You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ο Μίκης Θεοδωράκης στο Παρίσι  

Ανθούλα Δανιήλ: Ο Μίκης Θεοδωράκης στο Παρίσι  

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς …

 

 

Δυο μεγέθη, ή μάλλον τρία συναντήθηκαν στο Παρίσι  το 1970. Ο Μίκης μόλις είχε αφήσει πίσω του τον Ωρωπό και ο Μουστακί ήταν ήδη ο διάσημος Μέτοικος, όπως είναι και ο τίτλος της μεγαλύτερης επιτυχίας του. Οι δυο τους θα συνεργαστούν και ο Μουστακί θα τραγουδήσει στα γαλλικά τέσσερα τραγούδια του Μίκη. Την ιστορική συνάντηση θα κινηματογραφήσει ο σπουδαίος Ροβήρος Μανθούλης, οποίος φαίνεται κάποια στιγμή στο πλάνο με τον κάμεραμαν πλάι του.  Βεβαίως υπάρχουν κι άλλοι στον χώρο.

Ο Ροβήρος Μανθούλης γεννήθηκε το 1929. Ήταν Έλληνας σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών και ντοκιμαντέρ και σκηνοθέτης της τηλεόρασης. Από το 1967 ζούσε στο Παρίσι, όπου και πέθανε, στις 21 Απριλίου 2022, σαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Ο  Μίκης μόλις έφτασε στο Παρίσι  τηλεφώνησε στον Μουστακί και την επομένη άρχισαν τη συνεργασία για τη μεταφορά των τραγουδιών που είχε γράψει στη φυλακή, στα γαλλικά.

Στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται η Αθήνα με τα τανκς,  παρεμβάλλονται σκηνές από την Ελλάδα με ανθρώπους βασανισμένους, τον Παρθενώνα, κάποιες Καρυάτιδες (όχι της Ακρόπολης), μια μαυροφορεμένη γυναίκα,  μια μίζερη πόλη, η χαρούμενη υποδοχή στο Παρίσι.

Στο στούντιο, ο Μίκης τραγουδάει, «είμαστε δυο»· «nous sommeς les deux», μεταφράζει ο Μουστακί. Σεμνός δεν σηκώνει  τα μάτια από την κιθάρα του, παρακολουθεί τα χαρτιά του,  σημειώνει και ο ένας και ο άλλος,  και οι δυο κάνουν διορθώσεις, γιατί πρέπει οι ελληνικοί στίχοι να ταιριάξουν με τη γαλλική μετάφραση. Ο Μουστακί έχει μια φωνή σεμνή, σαν να νιώθει δέος πλάι σ’ αυτόν το γίγαντα που σαν Δία πετάει κεραυνούς μέσα  από τα πλήκτρα του πιάνου κι εκείνος τους αρπάζει στην κιθάρα του.

Ο Jean Barenat έγραψε γι’ αυτή τη συνεργασία στην εφημερίδα HUMANITE:

«Η συνάντηση του Θεοδωράκη με τον Ζωρζ Μουστακί θα μείνει στην ιστορία σαν μια μυθική στιγμή της τηλεόρασης. Μια στιγμή όπου γίνονται ένα, η φιλία και η αγάπη της μουσικής. Πράγματι, ο Ροβήρος Μανθούλης ήξερε πώς να μας δείξει, με μεγάλη επιδεξιότητα, τον Θεοδωράκη να «βουτάει» στη μουσική, και ήταν σαν να διάβαζε τη σκέψη του. Αυτή η δημιουργική δουλειά ανάμεσα στους δύο μουσικούς μας αποκαλύφθηκε μ’ ένα τρόπο βαθιά ανθρώπινο. Μετά από ένα τέτοιο φιλμ ο πήχης ανέβηκε ψηλά και το πρόγραμμα για να είναι ενδιαφέρον έπρεπε να μπορέσει να ανταποκριθεί. Η δουλειά που απαιτείτο πλέον ήταν μεγάλη…”

Στη συνέντευξη τύπου, ο Μίκης με το κοστούμι,  τη γραβάτα και  τα περιποιημένα μαλλιά, διατρανώνει την πρόθεσή του:

«Ήρθα στην Ευρώπη για να καταθέσω  τη μαρτυρία μου που θα είναι μακρά και τρομερή… με το λόγο, τη δράση και τη μουσική…».

Στο βίντεο, παρακολουθούμε στο ίντερνετ, από το αρχείο του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτο για τα Οπτικοακουστικά (INA), το υλικό που τράβηξε ο Μανθούλης. Το βίντεο ξεκινάει και αμέσως μετά το πρώτο πλάνο της Αθήνας με τα τανκς, μας δείχνει τους δύο καλλιτέχνες σκυμμένους πάνω στα χαρτιά τους να συλλαβίζουν τα λόγια τους, ελληνικά ο ένας, γαλλικά ο άλλος.  Παρεμβάλλεται μια σκηνή με σκάλες και κόσμο, από το Ζάππειο ίσως, ένας κουλουράς στέκεται μπροστά σε ένα αστυφύλακα,  και ο φακός επιστρέφει στο Παρίσι στο στούντιο, όπου γίνεται η ηχογράφηση, εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα.

Ο Μουστακί γυρίζει στον φακό και εξηγεί:

«Είναι μια συνάντηση εργασίας. Προσπαθούμε να μεταφράσουμε στα γαλλικά μια σειρά από τραγούδια που έγραψε στη φυλακή, όπως αυτό για τον Αντρέα τον συγκρατούμενό του, με μια κάποια διασκευή, δεν είναι ίδια η γλώσσα», λέει· «ούτε η ίδια ευαισθησία, αλλά πιστεύω στη δύναμη της μελωδίας. Όλη η μουσική είναι η μελωδία», συμπληρώνει ο Μίκης που μέχρι εκείνη την ώρα συνεργαζόταν στο πιάνο με κάποιον άλλο.  Ο Μουστακί ξαναπαίρνει τον λόγο και «το ζητούμενο δεν είναι ένας δίσκος, αλλά να τα τραγουδήσουν όλοι, να τ’ ακούσουν όλοι». Κι ο Μίκης επιστρέφει στην παρτιτούρα με το μολύβι στο χέρι, λέγοντας: «Αν ο τόνος σου πάει» και σιγομουρμουράει «είμαστε δυο…»… «nous sommeς les deux», του λέει ο Μουστακί    και συνεχίζουν να σημειώνουν σκυμμένοι στα χαρτιά τους. «Θ’ αλλάξω κάποια πράγματα στη μετρική», λέει ο Μουστακί. «Την μετρική…», επαναλαμβάνει ο Μίκης κι αρχίζει να παίζει στο πιάνο και να τραγουδάει: «μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι, τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ,  …».

Ο Μουστακί απαγγέλλει στα γαλλικά χωρίς να σηκώνει τα μάτια από τα χαρτιά του, ξύνοντας τα  μούσια του… Ο Μίκης συνεχίζει στα ελληνικά: «είμαι θρεφτάρι, μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο, σήμερα εσύ, αύριο εγώ». Και η συνεργασία εξελίσσεται σιγά σιγά, οι στίχοι και η μουσική  βρίσκουν τη θέση τους στην παρτιτούρα, στο πιάνο, στην κιθάρα, στα δάχτυλα, στις φωνές και στις καρδιές.  Ο Μουστακί κάτι ρωτάει και ο Μίκης του εξηγεί πως ο Αντρέας ήταν στο διπλανό κελί, όταν τον κατέβασαν από την ταράτσα και αρχίσαν τα χτυπήματα στον τοίχο, «μιλάγαμε με σήματα μορς». Ο Μίκης παίζει κοιτάζοντας ελάχιστα το πιάνο. Κυρίως κοιτάζει πλάι, τον Μουστακί κι ο Μουστακί τα χαρτιά του. Κι εκεί που παίρνει φόρα ο Μίκης δεν λέει λόγια πια, αλλά ένα συνεχές ταραραράμ ταραραράμ ταραραράμ, λέξεις που τις έχει καταπιεί και έχουν αφήσει στην επιφάνεια  μόνο το ήχο τους, τη μουσική τους. Ο Μίκης δεν παίζει με τα χέρια αλλά με όλο του το σώμα που πηγαινοέρχεται πάνω από το πιάνο, χορεύοντας πάνω στο κάθισμα του.

Ο Μίκης τραγουδάει τόσο όσο χρειάζεται για να παρακολουθεί ο άλλος τη μελωδία. Μετά το επαναλαμβάνει ο Μουστακί στην κιθάρα και στα γαλλικά και ο Μίκης του κρατάει το ίσο. Συνοδεύει μια κοπέλα, ο  Μίκης παρακολουθεί κι απολαμβάνει… Κι έπειτα ορμάει πάλι: «Είμαστε δυο, είμαστε δυο, η ώρα σήμανε οχτώ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς… ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς… ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ», κι αφού τελειώσει με ένα χέρι ψηλά και το άλλο στο πιάνο ακόμα, μας κοιτάει κατάματα. Στο ντοκιμαντέρ μπαίνουν οι συνταγματάρχες κι αμέσως πάλι το τελευταίο μέρος, τελείως μπετοβενικό:

«ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς… ταραραράμ, ταραραράμ, ταραραράμ, είμαστε δυο, είμαστε τρεις είμαστε χίλιοι δεκατρείς… ταραραράμ, ταραραράμ …», όλο και πιο δυνατά.  Κι αφού τελειώσει πια, μένει γερτός πάνω στο πιάνο, για λίγο, και τα χέρια ακίνητα πάνω από τα πλήκτρα. Αμέσως μετά υψώνει το σώμα  και με το αριστερό του χέρι διορθώνει τα μαλλιά του…  Όμως εκείνη η αστραπή στο βλέμμα του, σαν να λέει: θα νικήσουμε, ενώ το ζενερίκ ρίχνει τους τίτλους τέλους, μας μαγμνητίζει, μας ενθουσιάζει, μας κυριεύει ένα αίσθημα τρικυμίας.

Το ντοκιμαντέρ μπορεί όποιος θέλει να το απολαύσει εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ZMWYbd-  pyo&list=RDZMWYbd-Opyo.

Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε, όχι μόνο. Είναι και τα Πάθη  του Χριστού και της πατρίδας. Η Έξοδος του Μεσολογγίου στις 11, ο θάνατος του Μπάιρον στις 19 και, δυο μέρες μετά, η επέτειος του εθνικού μας πένθους. Σκληρός μήνας ο Απρίλης.

Ήτανε δυο, ήτανε τρεις, ήτανε χίλιοι δεκατρείς… Τώρα ξεθυμαίνουν τη νοσταλγία τους κάτω από το χώμα.

 

 

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.