You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Myrtia Hellner – Η Ιστορία της Αρχαιολογικής Φωτογραφίας στην Ελλάδα. Φωτογράφιση μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και γλυπτών (1839-1980).  Πρόλογος Μ. Κορρές. Αγγλική μετάφραση, Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου. Εκδ. Όταν 2025

Ανθούλα Δανιήλ: Myrtia Hellner – Η Ιστορία της Αρχαιολογικής Φωτογραφίας στην Ελλάδα. Φωτογράφιση μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και γλυπτών (1839-1980).  Πρόλογος Μ. Κορρές. Αγγλική μετάφραση, Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου. Εκδ. Όταν 2025

H συγγραφέας με το παράξενο όνομα Myrtia Hellner είναι μια ταλαντούχα κοπέλα η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά σπούδασε Κλασική Αρχαιολογία και Αρχαία Ιστορία στο Μόναχο, εκπόνησε το μεταπτυχιακό της στη Βαμβέργη, παρακολούθησε ανοιχτά εργαστήρια τέχνης και Ιστορία της Τέχνης,  επικεντρώθηκε στη ζωγραφική και από το 2015 είναι Διδάκτωρ του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στον τομέα της αρχαιολογικής φωτογραφίας. Έχει ανασκαφική και αναστηλωτική εμπειρία. Με όλα αυτά τα προσόντα, η Μυρτιά Χέλνερ εργάζεται σήμερα ως αρχαιολόγος στη μελέτη των φωτογραφικών αρχείων, τη χρονολόγηση και αρχειοθέτηση του υλικού, διοργανώνει εκθέσεις, συγγράφει και μεταφράζει κείμενα, συμμετέχει ως εικαστικός σε  ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στη Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Η ιστορία της Αρχαιολογικής Φωτογραφίας είναι μεγάλη και περιπετειώδης. Αρχικά, η ενασχόληση με τη φωτογραφία ξεκινάει σαν hobby, στην συνέχεια όμως μεταποιείται σε επιστημονική μελέτη. Και, εφόσον έρχεται αρχικά με κληρονομιά πατρική, η οποία εξακολουθητικά την γοητεύει, το hobby καταλήγει στη διδακτορική διατριβή, μεράκι που μεταποιείται σε μια πολύ σοβαρή και εκπληκτική υπόθεση. Εκπληκτική γιατί με τη φωτογραφία της μνημειώνει πρόσωπα και πράγματα και συμβάλλει στην επιστημονική έρευνα. Τούτο ενισχύεται από τον Πρόλογο που καταθέτει στο πόνημα ο μέγας αρχαιολόγος Μ. Κορρές, καθώς και η Καθηγήτρια στο Εθνικό Καποδιστριακό   Πανεπιστήμιο Αθηνών Λυδία Παλαιοκρασσά-Κόπιτσα, η οποία επέβλεψε τη διατριβή.

Ο Καθηγητής Κορρές αρχίζει από τον καιρό που οι αρχαιολόγοι έπρεπε να σχεδιάσουν τον τόπο ή το εύρημα που ήθελαν να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν, μέχρι που ήρθε η φωτογραφία για να διευκολύνει την κατάσταση, αλλά οι σκιές σε μια φωτογραφία ήταν πρόβλημα που έπρεπε να υπολογιστεί σοβαρά.  Μετά την απλή φωτογραφία, ήρθε η ψηφιακή φωτογραφία να λύσει το θέμα των σκιών σε μια εικόνα,  και η εξέλιξη τρέχει.

Η ιστορία, ως γνωστόν, βαδίζει χέρι χέρι, με την αρχαιολογία και είναι επίσης γνωστό ότι ο Θουκυδίδης, πριν γράψει, έκανε επιτόπια  έρευνα στα πεδία των μαχών.

Φυσικά η  Myrtia Hellner δεν μιλά μόνο για τη φωτογράφηση του ανοικτού πεδίου ή των μεγάλων κτισμάτων, αλλά μπαίνει μέσα στα Μουσεία και φωτογραφίζει τα εκθέματα. Η φωτογραφία λέει ο Κορρές εμπεδώθηκε μετά το 1850 ως «απαραίτητο στήριγμα της αρχαιολογίας». Όμως υπάρχουν προβλήματα σοβαρά όπως το πώς φωτογραφίζεται π.χ. μια εικόνα καμπύλης επιφάνειας αγγείου σε επίπεδη επιφάνεια.

Κατά τον Μπένγιαμιν, το αντικείμενο μπορεί να αποσπασθεί από το περιβάλλον του και να αυτονομηθεί, πράγμα που επιτυγχάνει η φωτογραφία, η οποία συλλαμβάνει τη στιγμή και την αιωνιότητα της. «Η φωτογραφία είναι μια άμεση πράξη· το σχέδιο είναι στοχασμός…», μας λέει  ο  Cartier-Bresson. Η φωτογραφία λοιπόν μπαίνει στα θαύματα της επιστημονικής μελέτης. Ήδη από το 1980 έχει κάνει την είσοδό της στην ορολογία «η αρχαιολογική φωτογραφία». Υπάρχει πλήθος από φωτογραφικά λευκώματα, συχνά οι ίδιοι οι καλλιτέχνες φωτογραφίζουν τα έργα τους, ωστόσο μπαίνει πάντα το ερώτημα  αν οι φωτογραφίες τους έχουν στόχο μια ιδεαλιστική, μια ρομαντική  ή μια ρεαλιστική απεικόνιση. Πάντως στην αρχαιολογική φωτογραφία επιδιώκεται η ακριβής «επιστημονική» προσέγγιση.

Το βιβλίο της Myrtia Hellner έχει δύο στόχους. Στο πρώτο μέρος του να κάνει μια αναδρομή και συνοπτική εξέταση της ιστορίας της φωτογραφίας, αναφορά στους ξένους και εγχώριους φωτογράφους,  και στο δεύτερο μέρος να συνοψίσει τα χαρακτηριστικά του τομέα φωτογράφισης αρχιτεκτονικών μνημείων,  αρχαιολογικών χώρων και τοπίων και τέλος, γλυπτών. Με παράδειγμα το μνημείο της Ακρόπολης έχουμε το τι έχει συμβεί  στο μνημείο από το 1839 έως το 1939 και ειδικά από το 1975 και εξής.

Η μακροβιότερη ανασκαφή ήταν αυτή της αρχαίας Ολυμπίας. Όχι μόνο η φωτογράφηση της ανασκαφής αλλά και των γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου, υπήρξε η πιο απαιτητική, αφενός λόγω της σπουδαιότητάς τους και αφετέρου επειδή αντιπροσωπεύουν όλες τις περιόδους της αρχαιότητας.

Η λέξη «φωτογραφία» είναι η εικόνα που δημιουργείται μέσω του φωτός πάνω σε μια φωτοευαίσθηστη επιφάνεια. Και ποιος να τo ’λεγε ήταν κάτι με το οποίο είχαν ασχοληθεί ορισμένα αφρικανικά φύλλα, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες.  Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τις μεγεθυντικές ιδιότητες των κρυστάλλων και των φακών, τους οποίους χρησιμοποιούσαν  ως διόπτρες για τις αστρονομικές παρατηρήσεις  ή στη μικροτεχνία. Είχαν παρατηρήσει επίσης ότι οι ηλιακές ακτίνες  πάνω σε λείες επιφάνειες, προκαλούν ανάφλεξη. Νομίζω εδώ βρίσκει την αλήθεια του ο στίχος του Ρεμπώ: l’éternité. Cest la mer mêlée. Au soleil  ότι δηλαδή η αιωνιότητα είναι αυτό το αστραφτερό ανακάτεμα του ήλιου με τη θάλασσα.

Με το φαινόμενο ασχολήθηκαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μετά ο Πλάτων, έπειτα ο Αριστοτέλης, ο οποίος περιγράφει μια λειτουργία ανάλογη με εκείνη που εκτελείται στον σκοτεινό θάλαμο, τη γνωστή camera obscura. Με το φαινόμενο ασχολήθηκαν ακόμα ο Ευκλείδης, ο Αρχιμήδης και αργότερα, στα χρόνια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής  εποχής, ο ΄Ηρων ο Αλεξανδρεύς, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, o Lucius Annaeus Seneca. Την camera obscura χρησιμοποιεί και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Η εξέλιξη είναι ραγδαία και θαυμαστή· η  camera γίνεται όλο και πιο μικρή όλο και πιο τέλεια μέχρι το 1839, έτος εφεύρεσης της φωτογραφίας – δαγγεροτυπίας αλλά η χρήση της είναι ακόμα πολύπλοκη, η μηχανή πανάκριβη, ζυγίζει 50 κιλά, οι πλάκες εύθραυστες η έκθεση στο ήλιο για πολλές ώρες κάνει τα χημικά υλικά επικίνδυνα. Όλα είναι δύσκολα, γι’ αυτό φωτογραφίζουν από το μπαλκόνι.

Η αναδρομή στην ιστορία της φωτογραφίας είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Στην οποία συμμετέχουν πολλοί πολλοί πολλοί φωτογράφοι καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, όλοι δοσμένοι, ταγμένοι στη μελέτη της μηχανής που θα αιχμαλωτίσει την εικόνα, η οποία μαγικά, στην αρχή θα εμφανιστεί σαν λευκή σκιά, θα γεννηθεί ένας κόσμος πάνω στο χαρτί,  αλλά και πάλι σε λίγο θα καταστραφεί… Θα χρειαστεί χρόνος, χρήμα, μελέτες, υλικά και επιμονή…

Οι φωτογράφοι σπεύδουν να ανακοινώσουν τις ανακαλύψεις τους, ο ένας στην Αγγλία, ο άλλος στη Γαλλία, ένας ακόμα στη Βραζιλία και άλλοι αλλού όπου προσπαθούν να πείσουν τους χρηματοδότες και να πάρουν μέρος στις αποστολές. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο κι έτσι οι αποστολές φεύγουν χωρίς τις νέες μηχανές.

Εντωμεταξύ, νέες λέξεις μπαίνουν στο λεξιλόγιο πέραν της δαγγεροτυπίας, όπως: φθοριούχο σουλφίδιο του νατρίου, καλοτυπία, καλμποτυπία, χαρτί αλάτων, χλωριούχος χρυσός, album, δηλαδή ασπράδι του αυγού με το οποίο αλείφεται η γυάλινη πλάκα, εξ ου και η αλμπουμίνα, το κολλώδιο κι άλλες πολλές μαγικές φράσεις ενός άγνωστου και μαγικού κόσμου, που δεν μας αφήνει να υποψιαστούμε τι προγόνους έχει το κινητό που  κρατάμε σήμερα και βγάζουμε σέλφι.

Στο βιβλίο θα βρούμε περί  τους τριάντα πέντε ξένους και δέκα Έλληνες φωτογράφους που ρομαντικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά επισκέπτονταν χώρους και μνημεία και φωτογράφιζαν. Η εξέλιξη των φωτογραφικών μηχανών πάει παράλληλα με την εξέλιξη της φωτοχημείας και των φωτογραφικών φακών. Κάποτε εμφανίζονται οι: leica, Canon, Nikon, Rollei, Kodak, Polaroid.

Προς το τέλος του 18ου και αρχές 19ου αιώνα οι ρομαντικοί κυρίως Γερμανοί, Γκαίτε, Βίνκελμαν, Λέσινγκ, Χέρντερ, Χέλντερλιν, δεν επισκέπτονται την Ελλάδα, προτιμούν να μελετούν από μακριά, οπότε έχουν μια εξιδανικευμένη εικόνα για τη χώρα μας, -«κατεψυγμένη Ελλάδα» την αποκαλεί ο Ελύτης- και αυτή την εικόνα παρουσιάζουν σε ελαιογραφίες, γκραβούρες και σχέδια που γίνονται και αφορμή για λογοτεχνικά έργα. Από εκεί πηγάζει και ο Φιλελληνισμός που εξελίσσεται σε Graicomania, και από εκεί πηγάζουν και διάφορα λευκώματα με ωραιοποιημένα τα ερείπια.

Ένα άλλο θέμα είναι οι ανασκαφές. Πολλοί χάθηκαν, όπως ο φοιτητής John Tweddel που πέθανε στην προσπάθεια του να αποτυπώσει κάθε πέτρα με απόλυτη ακρίβεια. Οι ανασκαφείς θέλουν να σχεδιάσουν τα γλυπτά. Ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας όμως τα θέλει για τον εαυτό του. Γι’ αυτό αναθέτει στον Johan Martin von Wagner, που αποδέχεται αποστολή, απρόθυμα όμως γιατί γνωρίζει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου ζει κανείς «σκυλίσια ζωή», οι Έλληνες είναι σαν τσιγγάνοι, και ο ίδιος πρέπει να κουβαλάει στρώμα, κουβέρτες, σερβίτσια, εάν δεν θέλει να πεθάνει. Όσο για τη διαφθορά: «δεν θέλω να μιλήσω, είναι κανείς μαζί τους μονίμως εξαπατημένος, όπως και να φερθεί… Με κανένα τίμημα δεν θα δεχτώ να αναλάβω μια παρόμοια αποστολή. Αυτό το ταξίδι μου κοστίζει 5 χρόνια ζωής»…

Η Αθήνα ήταν ένα  ξέφραγο αμπέλι για κάθε ελληνολάτρη, με την άδεια της Οθωμανικής Αρχής. Οι μεγαλύτερες καταστροφές όμως  γίνονται στα χρόνια της Επανάστασης. Στα χρόνια του Όθωνα καταφθάνουν οι Γερμανοί που θα φτιάξουν την «Οθωνόπολη». Οι περιηγητές από την άλλη, απογοητεύονται από την κατάσταση και τους Έλληνες, Ωστόσο συγκινεί πάντα ο Παρθενώνας και το «αττικό φως». Η συγγραφέας θα τιμήσει όλα τα μνημεία αναφέροντάς τα με τα ονόματά τους, όλους του χώρους στην Ελλάδα, θα παραπέμψει σε χαλκογραφίες και θα  αναφέρει όλα τα μνημεία, ακόμα και εκείνα που δεν υπάρχουν πια.

Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827 αποφασίζει την απαγόρευση της πώλησης και εξαγωγής αρχαιοτήτων από τη χώρα. Ο Καποδίστριας αναθέτει στον Μουστοξύδη τη συγγραφή νόμων για τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και  την ίδρυση του πρώτου Μουσείου στην Αίγινα. Η πρώτη αρχαιολογική υπηρεσία ιδρύεται το 1833, η Ακρόπολη καθαρίζεται από κτίσματα και άλλα υλικά, ο Κλέντσε προτείνει να γίνει Μουσείο στην Ακρόπολη, το 1835 αποκαλύπτονται τα Προπύλαια, Έφορος αρχαιοτήτων αναλαμβάνει ο Λουδοβίκος Ρος και πρώτος καθηγητής στη νεοϊδρυθείσα Ακαδημία Αθηνών. Αποκαλύπτεται η Αθηνά Νίκη, γίνονται εργασίες στο Ερέχθειο, κυρίως από τον Κυριάκο Πιττάκη του οποίου η συνεισφορά είναι ιδιαιτέρως συγκινητική. Συμμετέχουν οι Αλέξανδρος Ραγκαβής, Παναγιώτης Καββαδίας, Αλέξανδρος Μπαλάνος.

Η φωτογραφία γίνεται ιστορικό τεκμήριο. Ερασιτέχνες –ταξιδιώτες φέρνουν κοντά μας τα μνημεία από τα πέρατα του κόσμου. Διοργανώνονται αποστολές, αναπτύσσονται οι συγκοινωνίες, οργανώνεται ο «τουρισμός», ανοίγουν φωτογραφεία στο Κάιρο, στην Ισπανία, στην Αμερική, στην Άπω Ανατολή. Γεννιούνται οι φωτογραφίες «ενθύμια μνήμης». Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο –ΓΑΙ- ανοίγει παραρτήματα σε όλον τον κόσμο. Η Ακρόπολη κερδίζει κυρίως το ενδιαφέρον των ταξιδιωτών-φωτογράφων. Στην Έκθεση του Παρισιού το 1885, βραβεύεται με το μετάλλιο Α΄ τάξης για τις φωτογραφίες με ελληνικές αρχαιότητες ο βαρόνος des Granges. Ο  Φίλιππος Μαργαρίτης ανοίγει την Ελλάδα, το 1848, το πρώτο φωτογραφείο και είναι ο πρώτος Έλληνας που βραβεύεται το 1855 για τη φωτογράφηση του Παρθενώνα. Ο αδελφός του Γεώργιος είχε εισαγάγει το 1836 τη λιθογραφία.

Οι φωτογραφίες του Boissonnas εκδίδονται σε λευκώματα με πλήθος εικόνων και πληροφοριών για τις γωνίες λήψης,  για την κατάσταση και απόδοση του μνημείου, για όλο το συγκρότημα της Ακρόπολης και του περίγυρου. Ο Boissonnas φωτογράφησε επίσης τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου και όλους τους μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους, συνδυάζοντας ρομαντικό ή βουκολικό στοιχείο με το μνημείο με τους  παραδοσιακό ζωγραφικούς πίνακες και τις ιδεαλιστικές απεικονίσεις… Ήθελε, όπως έλεγε, να φωτογραφίσει τον Παρθενώνα μετά από μια δυνατή καταιγίδα, με φόντο τον σκοτεινό και συννεφιασμένο ουρανό».  Οι σελίδες, με τις πληροφορίες του τι κάνει ποιος, είναι αμέτρητες. Οι ξένες σχολές  και οι καλλιτέχνες φωτογράφοι, επίσης. Ειδική αναφορά γίνεται στο έργο της Nelly’s. Η καλλιτέχνις δίνει έμφαση στα γυναικεία πορτρέτα, τα οποία αποπνέουν την ευαισθησία της εύθραυστης γυναίκας.

Αδρομερώς, η φωτογραφία της τεκμηρίωσης εξαρτάται από την «πρόθεσή» της, τη χρονολογία της, την οπτική γωνία από την οποία έχει ληφθεί. Τεκμήρια είναι και οι φωτογραφίες μιας ανασκαφής, τα εκθέματα στα Μουσεία, τα τοπία και οι αρχαιολογικοί χώροι.

Η «αρχαιολογική φωτογράφηση» απαιτεί να διαγράφονται καθαρά όλες οι λεπτομέρειες του αγάλματος. Το περίγραμμα πρέπει να διαφοροποιείται αισθητά από το φόντο, και το γλυπτό να προβάλλει περίοπτο. Οι νυχτερινές φωτογραφίες γίνονται πολύ δημοφιλείς. Η Hellner φωτογραφίζει τις Καρυάτιδες από όλες τις πλευρές.

Το κάθε κεφάλαιο είναι εκτεταμένο, για κάθε λήψη τεκμηριωμένο και με πλήθος φωτογραφιών εμπλουτισμένο.

Είναι η φωτογραφία Τέχνη; Στο ερώτημα απαντά και η επιστήμη και η τέχνη ΝΑΙ, όμως με πολλές προϋποθέσεις. Για παράδειγμα πώς να φωτογραφίσεις τα χρυσά αντικείμενα στον τάφο του Τουτανχαμόν με τόση αντανάκλαση; Χρειάζονται ειδικές τεχνικές.

Η φωτογραφία στο μνημείο στη νησίδα του Ράφτη Αττικής με Γερμανούς αρχαιολόγους, εκτός από το μνημείο τεκμηριώνει και τους ανθρώπους. Η φωτογραφία είναι τεκμήριο μνημείου και ανθρώπων.

Οι ταχυδρομικές κάρτες με αρχαιολογικά θέματα για τουριστικούς λόγους κυκλοφορούν από το 1876. Παράδειγμα ο Αντίνοος, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ή ο Έφηβος του Μαραθώνα.

Το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, θα είναι πολύτιμο βοήθημα για τους ειδικούς επιστήμονες και απολαυστική αφήγηση για όποιον αναγνώστη.

Στο εξώφυλλο, Ο ιππέας  στον Όλυμπο, φωτοκολλάζ, φωτογράφηση G. Hellner, επιμέλεια εξωφύλλου Νίκος Χατζηπαπάς.

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.