You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μην περάσεις το ποτάμι – στο θέατρο Αλκμήνη

Ανθούλα Δανιήλ: Μην περάσεις το ποτάμι – στο θέατρο Αλκμήνη

Βασισμένο στο βιβλίο της Βέρας Βασιλείου -Πέτσα

Σε διασκευή για το θέατρο του Βασίλειου Ρ. Φλώρου με τη συνεργασία της συγγραφέως και σκηνοθεσία της Κατερίνας Μαντέλη

 

“Ποιος, άραγε, ζει όπως ονειρεύτηκε; Ποιος αποφασίζει ο ίδιος για τη ζωή του;». Η απάντηση θα δοθεί θεωρητικά στην αρχή του έργου και θα αποδειχτεί πρακτικά στο τέλος.

Η Κατερίνα Μαντέλη σκηνοθετεί μια ιστορία που διαδραματίζεται στα Τρίκαλα (Θεσσαλίας) τη δεκαετία του 1960, όπου γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας που θα δοκιμαστεί στις συμπληγάδες των καιρών, όταν η πολιτική θα έχει καθοριστικό λόγο και θα αποβεί μοιραία για τη ζωή των ανθρώπων. Ο κάμπος της Θεσσαλίας είναι φορτωμένος με τα ιστορικά πάθη τα οποία αναβιώνουν στη δεκαετία που παίζεται το σύγχρονο δράμα. Έτσι, αν ο έρωτας είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε έναν άνθρωπο, σε συνθήκες πολιτικής καταπίεσης ή όποιας άλλης δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει. Μόνο να αστράψει για μια στιγμή κι έπειτα να σβήσει.

 

Στην ουσία, ο Έλληνας θεατής του  έργου ή ο αναγνώστης του βιβλίου της  Βέρας Βασιλείου –Πέτσα (από το οποίο υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις), ο Έλληνας θεατής –επαναλαμβάνω- ξαναβλέπει μια παλιά ιστορία, της οποίας η επίφαση είναι ο έρωτας. Η ουσία είναι η διαρκής και πολύχρονη πάλη των κοινωνικών τάξεων. Ο έρωτας είναι καθοριστικός παράγων στη ζωή του ανθρώπου,  πηγή ζωής, χαράς, έμπνευσης, δημιουργίας και ευτυχίας. Μέσα σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες όμως, όπως αυτές στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν ο Υπενωμοτάρχης ο χωροφύλακας, αλλιώς και ο  γαιοκτήμονας που ανέκαθεν έπινε τον ιδρώτα του φτωχού που τον είχε ανάγκη τότε,  ο έρωτας ήταν δυστυχία, η ζωή τραγωδία και η τραγωδία τελειώνει πάντα με θάνατο.

Λοιπόν η ιστορία είναι απλή στο σχήμα, περίπλοκη στα αισθήματα. Τόπος η Θεσσαλία και χρόνος η δικτατορία με έντονες τις μνήμες του Εμφυλίου και όλες τις «αμαρτίες» που βαραίνουν στις πλάτες των αντιφρονούντων.

Δύο νεαρές κοπέλες, τελειόφοιτες  Λυκείου, κάνουν όνειρα για μέλλον. Η μία, η Βάγια,  θέλει να γίνει δασκάλα και η άλλη, η Μαρίνα, παίζει κιθάρα και τραγουδάει. Γελώντας και παίζοντας με μια τραγωδία του Ευριπίδη στο χέρι, προβληματίζονται με τον ρόλο της «Ανάγκης» στο αρχαίο δράμα και κατ’ επέκταση στη ζωή των ανθρώπων. Αυτή η λέξη, η «Ανάγκη», με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα είναι η βάση της τραγωδίας. Ο ήρωας πράττει πάντα κάτω από την «Ανάγκη» που οι λαοί την είπαν Μοίρα ή Θέλημα Θεού. Από την «Ανάγκη» ούτε οι θεοί μπορούν να ξεφύγουν –ανάγκα και θεοί πείθονται– και ο Ευριπίδης το ξέρει και το επαναφέρει σε όλα του το έργα: «Είναι ανίκητη η Ανάγκη» και είναι ο τελευταίος λόγος που βγαίνει από το στόμα της Εκάβης στην ομώνυμη τραγωδία του. Με τέτοια εισαγωγή το έργο αποκτά το θέμα του και προοικονομεί το τέλος του.

Ο Ευριπίδης δεν πολιτεύτηκε ποτέ, αλλά όλο το έργο του είναι πολιτικό. Με κάνα δυο εξαιρέσεις όλο γράφτηκε μέσα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-411 π.Χ.).

Στο Μην περάσεις το ποτάμι της Βέρας Βασιλείου-Πέτσα αναπτύσσονται συζυγίες προσώπων: στην αρχή είναι τα  δύο κορίτσια και τα όνειρά τους. Δεύτερη είναι η ανίερη συνεργασία των δύο «κακών» της υπόθεσης: του γαιοκτήμονα Καρανίκα και του Υπενωμοτάρχη Σερέτη. Κανείς από τους δύο δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, αλλά δεν είναι ίδιοι.  Μια ακόμα συζυγία είναι αυτή του πατέρα της Βάγιας και του Μπάρμπα –Φάνη, επιστάτη του Καρανίκα. Ο Μπάρμπα-Φάνης είναι συμπυκνωμένη πείρα της ζωής και η απόδειξη της υποταγής στην Ανάγκη. Στη συνέχεια μια άλλη συζυγία θα αναπτυχθεί ανάμεσα στη Βάγια και στον Δημήτρη. Είναι ο έρωτας που θα αφήσει μια χαραμάδα στη μαύρη ζωή και των δύο. Εκείνος είναι κατατρεγμένος κομμουνιστής από την πολιτική εξουσία και εκείνη βασανισμένη, κακοποιημένη και υποταγμένη από τον αφέντη σύζυγο που την αγόρασε από τον πατέρα της για να μη χάσει ένα  αμπέλι· για να μην πεθάνουν οικογενειακώς από την πείνα. «Θα την έχω σα βασίλισσα», είπε στον πατέρα της και την έχει σα σκυλί δεμένο από το λαιμό, φυλακισμένη μέσα στο σπίτι. Και το χειρότερο για τον αφέντη είναι το ότι δεν μπορεί να του κάνει διάδοχο. Η μήτρα της αρνείται να γονιμοποιηθεί. Μια ακόμα συζυγία είναι αυτή της Βάγιας με τον Μπάρμπα –Φάνη που της φέρεται σαν αληθινός και ανοιχτόμυαλος πατέρας …

Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι ο ρόλος του πατέρα είναι συρρικνωμένος, σε σχέση με τον ρόλο του Μπάρμπα –Φάνη, ο οποίος συμπαραστέκεται στη Βάγια και στις επιλογές της. Όμως ο Μπάρμπα –Φάνης, ένας βασανισμένος Μικρασιάτης, δέσμιος στην υπηρεσία του Καρανίκα, προσβλέπει στην ελευθερία της κοπέλας σαν προσωπική του ευτυχία. Εκείνος δεν έχει ελπίδα πια, εκείνη έχει…

Το έργο αυτό μοιάζει σαν να συνεχίζει τον διάλογο με την ιστορία, όπως αυτή έχει ήδη αποτυπωθεί λογοτεχνικά και κινηματογραφικά από συγγραφείς και κινηματογραφιστές. Ο τύπος του άπληστου γαιοκτήμονα του γεμάτου αυθαιρεσία και ανελέητου και για τον φτωχό κολίγα, όπως μας έχει δώσει το προφίλ του, ήδη στο  Μπουρίνι ο Μ. Καραγάτσης, ο οποίος άνοιξε διάλογο  και με την τραγωδία και με την ιστορία. Ο Καραγάτσης  ξέρει καλά την περιοχή, τόπος καταγωγής του είναι άλλωστε η Θεσσαλία και ξέρει και τους αγώνες των ανθρώπων του κάμπου για δικαιοσύνη.  Ο διάλογος με την ιστορία είναι παλιός αλλά ας τον πιάσουμε από την εξέγερση του  Κιλελέρ, τον Μάρτιο του 1910, η οποία έληξε με τους πυροβολισμούς των χωροφυλάκων στο ψαχνό. Όμως το κεφάλαιο δεν έκλεισε. Νέα φλέβα έσπασε μετά τον πόλεμο και μετά τον Εμφύλιο που ακολούθησε, όταν οι αγωνιστές- φακελωμένοι για πάντα  βρέθηκαν στη Μακρόνησο και σε νέα εκδοχή στα χρόνια της Χούντας στη Γυάρο. Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα του έργου.

Τα ωραία νησιά μας, όπως έλεγε ο ποιητής πάσχων Μανόλης Αναγνωστάκης, γίνονται νησιά εξορίας, όπου όλοι «ταξιδεύουμε», δηλαδή εξοριζόμαστε ή αλλιώς εξοντωνόμαστε.  Και τα μέσα της εξόντωσης δεν είναι μόνο «το μάτι του τραμπούκου», όπως λέει ένας άλλος παθών ποιητής, ο Νίκος Εγγονόπουλος, αλλά και η φύση όλη· οι κακουχίες, η προκατάληψη, τα κουνούπια και η ελονοσία. Γιατί τα ωραία ελληνικά νησιά που πάμε σήμερα διακοπές και απολαμβάνουμε την ομορφιά τους, ήταν μοχθηρά τοπία για ανθρώπους καταδικασμένους.

Από  τον πόλεμο στον Εμφύλιο και από την ψυχροπολεμική περίοδο στη  δικτατορία φτάσαμε στην κακή ώρα που, όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης :

δε χρειάζεται μακρύ καιρό /για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,

δε χρειάζεται μακρύ καιρό/ το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,

και στο βιβλίο- έργο παράσταση ο Δημήτρης…

Το βιβλίο της Βέρας Βασιλείου -Πέτσα σκάλισε και πάλι την πληγή και δείχνει ότι ακόμα αιμορραγεί.

Η παράσταση

Η δράση είναι γοργή επί σκηνής, τα περάσματα από το ένα μέρος στο άλλο, δεμένα σφιχτά και χωρίς πλατειασμούς, οι ήρωες δρουν με φυσική συνέπεια μέσα στο πλαίσιο της βαριάς καταγωγής τους. Ο πατέρας της Βάγιας θα λέγαμε ότι  κατάγεται από τον Γκουντή του Καραγάτση (στο Μπουρίνι), όπως και ο Καρανίκας είναι ένα κράμα από τον Χατζηθωμά και τον επιστάτη επίσης. Ακριβώς η ίδια εκμετάλλευση του κολίγα στον θεσσαλικό κάμπο.  Η Βάγια, γίνεται το αντικείμενο της συναλλαγής. Ο εξαναγκασμένος –εξ Ανάγκης– πατέρας παραδίδει την κόρη του στα νύχια του αρπακτικού τσιφλικά Καρανίκα του οποίου η λαγνεία από το χρήμα επεκτάθηκε  στην κόρη-νύφη-σύζυγο, κι ας έχει τα διπλά της χρόνια.

Η Μαρίνα, η φιλενάδα της Βάγιας, έχει μια όμορφη ζωή και οικογένεια, είναι η μόνη φωτεινή αχτίδα. Αποτελεί το ηθικό στήριγμα της Βάγιας. Ο Μπάρμπα –Φάνης όμως είναι ο βράχος που πάνω του ξεσπάει η καταπίεση, η βία και η χλεύη, παραμένοντας όμως το σταθερό στήριγμα της Βάγιας μέσα στο άχαρο σπίτι. Ο Δημήτρης αποτελεί το ανάλογο και την εξέλιξη του «Βαγγέλη», στο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι»,  όταν επιστρέφει με τις πατερίτσες από το μέτωπο. Ο Δημήτρης πληρώνει για τις ιδέες του σε έναν κόσμο που του λείπει η δικαιοσύνη και δυναστεύεται από την πολιτική εξουσία που είναι αφημένη στην ασυδοσία του Χωροφύλακα.

Δραματουργικά ο πατέρας της Βάγιας είναι αδύναμος σε σχέση με τον Μπάρμπα –Φάνη. Ο πρώτος δεν πολυφαίνεται, ο δεύτερος  υπακούει στην Ανάγκη για λογαριασμό του, αλλά είναι υποστηρικτικός για τη Βάγια.

Ο θεατρικός χώρος αποδείχτηκε λειτουργικός. Πρόκειται για τη συμπερίληψη ενός εσωτερικού σπιτιού και μιας εξοχής που με λιτά μέσα υπαινίσσεται τα πάντα. Το ποτάμι είναι εκεί και προσκαλεί το νεαρό ζευγάρι να το περάσουν, ακόμα και αν όλα φωνάζουν: Μην περάσεις το ποτάμι. Το να περάσεις το ποτάμι σημαίνει εξέλιξη, πρόοδο, αποδέσμευση, ελευθερία. Όμως η φτώχια και η κοινωνική αδικία, η καταπίεση του αδύναμου από το σύστημα, μέσω του φορέα του, αποτελούν το φίμωτρο του αδικημένου. Τα χοντρά σκοινιά με τα οποία είναι  δεμένα όλα τα έπιπλα φωνάζουνε και αυτά με τον τρόπο τους: Μην περάσεις το ποτάμι. Το σκηνικό, η μουσική και τα κοστούμια απέδωσαν λιτά την αλήθεια του έργου.

Οι ηθοποιοί με εξαιρετικά ταλέντα ο καθένας, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και υπηρέτησαν στον βαθμό που τους αναλογούσε  το δέον γενέσθαι. Οι δύο «κακοί» ανέδειξαν τις πηγές και τις ποικιλίες του κακού, μέσα στο οποίο είναι βουτηγμένοι. Ατιμώρητοι διασχίζουν τις εποχές. Το νεαρό ζευγάρι με τον έρωτά του ήρθε να αποδώσει στη ζωή το ελάχιστο φως που τους αναλογούσε, μέσα σε αντίξοους καιρούς. Οι άλλοι ρόλοι απέδωσαν κατά το δοκούν ό,τι απαιτούσε το έργο ή η αλήθεια της ζωής. Και η αλήθεια είναι ότι σε μια εποχή καταπίεσης κανένα καλό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και επομένως κανείς δεν θα περάσει το ποτάμι. Μόνο όποιος πεθάνει ή τρελαθεί… Η σύγχρονη τραγωδία δεν έχει κάθαρση. Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη. Οι θεατές βγαίνουν από την αίθουσα συγκινημένοι.

Η σκηνοθέτις Κατερίνα Μαντέλη είπε για το Μην περάσεις το ποτάμι: είναι «Ένα βραβευμένο μυθιστόρημα της Βέρας Βασιλείου-Πέτσα, σε θεατρική διασκευή του Βασίλη Ρ. Φλώρου και της ίδιας της συγγραφέως, που έχω την χαρά να σκηνοθετώ φέτος στο θέατρο Αλκμήνη, με έναν σπουδαίο 10μελη  θίασο. Και μην ξεχνάτε η ανάγνωση του τίτλου μας ανάποδα, μας προτρέπει να κάνουμε τα θέλω μας και να αποτινάξουμε τα πρέπει των περιορισμών του συστήματος».  Και επειδή ο πολιτικός χαρακτήρας του έργου είναι εξίσου προφανής με τον ερωτικό και ισχυρότερος, κατά τη γνώμη μου, ξαναγυρίζουμε στην ΑΝΑΓΚΗ ως πρώτη αρχή της ζωής του συνακόλουθου  θανάτου. Οι ήρωες θα κάνουν τις επιλογές  τους,  πληρώνοντας το τίμημα…

Να σημειώσουμε ότι το επιτυχημένο βιβλίο επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις ΌΤΑΝ.

 

                      Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.