγαλωμένος που τον εγνώρισα μικρό». Κι εγώ, χωρίς να χάσω ούτε δευτερόλεπτο, αφού είχα ήδη συνειδητοποιήσει ότι αυτός ήταν ο Μίμης Δομάζος, του απάντησα: «Μάλιστα, Στρατηγέ, είμαι μεγαλωμένος εκείνος που εγνώρισες μικρό και με την ευκαιρία θέλω να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την όση χαρά γέμισες τα λυπημένα κυριακάτικα απογεύματα της εφηβείας μας». Και τότε ο Μίμης έσκασε στα γέλια σαν μωρό που το γαργαλούν, χαμήλωσε τα μάτια του και μου είπε: «Τι κάναμε, μωρέ, μια μπαλίτσα παίζαμε για την πλάκα μας κι εμείς» και όρμησε αυθορμήτως και αγκαλιαστήκαμε κεφάλι με κεφάλι, δύο ή τρία λεπτά, ώσπου μετά, μένοντας ακίνητος εγώ και ο Μίμης παίρνοντας τον τενεκέ του, τράβηξε προς την οδό Δεριγνύ με το σώμα μπροστά και το κεφάλι πίσω προς εμένα και πριν χαθεί από τα μάτια μου στάθηκε δυο περίπου λεπτά και με χαιρετούσε. Και μετά χάθηκε.
**************************************
Αυτά είπε ο Γιώργος και τώρα εγώ να πω έναν στερνό λόγο.
Στο σχολείο οι συμμαθήτριές μου ήταν μοιρασμένες στα δυο. Οι μεν με τον Ολυμπιακό και οι δε με τον Παναθηναϊκό. Κάθε Δευτέρα στα διαλείμματα δεν είχαν άλλη συζήτηση από τα ποδοσφαιρικά της Κυριακής, με την συνεπακόλουθη ένταση. Εγώ άκουγα και δεν μιλούσα, γιατί δεν ήξερα τίποτα από ποδόσφαιρο. Ούτε από ποδοσφαιριστές ήξερα κανέναν, εκτός από τον Λινοξυλάκη που τον είχα ακούσει σε κάποια ταινία με τον Χατζηχρήστο, ως Ξυλολινάκη. Κάποια συμμαθήτρια γύρισε και με ρώτησε: Εσύ, με ποια ομάδα είσαι; Με καμία της απάντησα. Α! δεν μπορείς, πρέπει να είσαι ή με τη μία ή την άλλη.
Το βράδυ άρχισα να σκέφτομαι ποια ομάδα να διαλέξω και να της αφιερώσω το ενδιαφέρον μου. Να γίνω… Ολυμπιακός; επειδή θυμίζει την ένδοξη Ολυμπία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες; ή να γίνω Παναθηναϊκός που είναι της Αθήνας και θυμίζει τα Παναθήναια; Και διάλεξα την Αθήνα και από τη μέρα εκείνη έγινα κορίτσι φανατικό για ποδόσφαιρο χωρίς να βλέπω ή να ακούω, παρά μόνο τα αποτελέσματα από το ραδιόφωνο και να πετάω από τη χαρά μου όταν κέρδιζε ο Παναθηναϊκός και ο Δομάζος που μου φαινόταν όμορφος σαν ηθοποιός.
Και ήρθε η εποχή που οι φοιτητές ξεσηκωμένοι διαδήλωναν για το 15%. Τις ημέρες εκείνες, μεγάλος αναβρασμός και φασαρίες γίνονταν στην Αθήνα. Ένας νεαρός φοιτητής, της Φυσικομαθηματικής Σχολής, όπως ψιθυριζόταν, ήρθε στο σχολείο μας, και άλλοι σε άλλα σχολεία, για να ξεσηκώσει τον μαθητόκοσμο για το μεγάλο συλλαλητήριο στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Εκείνος μπροστά σαν ποιμένας κι εμείς από πίσω σαν τα πρόβατα -«Ένας μπροστά κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν»- πηγαίναμε με τα πόδια, σαν να πηγαίναμε εκδρομή αλλά με καρδιοχτύπι που θα είχαμε ένα σημαντικό ρόλο στη διαδήλωση. Όταν φτάσαμε, πλήθος οι φοιτητές και άλλοι σαν εμάς μαθητές και μαθήτριες τεντώσαμε τα αφτιά μας και γουρλώσαμε τα μάτια μας. Ένας φοιτητής – το Πολυτεχνείου; δεν θυμάμαι- ανεβασμένος σ’ ένα βάθρο, Μπέσα τον λέγανε, έβγαζε ένα πύρινο λόγο απαγγέλλοντας συγχρόνως στίχους του Άγγελου Σικελιανού με μεγάλο πάθος, ένταση και φλόγα. Κι από κάτω η φοιτητο-μαθητοθάλασσα φωνάζαμε ρυθμικά: Όχι 1, όχι 2, όχι 3, όχι 4 όχι 5, ΑΛΛΑ 15, 15, 15! Όταν τελείωσε το πανηγύρι, μας έδωσαν από ένα πακέτο χαρτιά και μας είπαν να τριγυρίζουμε και να ζητάμε από τους πολίτες να υπογράφουν ότι συμφωνούν να δοθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό το 15% στην Παιδεία.
Πήρα κι εγώ τα χαρτιά μου και περπατώντας έφτασα στην Ομόνοια. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η Πλατεία Ομονοίας ήταν στέκι ποδοσφαιρόφιλων, εγώ όμως δεν το ήξερα. Εκεί, στάθηκα μπροστά σε ένα νεαρό, που μου φάνηκε πολύ όμορφος, σαν ηθοποιός, αλλά ντρεπόμουν να κοιτάξω και καλά. Του έδωσα με δισταγμό το χαρτί και του ζήτησα να υπογράψει. Εκείνος με μεγάλη προθυμία, απρόσμενη για μένα, και με χαρά θα έλεγα, σαν να το γλεντούσε, υπέγραψε.
Το βράδυ στο σπίτι, έκατσα να βάλω τα χαρτιά μου στη σειρά και να μετρήσω τη σοδειά μου. Κι εκεί ανάμεσα στα άλλα είδα εκείνο το ένα με την υπογραφή Μ. Δομάζος, στραβογραμμένο αφού όρθιος και χωρίς να έχει πού να ακουμπήσει είχε υπογράψει. Με έπιασε ταραχή. Ήταν ο Δομάζος ο μόνος από όλους του ποδοσφαιριστές που ήξερα και που θαύμαζα. Τον έφερνα στο νου μου και ελεεινολογούσα τον εαυτό μου που η ντροπή μου δεν με άφησε να δω με ποιον προσώρας είχα συνάντηση που λέει κι ο ποιητής… όμως εκείνο που ακόμα δεν έχω ξεχάσει ήταν το πόσο πρόθυμα υπέγραψε, δεν με πρόγκηξε, δεν με ειρωνεύτηκε, δεν… Αισθανόμουν ότι το έκανε με μεγάλη συμπάθεια, καλοσύνη και ευγένεια. Με καλή καρδιά. Η συγκίνησή μου ακόμα και τώρα που το ξανασκέφτομαι είναι η ίδια εκείνη με εκείνη τη μακρινή μέρα. Δεν ξέρω ποια αληθινά ήταν τα συναισθήματά του όταν υπέγραφε, αλλά εγώ είχα την εντύπωση μιας απέραντης κατανόησης, φιλίας και αγάπης προς ένα ντροπαλό κορίτσι που τολμούσε να κάνει κάτι και που δεν καταλάβαινε τι πραγματικά ήταν αυτό.
Με τα αθλητικά έπαψα γρήγορα να ασχολούμαι. Τον Παναθηναϊκό όμως σαν ιδέα ακόμα τον έχω στην καρδιά μου. Και φυσικά ποτέ δεν ξέχασα τον Δομάζο με την πράσινη φανέλα και το τριφύλλι στο στήθος του. Τώρα θα έχει βρει και το τετράφυλλο, αλλά δεν μπορεί να μας το στείλει.
Και το συμπέρασμά μου από αυτά που είπε ο Γιώργος κι απ’ αυτά που θυμήθηκα εγώ, πώς πράγματι ο Μίμης Δομάζος ήταν ένα καλό παιδί με ένα τριφύλλι φως στο μέρος της καρδιάς. Κι έφυγε και χάθηκε …Κι εμείς, από εδώ κάτω, του στέλνουμε τις ευχές μας, εκεί πάνω.
Μάλιστα στρατηγέ!!!
Ανθούλα Δανιήλ