Όπως μας πληροφορεί ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο τελευταίος μεγάλος αναχωρήσας για των Ιδεών την Πόλη, το υλικό αυτού του βιβλίου –Τετράδια Αμερικής- του αγαπημένου του φίλου και συνοδοιπόρου Ντίνου Σιώτη, συνιστά μια «προσωπογραφία της Αμερικής όπως την είδε, στην αρχή με το μάτι του νέου φοιτητή τη δεκαετία του ’70 στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, όπου σπούδασε, μέχρι την ώριμη ηλικία, όταν ήταν σύμβουλος τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα Γενικά Προξενεία στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη».
Ο Σιώτης στην Αμερική έβγαζε φυλλάδια, βιβλία, περιοδικά, μπροσούρες, ανθολογίες ποίησης, στα Ελληνικά και στα Αγγλικά από τον εκδ. του Οίκο και το τυπογραφείο του. Όλα ετούτα, όπως μας πληροφορεί ο Βαλαωρίτης, πέρασαν σ’ αυτό το πολυσυλλεκτικό βιβλίο, όπου ο κατάλογος των ονομάτων των ποιητών και των συγγραφέων με τους οποίους «συγχρωτιζόταν και συγχρωτιζόμασταν», «μια και υπήρχε η κοινή γλώσσα της ποίησης» είναι πολύ μεγάλος και εντυπωσιακός. Ο Σιώτης έφερε όλους τους σπουδαίους στο ελληνικό κοινό, μέσα από τα γραπτά του, αλλά και με τη φυσική τους παρουσία τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, στο REX, το 1993 και στο Megaron Plus, τo 2010 τον Τσαρλς Σίμικ. «Τα Τετράδια Αμερικής είναι ένας άθλος», ένα κοίταγμα από μέσα του πνευματικού κόσμου, μια ακτινογραφία της Αμερικής των ιδεών από Έλληνα ποιητή, που την έζησε τόσο έντονα.
Την Εισαγωγή του βιβλίου γράφει η Αγγελική Κορρέ, η οποία χαρακτηρίζει «δαιμόνια» την παρατηρητικότητα του συγγραφέα και την ικανότητά του να εντοπίζει ένα βιβλίο, κρυμμένο ποιος ξέρει πού, το οποίο θα περνούσε απαρατήρητο. Επίσης η Κορρέ επισημαίνει τη «δημοσιογραφική πλευρά» του Σιώτη που αδράχνει την ευκαιρία από την επικαιρότητα και εκδίδει μια ποιητική συλλογή, με «ποιήματα ανταποκρίσεις». Για τη γλώσσα του επίσης επισημαίνει πως «μπορεί να σπάσει και μια πέτρινη πλάκα για να βρει χώρο να αναδυθεί», ενώ την προσωπική του αίσθηση αποδίδει με «λίγο κυνισμό εκεί, λίγο πρώτο ενικό εδώ, όλα αυτά τα στοιχεία του ύφους που είναι τελικά πάνω από το ύφος. «Είναι θέση… όλες αυτές οι θυμικές “πινελίτσες”», οι οποίες καθιστούν τα Τετράδια Αμερικής «απολύτως αυθεντικά, μεταδόσιμα, ανθρώπινα… Σαν να ακούς έναν παραμυθά να διηγείται την συγκλονιστική ιστορία της Ιστορίας και …. ηδονή». Παρακάμπτοντας δεκαοχτώ λέξεις, από τη λέξη «Ιστορία» εκτοξεύτηκα και προσγειώθηκα στη λέξη «ηδονή» για να συμφωνήσω πως η ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι πράγματι μια ηδονή, μια πνευματική ηδονή.
Στον πίνακα περιεχομένων έχουμε τη τριπλή διαστρωμάτωση του υλικού με τον τρόπο της Θείας Κωμωδίας του Δάντη Αλιγκέρι: Inferno (εκεί που δεν υπάρχει ελπίδα), Purgatorio (εκεί που ίσως υπάρχει ελπίδα: τεχνολογία, μετριότητα, αμφιβολία και άλλες ακροβασίες ανάμεσα στο καλό και στο κακό), Paradiso (εκεί που υπάρχει ελπίδα: ποίηση, άνθρωποι, εικόνες και άλλα άνθη του καλού). Κάθε στρώμα με τις υποδιαιρέσεις του. Η προφανής τριμερής διαίρεση αφορά τη σκοτεινή πλευρά της Αμερικής: Η Κόλαση: «Σημειώσεις για την εξαθλίωση», «Το πολιτικό πρόβλημα», το γνωστό ρητό «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και τις «Κτηνώδεις Τάσεις».
Στο Καθαρτήριο: «Τεχνικά Προβλήματα», «Πολιτισμός εναντίον της κουλτούρας», «Το πολιτικό ημι-πρόβλημα» και «Σημειώσεις για την παρακμή». Τέλος, μπαίνουμε στον Παράδεισο: «Πρόσωπα», «Χάρτινα ήθη», «βιβλία», «βήματα προς την αλλαγή», «Μουσικές σκιές», «Πολιτικό μη-πρόβλημα», «Οι Έλληνες και οι περιπλανήσεις τους» και το βιβλίο θα κλείσει με τον Επίλογο και το Ευρετήριο.
Σχολιάζω αρχικά την έκταση του κάθε μέρους. Το πρώτο μικρό, το δεύτερο λίγο μεγαλύτερο και το τρίτο σχεδόν διπλάσιο του αθροίσματος των δύο άλλων. Τούτο σημαίνει πως η ζυγαριά γέρνει προς τα «άνθη του καλού» έτσι για να πάμε κόντρα στα «Άνθη του κακού» του Μπωντλαίρ.
Ο πίνακας περιεχομένων, λοιπόν, σαν μια ραχοκοκαλιά μάς δίνει τη δομή αλλά και τις επιμέρους λεπτομέρειές της, οι οποίες μπορεί να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ανάλογα με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του.
Δειγματολογικά, θα πάρω παραδείγματα από την κάθε ενότητα, για να δείξω αποχρώσεις του φάσματος.
Από την πρώτη ενότητα, κεφάλαιο ή στρώμα, όπως το είπα στην αρχή, επιλέγω το πλέον εξόφθαλμο «Ζει ο Φαλμεράγερ; Αν ο Σιώτης ήταν γοργόνα και μας ρωτούσε αν ζει ο Μέγας Αλέξανδρος θα της απαντούσαμε Ναι, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Ο Φαλμεράγερ όμως με τα ανθελληνικά του, βγαλμένος από τα ορεινά της Ευρώπης και ποιος ξέρει από τι ασφυκτικά κλίματα και πιεστικές τανάλιες του μυαλού, δεν γνωρίζει θάλασσα, αέρα, καράβια και γοργόνες. Το δηλητήριό του το έχει ρίξει:
Ο Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας, η Νίκη της Σαμοθράκης ήταν μαύρη (την είδε αυτός αυτοπροσώπως, όπως στις μέρες και η Κλεοπάτρα κυκλοφορεί ως μαύρη, ερήμην της ιστορίας και του Καβάφη που την θέλει «αίμα των Λαγιδών). Σύμφωνα με ένα περιοδικό και με αφορμή τα Εγκαίνια των Ελληνικών Αιθουσών του Μητροπολιτικού Μουσείου στη Νέα Υόρκη, ένας εκ των αρχισυντακτών θεωρεί τους Έλληνες Τούρκους χωρίς μουστάκι, η τραγωδία δεν είναι δική μας, οι αρχαίοι μας δεν είναι πρόγονοί μας, και είμαστε απόγονοι Τούρκων, Ούνων, Σλαύων και Βουλγάρων (εδώ και αν χρειάζεται ένα Βουλγαροκτόνος). Αν είμαστε εμείς οι νεότεροι Έλληνες Τούρκοι και ό,τι άλλο σκέφτηκε ο κος Klinghoffer (αλήθεια, Ντίνο, αυτός από πού είναι;;;) και όλη η Ευρώπη και η Γερμανία (που δεν ζει ο Φαλμεράγερ για να δει) Τούρκοι είναι.
Η ελληνικότητα του Μ. Αλεξάνδρου αμφισβητείται σε σχολικό βιβλίο, αλλά η συγγραφέας του δεν γνωρίζει καν και γεωγραφία. Ο Βρετανός συγγραφέας (!!!) Τζούλιαν Μπαρνς είπε ότι αφού τα αντίγραφα είναι τόσο ωραία γιατί επιμένουμε στην επιστροφή των μαρμάρων στην Ελλάδα και ο Σιώτης ρωτά: Τότε, γιατί δεν τα κρατούν αυτοί τα ωραία αντίγραφα και να μας δώσουν τα πρωτότυπα που έκλεψε ο Έλγιν; Κι ένα ακόμα εξοργιστικό είναι το μαύρο ομοίωμα της Νίκης της Σαμοθράκης με τον τίτλο «Αφρική Αναδυομένη» που έστησαν σε κυβερνητικό κτήριο του Μανχάταν. Τέλος ο Πύρρος της Ηπείρου ήταν Αλβανός. Και το ερώτημα είναι: από πού πηγάζει αυτή η απροσχημάτιστη παραπληροφόρηση; Είναι μεθοδευμένη;. Το σίγουρο είναι πως «η ελληνική ιστορία, αρχαία και σύγχρονη, δέχεται μια πολύ σκληρή επίθεση».
Θα τολμήσω μια απάντηση: Όποιος δεν έχει ιστορία προσπαθεί να καταργήσει και την ιστορία των άλλων….
Και μπαίνω στο Καθαρτήριο, όπου ίσως υπάρχει ελπίδα. Εδώ δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω. Τον Προμηθέα καλωδιωμένο ή τα φωνήεντα που λείπουν από μια λέξη για να ειπωθεί πιο γρήγορα (σαν τα βλάχικα ας πούμε, και ας μη μας θυμώσουν οι βλάχοι… Σε ποιον απευθύνεται η συγκοπή των φωνηέντων;). Μετά την ενοχλητική παρένθεση επανέρχομαι στον Σιώτη, ο οποίος ευστοχότατα σχολιάζει: «Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσο πολλοί δεν είχαμε τόσο πολλά να κάνουμε σε τόσο λίγο χρόνο». Πρέπει λοιπόν να σεβόμαστε το χρόνο μας και για να κάνουμε οικονομία κόβουμε τα φωνήεντα (δεν αντέχω και ανατρέχω στα δικά μου. Έλεγαν οι αρχαίοι μας: ότε τα ζώα φωνήεντα ήν … Τώρα μπορούμε, όπως αλλάζουμε και το χρώμα και την εθνικότητα των αρχαίων, να αλλάξουμε τη φράση ότε τα ζώα σύμφωνα ήν …διότι πράγματι τα ζώα ήταν σύμφωνα στο τι θα έλεγαν στον αφέντη τους, υποστηρίζοντας το δίκιο τους). Διαβάζω μονόλογο από μία ταινία του Γούντι Άλεν:
«Θα πάω να σκοτωθώ. Θα ’πρεπε να πάω στο Παρίσι και να πηδήξω από τον Πύργο του Άιφελ. Ξέρεις κι αν πάρω το Κονκόρντ, θα είμαι πεθαμένος τρεις ώρες νωρίτερα -αυτό θα ’ταν τέλειο. Αλλά για στάσου ένα λεπτό. Με τη διαφορά της ώρας, θα μπορούσα να είμαι ζωντανός για έξι ακόμη ώρες στη Νέα Υόρκη αλλά ήδη νεκρός τρεις ώρες στο Παρίσι». Με αυτό το παράδειγμα ο Σιώτης και ο Άλεν αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι «πιστεύουμε πως είμαστε υπεράνθρωποι αφού πιστεύουμε πως έχουμε χρόνο για το κάθε τι» (και στο τέλος τέλος, εάν βιαζόμαστε τόσο πολύ να πεθάνουμε ας πέσουμε από την Ακρόπολη σαν του Μιμίκου τη Μαίρη).
Και φτάσαμε, επιτέλους στον Παράδεισο. Το πρώτο κείμενο αφορά τους ποιητές και την εξουσία. Επιλέγω την τελευταία πρόταση η οποία ανήκει στον Τζον Κένεντι: «Εκεί που η εξουσία διαφθείρει η ποίηση αποκαθαίρει». Είθε και γένοιτο και αμήν. Σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου, και αφού περάσουμε από τις συμπληγάδες της πολιτικής, θα ανασάνουμε. Θα ακούσουμε τους ποιητές,, αλλά και πάλι πολιτική και αντίδραση και αντίσταση και δραστηριοποίηση και αναγνώσεις και τραγούδια γιατί, όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος: Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο. Και πώς σμίγει ο κόσμος; Με τον Φερλιγκέρι τον ακτιβιστή, με τον «Πάπα» Έρνεστ Χέμινγουέη και όλα τα στέκια στον κόσμο, από όπου κι αν πέρασε έστω και για ένα ποτήρι νερό. Ακόμα και το «Ποτέ δεν έφαγε εδώ ο Χεμινγουέη», στη Μαδρίτη, εντάσσεται στον κατάλογο των τυχερών ποτοφαγείων. Πότης, ψαράς και γυναικάς είναι η επιτομή του μεγάλου συγγραφέα. Το όνομα πουλάει!!! Ο Σιώτης από τον μακρύ κατάλογο των προτιμήσεων του Έρνεστ –γυναίκες όπλα, πόλεμο, ταξίδια, ψάρεμα, ξεχωρίζει τρείς: γυναίκες, όπλα και γυναίκες χωρίς όπλα. Cherchez la femme, λοιπόν. Είναι ο ίδιος ήρωας των μυθιστορημάτων του στα οποία «υπάρχει ένας αέρας ανθρωπιάς, ρομαντισμού, καλοσύνης, μεγαλοσύνης και ηθικότητας». Πίσω όμως από τα έργα υπάρχει ο άνθρωπος που τίναξε τα μυαλά του στον αέρα στα εξήντα δύο του χρόνια. Η Ιστορία θα καταγράψει «αξεχώριστα» τη ζωή και το έργο του, κρίνει ο Σιώτης.
Τι να πει κανείς για το εξαιρετικό πορτρέτο του Μάρλον Μπράντο; Για τον συνωστισμό στην εμφάνιση του Αλμοδόβαρ, για το «βράχο βράχο τον καημό μου» και τον Τζακ Χίρσμαν, για το τεράστιο φίδι που έτρωγε τα ποντίκια που έφαγαν το Paris Revieu, για την Εταιρεία Συγγραφέων που έφαγε τον Χωμενίδη και την Αμάντα Μιχαλοπούλου, μεταξύ πολλών άλλων, αλλά και στην Αμερική παρομοίως έχουν τα πράγματα, με παράδειγμα τον «ελαφρό» Κοέλιο που με την ποσότητα έφαγε τον διανοούμενο και κοινωνικό επιστήμονα Χαγουαρίμπε στη θέση του «Αθάνατου» στην Ακαδημία της Βραζιλίας.
Αλλά στη ζωή υπάρχει και το καλό φαγητό (Τζιμ Χάρισον), αλλά και το αλκοόλ (Τζον Απντάικ) και το τέλος του κόσμου (Ντόρις Λέσινγκ) και η λογοκλοπή; Και από πού αρχίζει αυτή; Από τους Αρχαίους μας, θα έλεγα, αλλά ο Σιώτης αρχίζει από τον Σαίξπηρ και με γιγαντιαία άλματα στον χρόνο, πετάει στον Μολιέρο, φτάνει στον Κιτς, διότι πας γράφων κλέφτης και στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση είπε ο Σεφέρης. Το θέμα απαιτεί ειδικό Συνέδριο για διευκρινίσουμε τι είναι κλοπή, τι δάνειο, τι μίμηση, τι οτιδήποτε συναφές άλλο…
Το Μηδέν λέει κάτι; Ναι!! Από εκεί αρχίζει η φιλοσοφία της Ανατολής. Οι Βαβυλώνιοι το επινόησαν, οι Ινδοί το προσκύνησαν, οι χριστιανοί το αρνήθηκαν, οι Αιγύπτιοι το αγνοήσαν, οι Πυθαγόρειοι δεν το έλαβαν υπόψη τους, ο Θαλής όμως όταν είδε την έκλειψη ηλίου, το ένα μηδέν πάνω στο άλλο και τη νύχτα πάνω στη μέρα … ένιωσε μαγεία. Σήμερα το μηδέν είναι ωρολογιακή βόμβα και ως τέτοια τη βλέπει ο Τσαρλς Σιφ στο βιβλίο του.
Και τα Τετράδια Αμερικής τελειώνουν με έναν αμερικανικό way για την Αμερική, με τα στραβά της και τα ίσια της. O Ντίνος Σιώτης έχει πολλά ακόμα να πει αλλά αυτά σε άλλο βιβλίο. Ως εδώ, έδωσα πιστεύω το όλον εν περιλήψει και τα υπόλοιπα εν καιρώ, λόγω των πολλών ευκαιριών που μου δίνει για να περιπλανηθώ, να μαγευτώ και να «αντιδράσω» θαυμαστικά πάντα.
Ανθούλα Δανιήλ