You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  Μωσαϊκό

Ανθούλα Δανιήλ:  Μωσαϊκό

Γράφω Ανθούλα, ξεπετάγεται Ξανθούλα… το Α από το Ξ βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση στο πληκτρολόγιο, ωστόσο έτσι γίνεται κάθε φορά που υπογράφω ένα κείμενο. Ξανθούλα…  την είδα ψες αργά…

Δεν μπαίνω στη βαρκούλα, δεν πάω στην ξενιτιά, δεν κουνάω μαντήλι, δεν δακρύζουν οι φίλοι ούτε κι εγώ. Είναι αργά, πολύ αργά και κάθομαι στο μπαλκόνι. Βλέπω πέρα τα φώτα σαν σημαδούρες, φάρους στο σκοτάδι το πυκνό της μυστηριακής νύχτας. Νύχτα μαγικιά, μια σκιά περνά!!! Κι αφήνει χάδι  ελαφρό –φοράω ένα εξώπλατο- είναι ο  αέρας  που παίζει στην πλάτη μου μια φούγκα∙ εκετελεί τη μουσική στων σπονδύλων τον αυλό, του Μαγιακόφσκι. Το πιο διακριτικό και  ωραίο αντρικό χάδι∙ του αέρα, όχι του Μαγιακόφσκι.

Κατά τα άλλα, όλα τα ζουζούνια της μέρας εξαφανίστηκαν και όλα τα άγνωστα της νύχτας με τριγυρίζουν,  ανεβαίνουν πάνω στο τραπέζι,  σουλατσάρουν στην οθόνη του υπολογιστή, χωρίς να με υπολογίζουν,  αγνοούν τις προθέσεις μου, δεν ξέρουν πως βγάζω παντόφλα και  φαπ τα ρίχνω στον Καιάδα. Δεν αγαπώ παρά  μόνο τη δική μου τη ζωή και, αν εσείς, ζουζούνια, τολμήσετε να με αγγίξετε, θα βρείτε κακό μπελά. Δεν με γοητεύετε με την ομορφιά που έχουν ή που είχαν κάποτε τα φτερά σας, εκείνος ο πρασινομπούμπουρας ας πούμε ή η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη και σαν στραβή βρίσκει στις τέντες, δεν με θαμβώνουν οι περιπέτειες του Οδυσσέα –άλλωστε περιπέτεια σημαίνει καταστροφή- δεν με ρίχνετε με ένα κότερο τριάντα μέτρα ούτε με μία βίλα με τριάντα δωμάτια ούτε με τριάντα πολύτιμους λίθους κρεμασμένους στον λαιμό μου, Μαύρη μεγάλη μοναξιά  με τόσα πετράδια γύρω απ’ το λαιμό σου, ξεφύτρωσε ο Γκάτσος ….  Πηγαίνετε αλλού να ασκήσετε τα μυστικά της Τέχνης σας, δεν έχει έδαφος η γοητεία σας να πατήσει εδώ.

Μπα σε καλό μου, όλα αυτά για μερικά ζουζούνια, οίστρους και αλογόμυγες!!!

Μια μέρα μετά, λύσαξε ο Αίολος μονομαχώντας με τον Ποσειδώνα. Έφτασα στην παραλία πλήρως εξοπλισμένη, αντιηλιακό, καπέλο, γυαλιά, ομπρέλα, καρέκλα. Ο αέρας όμως δεν άφηνε τίποτα στη θέση του. Η θάλασσα -τόλμησα και μπήκα- έκανε διαμαρτυρία….χαμός. Στα ρηχά, και να μη μπορώ να πλεύσω, ένα κύμα μεγάλο, κι απανωτά, ένα ακόμα πιο μεγάλο με πέταγε συνεχώς έξω χωρίς να με ξεβράζει, και με απομάκρυνε από τη σημαδούρα της καρέκλας μου. Την ομπρέλα ούτε που τόλμησα να ανοίξω για να μη με σηκώσει σαν την Μαίρη Πόπινς πάνω από τις καμινάδες που δεν υπάρχουν άλλωστε εκεί, αν και η έλξη της βαρύτητας με κάνει κύμβαλο αλαλάζον που θα καταλήξω συντριμμένο βάζο.  Άφησα όμως το καπέλο με μια μεγάλη πέτρα μέσα για να μην αναληφθεί σαν εκείνο στην ταινία του Νικήτα Μιχάλκοφ, Μαύρα μάτια, ποιος το θυμάται τώρα… σαν καπέλο, σαν φύλλο δέντρου το πήγαινε και το ’φερνε ο αέρας, έτσι, χωρίς προορισμό, σαν φτερό στον άνεμο,  σαν piuma al vento, γυναίκας μοιάζει. Έβαλα τα πέδιλα, έβγαλα τα γιαλιά. Τα πρώτα  με βοηθάνε να μη βουλιάξω και να μην κουραστώ, έλα μου ντε που δεν μπορώ να κάνω καμιά κίνηση παρά  να προσέχω μη μου έρθει το κύμα κατάμουτρα σαν σφαλιάρα στην αναίδειά μου. Γι’ αυτό φοράω τα γυαλιά αλλά έπρεπε, με βάση τα δεδομένα, να διαθέτω και υαλοκαθαριστήρες∙ γι’αυτό τα ’βγαλα.  Τέλος πάντων, κατά κάποιον τρόπο, τα κατάφερα να επιπλέω, χωρίς να απομακρύνομαι, αλλά και να θυμάμαι όλες τις τρικυμίες που είχα διαβάσει. Εκείνη του Οδυσσέα και την άλλη του Αινεία… Πω, πω, πω… αν δεν έχεις εμπειρία δεν καταλαβαίνεις τίποτα… Να πώς χρησιμεύει το στέρεο έδαφος της εμπειρίας για να φανταστείς και να προχωρήσεις στη μυθοπλασία. Επανέρχομαι∙ αφού με σκαμπίλισε πολλές φορές το κύμα, όπως τον Αρχάγγελο, παιχνίδι και φτύμα του, έλεγε ο Καρκαβίτσας, κατάφερα με τα πολλά να βγω. Πώωως; Έπιασα τα χοντρά βότσαλα και περίμενα το κύμα να μου δώσει μια και να με πετάξει έξω, αλλά εκείνο με έσπρωχνε στο πλάι και πάλι πίσω μ’ έπαιρνε. Κατάφερα και έβγαλα τα πέδιλα, τα πέταξα στη στεριά, και σιγά σιγά με όλα τα ψιλά βότσαλα μέσα στο μαγιό μου βγήκα και παραπατώντας κάθισα στην καρέκλα μου, την οποία είχα δέσει με χοντρό σκοινί σε μια μεγάλη πέτρα για να μην τη σηκώσει ο αέρας.  Κάθισα και άνοιξα το βιβλίο μου. Ο ήλιος δεν έκαιγε –μετρίαζε την κάψα του αέρα- η  ομπρέλα δεν έτρεμε –την κράταγαν τα γερά σχοινιά ένθεν και ένθεν. Η θάλασσα όμως με κοίταζε κακομούτσουνη αν και γλυκιά κι ο αέρας που λυσσομανούσε μού γύριζε τις σελίδες χωρίς να προλάβω να τις διαβάσω… Να κατάφερνα να τις διαβάζω όπως τις γύρναγε αυτός, δεν θα είχα δέκα τόνους βιβλία αδιάβαστα στο γραφείο μου, αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτά…

Το μεσημέρι στο σπίτι όλα θύμιζαν καράβι. Κι επειδή το «καράβι» γύρω γύρω έχει τέντες που τις τραντάζει ο λυσσασμένος άνεμος,  έβγαινα κάθε λίγο να δω αν σκίστηκε κανένα ιστίο. Να μην ξεχάσω πως ο Γιώργος Κατσίμπαλης αποκαλούσε «ντάπια της Μαγκουφάνας» το σπίτι του στο Τριανέμι, όπως έγραφε το συμφωνητικό αγοράς», και ο Γιώργος Σεφέρης το αποκαλούσε «μαραμαρωμένο καράβι» από του οποίου τη γέφυρα μπορούσε να αρμενίζει ολόκληρη την Αττική…Πολύ αργότερα ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Ιδιωτική Οδό» επαναδιατύπωνε δίνοντας πιο ακριβείς συντεταγμένες για το δικό του καράβι:

«Ο Μέγας Πόντος είναι πέντ’ έξι χιλιάδες λέξεις. Και το σκάφος μου ένας χώρος ίσαμε δεκαπέντε βήματα μάκρος που ανεβοκατεβαίνει ολοένα και προχωρεί ανάμεσα Ηρακλείτου και Πινδάρου με κατεύθυνση την Ακρόπολη και πιο πέρα, τα Φάληρα, τις Αίγινες.

Φυσάει νοτιάς και χλαπαταγάνε οι τέντες μου…».

 

Να το λοιπόν, το είχα έτοιμο το βιβλιογραφικό μου σχόλιο στη μνήμη, σαν φωτάκι σε αναμονή… τσαφ, τσαφ, τσαφ…  χρόνια τώρα, που μόνο η κατακύρωση μού έλειπε. Βεβαίως καράβι είχε αποκαλέσει το σπίτι ο πατέρας  μου, ο αρχικαπετάνιος με το ναυτικό του κασκέτο στο κεφάλι…

Φυσά βοριάς, μαΐστρος,  τραμουντάνα … , συγγενείς όλοι αυτοί,  άνεμοι  από το σόι μου, και παλεύουν με τα ελαφρά έπιπλα στο μπαλκόνι μου, σαν  το κύμα  που πηγαινοφέρνει τα βότσαλα κροταλίζοντας στην απόληξη , ανάμεσα στεριάς και θάλασσας.

Τα «ντελικάτα» έπιπλα της βεράντας, λοιπόν, μετατοπίζονταν συνεχώς σαν να γλιστρούσαν στο λουστραρισμένο σαλόνι του Τιτανικού, όταν είχε αρχίσει να παίρνει κλίση. Μου έρχεται επίσης στον νου εκείνη η σκηνή στην ταινία 1900, όταν ο «Χίλια Εννιακόσια» έλυσε τα φρένα του πιάνου στο μεγάλο σαλόνι της πρώτης θέσης, κι αυτό πήγαινε πέρα δώθε, σαν να χόρευε βαλς, μέχρι που σφηνώθηκε μεγαλοπρεπώς και τρισχαριτωμένα σε μια τζαμαρία και την έκανε θρύψαλα. Χιλιάδες μικροί κρύσταλλοι  απόγονοι της τζαμαρίας έλαμπαν πάνω στο λουστραρισμένο πάτωμα, σαν να γκρεμίστηκε η έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ στο παρκέτο…

Είμαι ακόμα στο μπαλκόνι.  Όταν έβγαλα τον υπολογιστή για να γράψω κάτι λίγο, τον ξαναμάζεψα και μπήκα μέσα στην ασφάλεια του εσωτερικού χώρου…    Κι ενώ έξω γίνεται χαμός, μέσα οι  ανεμιστήρες, σαν αδιάφοροι  μνηστήρες, προσπαθούν ο ένας από το ταβάνι κι ο άλλος από τα δάπεδο, ο ένας να με απογειώσει κι ο άλλος να με προσγειώσει. Μα τα φτερά τους δεν έπαιρναν, η μίζα έδινε, αλλά αυτοί…  και δεν μου πρόσφεραν τίποτα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Απομένει, έσχατη λύση,  η ανεπιθύμητη συνεισφορά του αίρ κοντίσιον, η «αεροσυνθήκη», όπου αισθάνεσαι «σαν ψάρι στη σαλαμούρα», καθώς έλεγε ο Σεφέρης που το είχε δοκιμάσει  νομίζω, τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν από τη Μέση Ανατολή βρέθηκε το Τζοχάνεσμπουργκ ή στην Πρετόρια στον δρόμο με τις Τζακαράντες και έγραψε κι ένα ωραίο ποίημα. Το ενδιαφέρον είναι ότι είχε δει  εκείνον τον κινέζο φασιανό μέσα στο κλουβί του. Ήταν ο διάσημος  «Ευπλόκαμος Νυχθήμερος,  όπως τον λένε. / Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας με την καρδιά γεμάτη σκάγια/τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο — αυτόν που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου».

Έλα τώρα εσύ, υποκριτή αναγνώστη, έλα Χρήστο κι εσύ Σάσα, βοηθάτε λιγάκι, ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος; Κάτι λέει  εδώ ο ποιητής. Τι τον νοιάζουν τα ζώα στον ζωολογικό κήπο. Ζωολογικός κήπος είναι ο κόσμος που ζούμε και οι κρυμμένοι πολιτικοί πίσω από φασιανούς και πελεκάνους.  Όσο για τις τζακαράντες, εκείνος τις είχε δει, αλλά εγώ τζακαράντες τώρα έμαθα ποιες είναι…

 

Την άλλη μέρα, το σύννεφο που καλύπτει τον μεσημεριανό ήλιο έχει συρρικνωθεί προς την απέναντι παραλία, στην αττική πλευρά του Σαρωνικού και λίγο πάνω από το πλαϊνό μου το βουνό. Στο κεφάλι μου από  πάνω ένα ουρανός γαλάζιος λάμπει και αστραφτοβολά, αλλά ο σχισμένος κάλβειος άνεμος απειλεί ακόμα να μου καταξεσκίσει τα ιστία.

Μέσα βράζει, έξω δεν μπορώ να σταθώ. Ποιος φταίει, τι φταίει… εγώ φταίει που δεν είμαι ό,τι ήμουν και που είναι ένας άλλος και σίγουρα Ρεμπώ δεν είναι εγώ, η άλλη,  και δεν θέλω να γίνω αυτό που έρχεται … Άρτσι μπούρτζι και λουλάς…

Άνοιξη παρά τέταρτο, έλεγε ο Ελύτης προλογίζοντας το κεφάλαιο «Τα Κορίτσια». Τώρα εγώ τι να πω: Φθινόπωρο και τέταρτο, Χειμώνας παρά τέταρτο; ΌΧΙ του Μεταξά…

Λέει, ας πούμε, ο Γιλωργος Ρούσκας

Κάποτε η ψυχή γερνά πριχού το σώμα πέσει 

 

Έλα μου που εγώ δεν «γερνά η ψυχή», αλλά «το σώμα πέσει» και το απολαύσαμε στην παραλία. Διότι εγώ ψυχικώς δεν εγέρασα μωρέ παιδιά. Έχω ανώριμη καρδιά και μια ψυχή γατίσια, καθώς φαίνεται, κι όσο για το σώμα… ε… αυτό τσαλαπατάει στις λακκούβες σαν τον Σκαρίμπα πίσω  από την Κυρά … που την περίμενε  και στόλιζε και στολιζότανε… Απογευματάκι, ο αέρας καλμάρησε κάπως, ξαναβγήκα στο μπαλκόνι∙ τώρα κρυώνω… ε! δεν υποφέρομαι. Όμως ο ήλιος που γέρνει, έχει απλωθεί σαν απαλό χάδι πάνω στα βουνά, φως και απαλή σκιά, χνούδι της φύσης, πουλάκια τσίου τσίου, σκυλιά γαβ γαβ …   Ας βάλω μια ζακέτα καλού κακού… Σαν φθινόπωρο μου φαίνεται, και χθες είχε σαλτάρει στους 42 βαθμούς. Είναι να τρελαίνεσαι!

Στο Τρίτο Πρόγραμμα, η Τρίτη  Συμφωνία αρ. 97, η γνωστή ως Του Ρήνου, του Ρόμπερτ Σούμαν… Με τέτοιο έργο αυτός γιατί τρελάθηκε; Από τη χαρά του ή από τον πόνο του…

Πάντως όταν άρχισε τη σύνθεση, τον Νοέμβρη του 1850, ήταν πανευτυχής μετά από ένα ευτυχισμένο και ειρηνικό ταξίδι στις περιοχές του Ρήνου με την αγαπημένη του Κλάρα. Το έργο μέσα σε τέσσερις μήνες ολοκληρώθηκε, πρωτοπαρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 1851,  στο Ντύσελντορφ και το διηύθυνε ο ίδιος.  Για να το ολοκληρώσει όμως  ενσωμάτωσε θέματα από παλαιότερες προσωπικές εμπειρίες. Έτσι γίνεται πάντα, κάτι από δω , κάτι από κει και τσουπ, έτοιμο το σύνθεμα.  Μωσαϊκό. Μια στρώση μπισκότα, μία στρώση  σοκολάτα και μία σαντιγί, πασπαλίζετε με καβουρντισμένο αμύγδαλο ή τριμμένη σοκολάτα και το βάζετε στο ψυγείο να παγώσει…. Ο σεφ στην ΤιΒι δίνει την καλοκαιρινή συνταγή για «Μωσαϊκό».

Ο Ρόμπερτ και η Κλάρα έζησαν ερωτευμένοι και με πολλές επιτυχίες στην καλλιτεχνική αλλά και στην οικογενειακή τους ζωή. Όμως η Κλάρα ήταν διασημότερη από τον Ρόμπερτ, ήταν παιδί θαύμα στο πιάνο. Ο Ρόμπρετ ήταν ιδιοφυιής, αλλά ζηλιάρης. Επιπλέον, έπαθε και σύφιλη,   παρέλυσε το χέρι του  και δεν μπορούσε να παίξει. Η Κλάρα ανέλαβε και τα οχτώ παιδιά τους να φροντίσει –μια οκτάβα πιάνου- και τις συνθέσεις του Ρόμπερτ να εκτελέσει. Ο Ρόμπερτ αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κι έπειτα  κλείστηκε στο ψυχιατρείο, όπου δεν επιτρεπόταν στην Κλάρα να τον επισκεφθεί. Αντάλλασσαν μόνο επιστολές. Και πέθανε το 1851 σε ηλικία 46 ετών. Η Κλάρα έζησε σχεδόν άλλα τόσα χρόνια, φροντίζοντας πάντα για την προβολή του έργου του. Και ερωτώ τώρα: δεν είχε δίκιο ο πατέρας της, ο διάσημος πιανίστας και δάσκαλος του Ρόμπερτ, ο Βικ, που δεν τον ήθελε για γαμπρό;

Το φεγγάρι γεμίζει. Ώρα 12.13΄της νυκτός… Σε λίγες μέρες θα έχουμε πανσέληνο … Περάσανε οι λίγες μέρες και χθες το βράδυ ήταν η  παν Σελάνα στο μπαλκόνι μου να με κοιτάζει με ένα πρόσωπο ολοστρόγγυλο σαν να απορεί. Εντάξει, εντάξει, το θυμάμαι∙ είναι δυνατόν να μην το θυμάμαι; Ποίημα του Ελύτη και δεν θα το θυμάμαι… Εεε!

Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ’ έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Κρούοντας βότσαλα μες στο νερό ν’ ακούσω
Πως σε λένε Σελάνα 

Έτσι μπήκες στη ζωή μου και δεν σε ξεχνάω ποτέ. Εγώ όμως εδώ πίνω ήλιο κορινθιακό και όχι λεσβιακό,  ωστόσο, όλη η Ελλάδα ίδια είναι…  και πριν μιλήσω για σένα, Σελάνα μου, το πρωί, αφού στερέωσα καλά σαν καράβι στο λιμάνι την ομπρέλα μου… μπήκα στη θάλασσα για να κάνω το καθιερωμένο μου δρομολόγιο, ως την πιο πέρα γειτονιά, ως τη διπλανή παραλία, ως τις σημαδούρες… Αλέ ρετούρ μια ώρα κι ένα τέταρτο.

Βρίσκομαι στον πλουν της επιστροφής. Από μακριά ξεκρίνω να ξεπροβάλει, ανάμεσα στα πεύκα, πλάι στο γκρέμισμα του Μήτσου του καντινιέρη, που κάποτε είχε καφετέρια και εξυπηρετούσε τους λουόμενους, ρίχνοντας τα απόβλητα στη λίμνη, όπου ζει το παραδείσιο πουλί, το σπάνιο το ψάρι, η παλαιά χελώνα και το χέλι, εκεί στου Μήτσου το γκρέμισμα, πλάι στο χαμόρεμα και της γριάς Τσόκενας τη μάντρα,  όπου οι ψαράδες έδεναν τις βάρκες τους και ήρθε το Λιμεναρχείο και ειδοποίησε να τις πάρουμε από κεί γιατί ο χώρος είναι βιότοπος και προστατεύεται εξ ου και της καφετέριας το ξεπάτωμα (έτσι καθυστερεί και ο Παπαδιαμάντης να φτάσει στο ζουμί, για να κεντρίζει το ενδιαφέρον),  εκεί λοιπόν,  μέσα από τα δέντρα την είδα να ’ρχεται τη μικρή δρυάδα ή γοργονίτσα της ξηράς που με 1, 2, 3, 4, 5, 15 πόδια, διαγράφοντας ένα δεπέλλιχο, όπως τον θέλει ο Γιώργος Ρούσκας, έναν τέλειο δεκαπεντασύλλαβο, αλλιώς γνωστό,  κάθετο στη βοτσαλωτή παραλία, εκεί βρέθηκε με το τελευταίο πόδι του ρυθμού της στο νερό ως τον αστράγαλο. Κι εκεί στέκει κι ακινητεί, βιδωμένη να αγναντεύει τη θάλασσα από κοντά. Αγναντεύω… από το Α ως το Ω μια ολόκληρη αλφαβήτα, σαν τη ζωή…κι εκείνη «αγνάντευε» …τα πόδια της

Πίσω της καταφθάνει ώριμος τις, βγάζει το ένα παπούτσι κι έπειτα την κάλτσα, βγάζει και το άλλο και την άλλη κάλτσα, βγάζει και την πουκαμίσα και μένει με τη βερμούδα. Από το γεωφυσικό του τοπίο, κοιλιά βουνό και στήθος δασύ, καταλαβαίνω πως πρέπει να είναι ο μπαμπάς της. Παππούς αποκλείεται, δεν έχουν ξεκολλήσει ακόμα οι μύες από τα οστά, δεν έχουν κρεμάσει τα μπράτσα, δεν έχει χαθεί η μυική μάζα ούτε το λίπος της∙ όλα του ντούρα για την ώρα.

Εγώ που έρχομαι από μακριά, από τις κροκοσυλλέκτριες της Σαντορίνης, ας πούμε, έχω στυλώσει το βλέμμα και περιμένω τη γοργόνα να κάνει το plongon pour trouver du nouveau, τη βουτιά της δηλαδή. Να απολαύσω την έκπληξη της θερμομετρικής διαφοράς ξηράς και θάλασσας και να αναφωνήσει το γνωστό «Α!!! Κρύα είναι!!!».  Όπως ήδη είπα, η διαδρομή είναι μακρά, 1 ώρα και ένα τεταρτημόριο του κύκλου της, ήτοι 45 λεπτά συνολικά. Η μισή διαδρομή 22,5 λεπτά. Αλλά εκείνη, εκεί, βιδωμένη κι εγώ αν και κολυμπάω αργά σαν φελούκα γερασμένη με σπασμένη φτερούγα … σχεδόν σαν πλεύση σημειωτόν εις τον αυτόν τόπον, εν δυο, εν δυο, περιμένω να την δω επιτέλους να μπαίνει, να τσιρίζει, να ακκίζεται… Αυτή όμως έχει μαρμαρώσει στη στάση του πεύκου του μοναχικού, του κοριτσιού του αναποφάσιστου, να μπει κανείς ή να μην μπει, That is the question… , είπε ο Σαίξπηρ, και  δεν μπήκε. Εγώ όμως δεν άντεξα άλλο και ανάμεσα σε φύκια, κουκουνάρια κι άλλα χορτάρια του βυθού που το τρελό το κύμα έφερε στην επιφάνεια, πλησίασα  … Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζύ σου (ο Εμπειρίκος απουσιάζει χρόνια κι ο κυλιόμενος ψαρεύει αλλού, πιο πέρα στους βράχους, με μια γεύση τρικυμίας στα χείλη γιατί μπεδεύτηκε η πετονιά σαν τη χτενισιά της θύελλας και τα μαλλιά  της «Μαρίνας»), κατέφθασα, το λοιπό (όπως έλεγε και ο μακαρίτης ο Γιάννης), στο λιμάνι μου, πήρα θέση στην καρέκλα μου, κάτω από την ομπρέλα μου και άνοιξα το βιβλίο μου. Εν τω μεταξύ ρίχνω βλέμματα στη γοργόνα, είναι και κάποια απόσταση, πια, αλλά εκείνη εκεί, περιμένει  τον Μεγαλέξανδρο να βγει να την ρωτήσει: «Ε, Κυρά Γοργόνα, τι λες ζω;» και ο νους μου έτρεξε χρόνους πολλούς πίσω.

Τελειόφοιτη της Φιλοσοφικής, το έτος μου κάνει εκδρομή στην Πέλλα, στα μωσαϊκα και άλλα της ειδικότητας  μου με τη Σχολή μου συμβατά. Η Βεργίνα δεν έχει ακόμα μιλήσει, ο Ανδρόνικος δεν έχει ακόμα πανηγυρίσει. Οδός  Πανεπιστημίου, μπροστά στα Προπύλαια, φθάνω με μια βαλίτσα στο χέρι. Βλέπω πολλούς συμφοιτητές αλλά όχι την παρέα μου. Αφήνω τη βαλίτσα κάτω και κάθομαι απάνω. Είναι η εποχή που φοράμε μίνι φούστα. Κάποια ώρα ξεκινάμε με δύο πούλμαν. Στο ένα ο καθηγητής που μας συνοδεύει, ο Στυλιανός Κορές, νεαροί άντρες φιλόδοξοι και ανερχόμενοι από το Σπουδαστήριο του περιωνύμου Φιλολόγου, και ένας νεαρός Ειρηνοδίκης προσκεκλημένος του, όλοι άξιοι Νάξιοι.

Στο άλλο πούλμαν ο φίλος του καθηγητή, ο πανεπιστημιακός καθηγητής επίσης, Μαθηματικός όμως, ο  Καραπιπέρης και άλλοι τινές. Όλοι φλέγονται για τα μωσαϊκά (και για το κοριτσομάνι της Φιλοσοφικής).  Πρώτη στάση στα Καμμένα Βούρλα για μπάνιο, καφέ και όποια άλλη ανάγκη.

Εγώ μπαίνω στα αποδυτήρια, βάζω μαγιό και σκουφάκι και ηρωίδα ιάμβου περπατάω τον δικό μου ηρωικό και λεβέντικο δεκαπενατσύλλαβο προς  τη θάλασσα, μπαίνω κατευθείαν μέσα, δίνω βουτιά σαν το δελφινοκόριτσο του Ελύτη – «δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται, ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται»-  κολυμπάω κανονικά, κάνω τις κωλοτούμπες μου, τα τσαλίμια μου και τις τρελίτσες μου, σαν την Καρέζη όταν ήταν «Δεσποινίς Διευθυντής», και  με την ίδια αεικινησία, ακολουθώντας την αντίθεστη διαδικασία, βγαίνω. Μετά, ντυμένη και δροσερή παίρνω θέση στην καφετέρια. Και  μπαίνοντας και βγαίνοντας  στα αποδυτήρια, άκουγα κάτι … αλλά δεν έδωσα  σημασία τότε… συνήθη σχόλια… Ωρέ μάνα μου, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου… και τέτοια αναμενόμενα  κολακευτικά…

Κρατούσα ημερολόγιο;  Πώς τα θυμάμαι όλα αυτά;  Μπά! ούτε Ημερολόγιο ούτε τίποτα. Κάποιος άλλος όμως με είχε κιαλάρει από την ώρα που κατέφθασα στο Πανεπιστήμιο και παρακολουθούσε τις κινήσεις μου, έβλεπε τις άλλες να ζουζουνίζουν και συνέκρινε. Εντύπωση ιδιαιτέρως του έκανα στη θάλασα∙ οι άλλες  να σκούζουν με όλα τα φωνήεντα κατά παράταξιν: ιιι, ααα,, εεε,  οοω … «κρύα είναι»!  να κάνουν νάζια, ακκισμούς και  χαϊδέματα, να μπαίνουν στο νερό αλλά να μη μπαίνουν, κι εγώ σαν τη Μελίνα –  Ίλια στο Ποτέ την Κυριακή  που μπαίνει και ένας λόχος άντρες καραβομαουνιέρηδες να βουτάει από ψηλά, από όλα τα καράβια, να κολυμπήσει μαζί της. Παρομοίως και η Κόρη μου η σοσιαλίστρα, η Βουγιουκλάκη,  να πετάει τα ρούχα εδώ κι εκεί κι ένας άλλος λόχος από χορευταράδες να τρέχει πίσω της να βουτάει στα νερά ή να χορεύει συρτάκι στη παραλία και αυτή «Είναι το στρώμα μου μονό, είναι το στρώμα μου μονό, είναι το στρώμα μου μονό και το’χω κάαααααανει και στενό»… Και για να επιστρέψουμε στο εμόν παρελθόν πώς διασώθηκε η πληροφορία για τα της τότε νεότητος  μου έργα,  ημέρας και κολυμβήματα … Πέρασαν χρόνοι πολλοί,   ωρίμασε ο καιρός, και  ο εικονολάτρης θεατής που με συνέκρινε με τον περίγυρό μου, με ενημέρωσε εκ των υστέρων. Δεν είχε ξαναδεί τη Μπουμπουλίνα  με μίνι φούστα και μαγιό, είπε…

Αχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! καγκελόφραχτος αναστεναγμός μετά πολλών θαυμαστικών ….

 

Συνεχίζεται…

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.