You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ο Αντώνης Ζέρβας (1953-2022) και το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου. Εκδ. Περισπωμένη

Ανθούλα Δανιήλ: Ο Αντώνης Ζέρβας (1953-2022) και το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου. Εκδ. Περισπωμένη

 

        Ρίξε μια παγερή ματιά /Απάνω στη ζωή, στον θάνατο

                           Και τράβα, καβαλάρη

(Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, «Μια γυναίκα, νέα και γραία», μτφρ. Αντώνης Ζέρβας)

 

 

Τα πάντα είναι αυτοβιογραφία

(Α.Ζ.)

 

Ποιος είναι ο Αντώνης Ζέρβας και ποιος ο Αριστείδης Κουτζοθεόδωρος στον οποίο ο πρώτος αφιερώνει ένα ολόκληρο βιβλίο από αυτά που η Περισπωμένη εκδίδει υπερήφανα για την αισθητική τους εν πρώτοις και για το σπάνιο περιεχόμενό τους οπωσδήποτε; Ο συγγραφέας είναι, βέβαια, γνωστότατος στον κόσμο των βιβλίων -24 βιβλία, 9 μεταφράσεις, 1 Ανθολογία, 6 φορές με την ευθύνη άλλων εκδόσεων, άπειρα γραπτά σε εφημερίδες και περιοδικά- βιβλίο και Το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου (Φυλλάδιο πέμπτο, 2019), αλλιώτικο από τα άλλα, αν και παντού είναι ο ίδιος με διαφορετικά προσωπεία.  Εδώ  επιλέγει το ιπποτικό μυθιστόρημα, το άλογο και τον καβαλάρη του. Η  τεθλασμένη οδός που ακολουθεί περνά από έξι διακριτά Μέρη: «Ο μαύρος Εφέντης», «Ερμηνεία του μαύρου Εφέντη», «Οι αυτοϊδέες του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου», «Το Ιπποτικό μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου», «Το πένθος της προσδοκίας», «Ο δεσποτικός ειρμός της ομιλίας».

Ο εκδότης Σωτήρης Σελαβής στο προλόγισμά του, γράφει ότι «ο Αριστείδης Κουτζοθεόδωρος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του έργου αυτού … ολοκληρωμένος και τελειωμένος ως έκφραση του ελληνικού ρομαντικού πνεύματος».

 

Τα θέματα που εξετάζει ο Ζέρβας είναι πολλά και γενικώς τρέχοντα. Ξεκινά από πολύ παλιά, πριν από τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, περνάει από τη γενιά του τριάντα και φτάνει στο σήμερα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου  χωρίς να έχει βάλει τελεία και παύλα. Την παύλα ήρθε να την βάλει λίγο μετά ο χρόνος βίαια και πρόωρα.

Μέρος πρώτο. Ένα άλογο μαύρο από καλή γενιά τρέχει στις σελίδες του βιβλίου. Εκπαιδεύεται να είναι ό,τι λέει και το όνομά του : «Εφέντης», που δεν ανεχόταν τον χαλινό, που έσπασε  «με αιφνίδιες και πολλαπλές κινήσεις τα χρυσοπόρφυρα φάλαρα», που έβαλε σε προβληματισμό τους ιδιοκτήτες του «αν  άξιζε τον κόπο» να συνεχίσουν να τον θρέφουν.

«Ο θυμός του ίππου είναι ό,τι η οργή του ανθρώπου. Η φαυλότητα όμως δεν είναι ελεύθερη επιλογή του. Ποιος είναι αυτός που μοιάζει με όλους μας χωρίς να μοιάζει με κανένα;».

Όλα σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης κάνουν το έδαφος να τρίζει, γιατί στα παραπάνω  εισαγωγικά που κρύβεται ο ποιητής και γίνεται Πυθία, έχουν μιαν άλλη ανάγνωση και μιαν αλληγορία.  Είναι αυτός που ωρίμασε αλλά παρέμεινε παιδί και είναι αυτός που «ψιθυρίζει με τη φωνή του δροσάτου αέρα το ρήμα του μηδενός».

Κι ακόμα είναι εδώ που ο Εφέντης υποκρύπτει μέσα στη μοναδικότητά του την εξαιρετική του αφέντη του προσωπικότητα.

Στο δεύτερο Μέρος, ο συγγραφέας ερμηνεύει τον Μαύρο Εφέντη.

Ήταν ημικαθαρόαιμος κέλης, τον οποίο αγόρασε ο Αριστείδης   Κουτζοθεόδωρος στην ίσια Φλάνδρα. Προσέχουμε το χαρακτηρισμό «ίσια» για τη μία από τις ονομαζόμενες Κάτω Χώρες της Ευρώπης.

Ο Εφέντης ανήκε στη ευγενή γενιά εκείνων των αλόγων που είχαν ταξιδέψει κατά τον Μεσαίωνα μέχρι την Ιερουσαλήμ. Είχε γεννηθεί το 1971 από διασταύρωση ιθαγενούς φορβάδας και αραβάγγλου επιβήτορα.  Τα χαρακτηριστικά του θύμιζαν την Αρκαδία, πατρίδα του Κουτζοθεόδωρου, όπου φύτρωνε και το ιππομανές φυτό που έτρωγαν τα άλογα και τρελαίνονταν, έτσι λέει ο Θεόκριτος. Και φυσικά τρελάθηκε και ο Κουτζοθεόδωρος που έτοιμος ακόμα και το σπίτι του να υποθηκεύσει για να τον αποκτήσει.

Η σχεδόν ερωτική περιγραφή του αλόγου αναδεικνύει τα εξαιρετικά χαρακτηριστικά του· πόντο πόντο  μας δίνει αναλογίες, χρώμα, ιδιαιτερότητες, ηλικία, χαίτη  και ουρά, γραμμές, κατατομή, χαρακτήρα, «εξαίσια δινεύματα… όταν οσμιζόταν φοράδα»,  ήταν «εύποδος και ισχυρός και εύσαρκος και  εύσχημος και ευμεγέθης». Από την άλλη «ήταν ένα άλογο ξιπασμένο,  ατίθασο, απείθαρχο», δεν άντεχε να χάσει «έστω και μια τρίχα της ουράς του».

Στη συνέχεια, ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο  απόσπασμα από τη Ζ ραψ. της Ιλιάδας, όπου ο Όμηρος περιγράφει πως βγαίνει ο Πάρις στον πόλεμο,  σαν άλογο που έσπασε τα δεσμά του και σαν κάποιον που ποτέ δεν έχει καβαλήσει άλογο.

Ο Κουτζοθεόδωρος νοιάζεται πολύ για το άλογό του. Το άλογο είναι συνυφασμένο με την επιθυμία του ανθρώπου να πετάξει, με την ευγένεια, τη δύναμη, τη γενναιοδωρία. Από την άλλη απαιτεί φροντίδα, πρέπει να ιππεύεται καθημερινώς και γι’ αυτό είχε προβλεφθεί η εκπαίδευση του σε έμπειρο αλογομάστορα. Σοφία ιππική επιβάλλει ο άνδρας να ασκεί τον εαυτό του στην ιππασία παρά να προσπαθεί να δαμάσει το άλογο.

Τρίτο Μέρος. Το σπίτι του Κουτζοθεόδωρου ήταν δίπατο, η πόρτα δίφυλλη· διάδρομος σκιερός, σκάλες  και πολλά δωμάτια, μεγάλο τραπέζι, καβαλάρηδες χορευτές, γυναίκες, βιβλία γραμμένα από ρασοφόρους, φουστανελοφόροι στα κάδρα. Ήταν οι πρόγονοι που έφευγαν αφήνοντας την εικόνα τους στον τοίχο.

Μετά την περιγραφή του Οίκου και της γενιάς έρχεται η περιγραφή της στρατιωτικής στολής, τα σιρίτια, τα κουμπιά, οι δερμάτινε μπότες· όλα  σπουδαία και μεγαλοπρεπή. Ο πατέρας του ήταν αντικουάριος, ήτοι  καλλιγράφος που αντέγραφε ιστορίες  ηρώων. Δεν επέλεξε το στρατιωτικό στάδιο αλλά αφοσιώθηκε στα γράμματα και την ιστορία.

Ο συγγραφέας σχολιάζει την παραμέληση των τύπων, δογματίζει αλλά και ανατρέπει το δόγμα του. Ο Κουτζοθεόδωρος δεν έγινε αξιωματικός γιατί ήθελε να  γίνει δάσκαλος, «γιατί κάποιος σ’ αυτό το σπίτι πρέπει να κάνει την ανάμνηση δική μας ιδέα», είπε στον παππού του, να διατηρήσει δηλαδή την ιστορική μνήμη. Τι σημαίνει αυτό; Ο παππούς αποφάνθηκε πως ο εγγονός τους είναι  σούπερβος, εξελληνισμένος τύπος του λατινικού superbus, αλαζών, τύπος της κωμωδίας.

Εδώ το σχόλιο είναι πολύ καυστικό και αφορά όλους αυτούς που σπουδάζουν για να γίνουν κάτι αλλά δεν σπουδάζουν γιατί αγαπούν τα γράμματα.  Η μέριμνα και η προσήλωση σ’ αυτό που μας υπερβαίνει μας ελαφρώνει από τη μιζέρια «της καθισοπεδωτικής εξατομίκευσης», λέει. Ο παππούς διέκρινε ότι ο εγγονός του ήταν προορισμένος να ερωτευθεί· και  ερωτεύτηκε τα γράμματα. Και ο Ζέρβας αποφαίνεται:

«Αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική λογοτεχνία είναι εν πολλοίς η ρηματική εκδήλωση των τρόπων με τους οποίους οι νεοέλληνες αισθάνθηκαν την Ευρώπη».

Τέταρτο Μέρος. «Το Ιπποτικό μυθιστόρημα  του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου» με υπότιτλο «Δια πόθον ρωμανίτιδος».

Επίσκεψη στα βασιλικά κτήματα στη Βαρυμπόμπη. Εγκατάλειψη. Σιωπή. Με μια πλατιά αναφορά στο τι δεν υπάρχει πια, μας λέει τι και πώς θα έπρεπε να υπάρχει.

Δεν υπήρχαν τείχη, ακροπυργώματα, άνθρωποι σε διάφορους ρόλους, δέντρα, φίδια, στρουθία,  πτηνά, φαλκώνια, ιέρακες, μυρίνες ρόδα, νάρκισσοι, ψιττακοί, ταώνες, κύκνοι, βρύσες…

«Τι είναι Νεότης; Είναι η φύση κοιταγμένη στο ανθηρό τοπίο με τη μορφή παρελθόντος. Τι είναι Ρωμαντισμός; Είναι το κτιστό τοπίο ως αίσθηση της χαμένης αρμονίας  μεταξύ ανθρώπου  και σύμπαντος κόσμου».

Στη συνέχεια συμβαίνει ένα ατύχημα, το αυτοκίνητο «χτύπησε κατακέφαλα πάνω στον τοίχο», «η παύλα της κίνησης έγινε παύλα ζωής» και τώρα «Το αυτοκίνητο, ένας ακίνητος σωρός, καθόταν κι έτρωγε την ουρά του», «Αυτός ήταν ο καιρός της Μοίρας του». Ο συνοδηγός σώθηκε… «δεν πέσανε στον τοίχο του χρόνου, γιατί ο χρόνος είναι κύκλος… επιστρέφει στον εαυτό του και ποτέ δεν περατώνεται. Και γι’ αυτό οι Πυθαγόρειοι, ονόμασαν την αρχή του κεφαλή του Κρόνου… Μία αρχή»

Στο μέρος αυτό, ο Ζέρβας θα κάνει εκτεταμένη αναφορά στον Βιρτούβιο (όχι Βιτρούβιο) στην ουσία όμως για την ομορφιά των αναλογιών μιλάει και φυσικά στον λόγο του επανέρχεται η αγαπημένη Κουλικία ή Κυκλία για την οποία γράφει: «Την αγαπώ την Κυκλία, την αγαπώ σαν την κάσα που είδα ωσάν φωτοστέφανο κι ωσάν θηλιά πάνω από τα μαλλιά της τρέλας». Το όνομα της γυναίκας καθώς και η φράση στα εισαγωγικά οδηγούν σε ένα μεγάλο οικογενειακό και προσωπικό τραύμα. Κι εκεί που η κουβέντα γίνεται για τα πηδήματα του αλόγου, ο λόγος μπερδεύεται με τα μετρημένα βήματα του στίχου και τα εμπόδια που απαιτούν τη συνδρομή της Μούσας. «Γι’ αυτό το θαυμαστό μνημείο των εμποδίων είναι ότι τα κρισιμότερα εμπόδια της ζωής, και δη το σκάνδαλο του Εγώ δεν είναι τρόπος να το πηδήσεις καβάλα». Κι’ αμέσως μετά, σε μια καταβύθιση στοχαστική, θυμάται: «Είχαμε άλογα. Είχαμε γη. Ψάχνω τη γνώση που χάθηκε μαζί με τη γη και τα άλογα στο βάθος της λόχμης. Ψάχνω την ομορφιά  που χάθηκε με τη γη και τους ίππους. Μόνο η ομορφιά με κάνει να ξεχνάω». Και μετά από μια ιππασία με ανταγωνιζόμενο τον Σπάτα αναρωτιέται: «Πώς γίνεται άμα ξεχνώ να παραμένω Αριστείδης;». Ο προβληματισμός του Κουτζοθεόδωρου θα φτάσει πάλι στην «Κυρία», «Αυθέντρια», «Κυκλία», «Κουλκινία», γάμο ηδονή  … «Είναι ωραία όσο ανήκει στον άλλον».

Συμπεραίνουμε: του αρέσει η υπερπήδηση των εμποδίων, το άπιαστο, εκείνο που όσα κι αν έχει, θα του λείπει πάντα. Η ανάγκη ο Βιρτούβιος να διευθετήσει τα πάντα και στην ποίηση και στη ζωή. Ή μήπως όπως στη ζωή έτσι και στην ποίηση   ισχύουν τα ανάλογα;

«Ο Σκριβάς» (πρόσωπο, προσωπείο του Ζέρβα στο βιβλίο Μανουήλ Σκριβά του μεταφραστού Carmen et Error) «έχει πια διορισμό τις Βρυξέλλες».

-«Για να καθίσει κανείς, πρέπει να πετάξει πρώτα». 

-Ο καλύτερος ορισμός που άκουσα για το ύφος, αναφώνησε η Κουλκινία».

-Μη σηκώνεσαι Αριστείδη. Εγώ πρέπει να πεταχτώ ως το κυλικείο του Έθνους. Υπάρχει κίνημα για να κανονίσουνε τον Παπαδιαμάντη… Προς θεού! Συγχέουν την πίστη με τη συγγραφή… Κάτσε να δειληνίσουμε. Άσε τις δειλοσκοπήσεις  σου τώρα. Καλά, θα δειπνήσουμε μαζί το βράδυ…». – Κουλίνα, πένθησε η καρδιά μου· Κυκλία, ποιος θα την μυθολογήσει;

Όσο κι αν ο αγαπητός Ζέρβας θα διαφωνούσε, εγώ, βλέπω εδώ εκείνες τις δύο Αγγλίδες στην Κύπρο, «στα περίχωρα της Κερήνειας», στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, στο δείπνο δεν έγινε. Στο ποίημα του Ζέρβα θα γίνει λίγα χρόνια μετά.

Στο πέμπτο Μέρος, σε ένα ποίημα με έξι δίστιχα, γεμάτο ερωτηματικά σαν παραλογή και σαν παραλλαγή δημοτικού τραγουδιού, ζητά να μάθει ποια είναι η … ποιο είναι το… και καταλήγει:

Είσαι η κόρη του καιρού, η μάνα του πατέρα

Το φιλητό του Χάροντα  στην κεφαλή της τρέλλας

το ρόδι του ροδιού, μήλο από μηλώνα,  

 το ρόδο που αηδόνισε μ’ ανθρωπινή φωνίτσα

Είσαι το όνομα και η φυλή, βυθοκυματοδρόμα ρίζα.

 

Στο και έκτο Μέρος, τελευταίο ποίημα με δέκα στίχους

 Θέλησες να πεις την αλήθεια κι έτεξες την ομορφιά…

 Ήσουν  ό,τι γινόμαστε και είσαι ό,τι ξαστοχούμε.

Και έτσι έβαλε τέλος σ’ αυτή την περιπλάνηση, ο Μαύρος Εφέντης, ο Αριστείδης Κουτζοθεόδωρος, δύο σε ένα προσωπεία του Αντώνη Ζέρβα που αφού αλώνισε σαν τον Εφέντη του,  Εφέντης ο ίδιος –άλογο και καβαλάρης-  πεδιάδες γης και χρόνου παλιού, σαν ρομαντικός και προρομαντικός ήρωας ήρθε να μας ξανα- μιλήσει για τη γενιά του, την γενιά των Ελλήνων, να καυχηθεί για τα  υποστατικά του, να μελαγχολήσει για όσα χάνονται με τις αλλαγές του χρόνου που δεν έχει αρχή και τέλος και που όλα τα «ξεβγάζει στον κιλλίβαντά του».

Το ωραίο είναι πως το συνυφασμένο παραμύθι του με παλιά και νέα «άκτα» δεν είναι άλλο από μια γενική ανασκόπηση της ιστορίας της Ευρώπης, της Ελλάδας και του κόσμου, μέσα από τα προσωπεία που ο ίδιος αλλάζει. Ο Μαύρος αυθέντης, ο κέλης και ο Αριστείδης Κουζοθεόδωρος, είναι ο ίδιος η Ελλάδα και η επιθυμία του να ΕΙΝΑΙ, να έχει ΟΝΟΜΑ και να ξεχωρίζει, είναι Ελληνικός και παγκόσμιος συγχρόνως. Και είναι θλιμμένος και ας φαίνεται στην καθημερινή ζωή χαρούμενος, απολαυστικός, γενναίος και superbus, και σούπερβος  και αλαζών. Γιατί ΕΙΝΑΙ αυτός που λέει και ΕΙΝΑΙ από καλή γενιά, όχι γενιά του χρήματος (που και αυτό ισχύει), αλλά από γενιά που η τιμή και το όνομα είχαν αξία,  «είναι αυτός που μοιάζει με όλους μας χωρίς να μοιάζει με κανένα».

Κι ακόμα έχει το πλεονέκτημα της γραφής σε όλες τις χρονικές της στιγμές· τη  βιώνει, δεν την παπαγαλίζει. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι μεσαιωνική η επιλογή του, λόγω θέματος, με μια αποκλίνουσα συντακτικά γραφή, με μια προσωπική σφραγίδα που δεν θυμίζει κανέναν παρά το ηρωικό και γενναίο παρελθόν της γενιάς του, όπου, χωρίς να το επιδιώκει, αλλά και επιδιώκοντας, παίζει, σαρκάζει, θλίβεται και πενθεί για όλα όσα ο «ρωμαντισμός» του θέλει και η πραγματικότητα τού αρνείται.

«Όλα τα σκάφη γράφονται στο νηολόγιο, εκτός από ένα, και μόνον ένα σκάφος εξακολουθεί να πλέει ανηολόγητο στον αιώνα».

Αυτός ο ίδιος είναι το ανηολόγητο σκάφος, που βγήκε από τον κύκλο του Χρόνου στις 3 Ιουνίου 2022 και πήγε να συναντήσει την Κυκλία του, για να τηρήσει την υπόσχεση: «Καλά, θα δειπνήσουμε μαζί το βράδυ», για να μη λείψει από εκείνο το ανοιχτό ραντεβού…

Αν έλεγα πως το έργο του Αντώνη Ζέρβα είναι πολιτικό θα το στένευα πολύ, αν έλεγα πως είναι εθνικό θα το έβγαζα σε καλούπι, ωστόσο και στα δύο μέσα είναι αλλά και τα υπερβαίνει με τον καημό ενός αληθινού ανθρώπου που αγαπά την ιστορία του, την πατρίδα του,  τη γενιά του, τα γράμματα  με όλες τις αντιφάσεις της ζωής.

Στο βιβλίο του Μονοί λόγοι αναφέρει τον παραλοϊσμένο Αντονέν Αρτώ που πέθανε από καρκίνο στα 52 του και παρακαλεί τον αρχίατρο «να τον απαλλάξει από τη δοκιμασία των ηλεκτροσόκ», βεβαιώνοντας ότι «ζει προσωπικώς τις προηγούμενες ζωές του». «Δεν είμαι άρρωστος, έχω συνείδηση», φωνάζει,  «Οι μυστικές καταστάσεις του ποιητή δεν είναι παραλήρημα, δρ Φερντιέρ. Είναι η βάση της ποίησής του».

Νομίζω πως ο Αντώνης Ζέρβας, γράφοντας για το Αρτώ, ένιωθε μέσα του μια βαθιά συγγένεια…

Υστερόγραφο.

Λίγο καιρό πριν μας «αποχαιρετήσει» μού  έδωσε δύο βιβλία του. Παρουσίασα το ένα. Ήταν  η μετάφρασή στο ποίημα του Γέητς «Μια γυναίκα γραία και νέα». Το άλλο ήταν το «Ιπποτικό μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου». Με ρώτησε: «Ανθούλα, γιατί δεν έγραψες για τον Κουτζοθεόδωρο;».   «Θα γράψω, Αντώνη, σιγά σιγά…» και πέρασαν τρία χρόνια… Και ξαφνικά παίρνω μήνυμα: «Ανθούλα, γιατί με ξέχασες; Φιλιά σε σένα και στον Στέλιο». Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά. Ήταν πια στο νοσοκομείο και μετρούσε τις τελευταίες σταγόνες της ζωής του. Δεν πρόλαβα να πάω να τον δω, ο Χρίστος και η Τασούλα μου ανακοίνωσαν τον θάνατό του. Ο «Κουτζοθεόδωρος» με κυνηγούσε σαν ανεξόφλητο χρέος. Τώρα, δυο χρόνια, μετά αξιώθηκα επιτέλους να δω την ιδιότυπη «αυτοβιογραφία» του, όπου αυτοπαρουσιάζεται και αυτοσαρκάζεται, δομείται Αριστείδης και αποδομείται  Κουτζοθεόδωρος.

Θα κλείσω κι αυτό το Υστερόγραφο ξαναθυμίζοντας κάτι που έγραψα παλιά: «Ο τόνος της φωνής δείχνει την αλήθεια του προσώπου» γράφει, και διαβάζοντας  τον ακούμε να μιλάει. Βλέπουμε τις λεπτές ρυτίδες περίσκεψης στο μέτωπο, την ειρωνική χροιά της φωνής, την κατασταλαγμένη απαισιοδοξία, την ελληνική γλώσσα που υποκλίνεται  στο τυπικό μιας άλλης εποχής, την επιλεγμένη λέξη, την εσκεμμένη ασάφεια, την περίτεχνη φράση, τον υπαινιγμό, στοιχεία   όλα της  ωραίας ελληνικής λαλιάς του. Όπως λέει  ο Φλωμπέρ,  Η  Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ και  ο  Buffon  Le style c’est l’homme même (Το ύφος είναι ο άνθρωπος ), μπορεί κι ο  Ζέρβας να πει: τα γραπτά μου ΕΙΜΑΙ εγώ, η γοητεία μου και η σφραγίδα μου!!! Και φυσικά ο Αντώνης  Ζέρβας –ο Σκριβάς των Βρυξελλών- παραμένει πάντα στη ζωή με τα ιδιοφυή Scripta του, την απαράμιλλη γοητεία του και το σπινθηροβόλο πνεύμα του.

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.