Ανατομία ενός ποιήματος, διαχρονικότητα ενός αισθήματος και επικαιρότητα μιας βαρβαρότητας.
Με τον ψευδότιτλο «Κείνοι που επράξαν το κακό», δεύτερο μέρος από το ΙΑ΄ της σύνθεσης Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας θα επιχειρήσουμε μια μελέτη λεπτομερειακή πάνω στον έπαινο που συνθέτει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, μέσα από το παράδειγμα των προγόνων. Συγκεκριμένα, το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η λυρική εκδοχή του Επιταφίου του Περικλέους που έγραψε ο Θουκυδίδης για τους νεκρούς του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου.
Το ποίημα
Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο – δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να ‘χει σφάξει με τα χέρια της
Η μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Χορεύοντας να ‘χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Το ποίημα αποτελείται από 11 στίχους. Στον πρώτο και έβδομο στίχο αναφέρεται στους δράστες. Στους στίχους 2-6 αναφέρεται στους προγόνους των βουνών, στον όγδοο στίχο αναφέρεται στους θαλασσινούς προγόνους και στους τρεις τελευταίους στη μάνα.
Ο μεγάλος νεκρός, που κείτεται στην κλίνη της ελληνικής γης, ο Ανθυπολοχαγός του πολέμου της Αλβανίας, το τιμώμενο πρόσωπο εν πρώτοις είναι η αφορμή, την ώρα τούτη του θρήνου του, για να μνημονευθούν οι πρόγονοι, η γενιά στην οποία ανήκει, και να τοποθετηθεί στο γενικό πλαίσιο που τον γέννησε, τον ανέθρεψε και τον ετοίμασε για την ώρα της Ανάγκης, με το νόημα που έχει η λέξη «Ανάγκη» στην τραγωδία.
Ο πρώτος στίχος του αποσπάσματος αποτελεί και την κεντρική του ιδέα και ο τελευταίο τη θυσία για την Ελευθερία. Ο ποιητής μπαίνει δυναμικά με τη δεικτική περιφρονητική, μέσα στο πλαίσιό της, αντωνυμία -«κείνοι»- αποφασισμένος να μην τους δώσει όνομα αλλά να τους αφήσει ανώνυμους μέσα στην ανόσια πράξη τους. Με το ρήμα «επράξαν», στον αόριστο, διατηρώντας την αύξησή του, δίνει έκταση στο λόγο και στην κακή πράξη, δείχνει τον παραλογισμό των δραστών και τον στιγματίζει. Ο ποιητής, μην κατονομάζοντας την πράξη και προτιμώντας την παραδοσιακή, λαϊκή της εκδοχή, «κακό», αποφεύγει τους χαρακτηρισμούς και δίνει στον γενικό όρο «κακό» τη συμφορά, την αρρώστια και το θάνατο, όπως συνηθίζεται στο στόμα του λαού και όπως απαντά στο δημοτικό τραγούδι.
Ο στίχος με μια παύλα συνεχίζεται χωρίς συντακτική συνέπεια. Το ημιστίχιο «τους πήρε μαύρο σύγνεφο» δίνει με ονομαστική τη δρώσα δύναμη και τιμωρία, αφήνοντας την αιτιατική –«τους»- σε ασάφεια σε σχέση με το υποκείμενο της πράξης -«κείνοι». Έτσι «κείνοι» με την ονομαστική έχουν το στίγμα για το κακό που επράξαν, και ο τιμωρός τους, «το μαύρο σύγνεφο», την προβολή για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Το «μαύρο σύγνεφο», επίσης δεν κατονομάζει το είδος της τιμωρίας, με μια νέα ασάφεια στη φράση, αφήνοντας ελεύθερη τη σκέψη να υποθέσει το είδος. «Μαύρο» και «σύγνεφο» είναι το αντίστοιχο του διαπραχθέντος «κακού». Έδωσες, έλαβες, είναι η απάντηση, της λαϊκής συνείδησης, στο κακό με μια κρυπτομνησία του θρησκευτικού διακειμένου «Μάχαιραν έδωσες και μάχαιραν θα λάβης».
Ο ποιητής επιχειρεί να αναλύσει τους λόγους που είχαν «κείνοι που επράξαν το κακό». Πρώτος λόγος είναι το ότι δεν είχαν πίσω τους Ζωή. Ήταν άνθρωποι χωρίς παρελθόν και ιστορική μνήμη. Γι’ αυτό «τους πήρε μαύρο σύγνεφο». Συγκεκριμένα όμως, τί δεν είχαν «κείνοι» και τί είχαν οι πρόγονοι; Από την ανάλυση αυτού του «τί» προκύπτει το εγκώμιο των προγόνων και, μαζί με αυτών, και του ανθυπολοχαγού. Είναι ο ίδιος τρόπος τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει ο Περικλής για τον έπαινο των προκείμενων νεκρών. Πίσω από τους νεκρούς πάντα βρίσκεται η πατρίδα. Μια πατρίδα με την οποία ο Ελύτης έχει δηλώσει ότι αισθάνεται έναν πολύ μεγάλο δεσμό: «ένιωσα να είμαι Έλληνας, όπως ένας άλλος φτάνει να αισθάνεται ότι είναι τοξικομανής ή ομοφυλόφιλος – οργανικά, ψυχολογικά, αισθησιακά, ακατανίκητα» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα- Πρώτα», σελ. 24) και ακόμα «Η Ελλάδα, για τη νεότητά μου, εστάθηκε θάμβος. Δεν υπήρξα ούτε πατριώτης, ούτε φυσιολάτρης…». Για τον Ελύτη η φύση είναι «φορτισμένη με μυστικά μηνύματα … και παίρνει για τούτο δικαιωματικά μέσα μας το νόημα και το βάρος μιας μυστικής αποστολής» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Το Χρονικό μιας δεκαετίας, σελ. 241).
Οι πρόγονοι συγκεντρωμένοι μέσα στη λέξη «παππούς», αναδύονται από το μακρινό παρελθόν τους, γίνονται κοντινοί, και όλη η ελληνική ιστορία έρχεται στο παρόν μέσω του Ανθυπολοχαγού για το χρέος που απαιτείται στην παρούσα δραματική εθνική συνθήκη. Ο ενθουσιαστικός και ηρωικός στίχος, «Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο», παρακάμπτοντας το θρήνο που αρμόζει στην περίσταση, δίνει λεπτομέρειες από τη ζωή των προγόνων ανάλογες με εκείνες των αρχαίων πριν από τη μάχη. Η μάχη γίνεται γιορτή και έτσι και η νίκη γίνεται δική τους. Η «Ζωή» που δεν είχαν πίσω τους «αυτοί», είχε όμως ο «παππούς» γεννημένος «από δρυ» και αναθρεμμένος «απ’ οργισμένον άνεμο», τονίζει τις γερές ρίζες του στα ελληνικά βουνά, την αντοχή στις κακοκαιρίες, τη μαχητικότητα στις εθνικές περιπέτειες, το θάρρος, την υπομονή και την περηφάνια. Ζώντας την ιστορική του περιπέτεια ο Έλληνας γνωρίζει τον τρόπο και να την ξεπεράσει.
Το δεύτερο μέρος του στίχου, «μ’ έλατα και με κρύα νερά», επεκτείνεται στις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε ο παππούς πάνω στα ψηλά βουνά. Και τα δύο αυτά στοιχεία, «έλατα» και «κρύα νερά», παραπέμπουν στον Αγώνα του ’21 και στη ζωή των κλεφτών, αλλά συνυποδηλώνουν και την άντληση της ζωής κατευθείαν από τις γνήσιες και καθαρές πηγές της. Το κρύο νερό θυμίζει αμέσως το «νερό φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες», στο ποίημα «Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα», από τον Ήλιο τον Πρώτο. Οι πρόγονοι, αλλά και οι σύγχρονοι, ανατράφηκαν και ανατρέφονται μέσα σε φυσικό περιβάλλον με την πολιτισμική κληρονομιά του που από μόνο του αποτελεί αξία απαράβλεπτη, και επομένως οι αγώνες για την ελευθερία του συνιστά χρέος από τον χρόνο κατακυρωμένο ή «μυστική αποστολή» όπως είδαμε πιο πάνω.
Ο στίχος «Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα» δείχνει πόσο ανθεκτικοί ήταν στην αγρύπνια, ωστόσο η φράση «Με πικραμένα μάτια» καθρεφτίζει την ψυχική διάθεση, την πίκρα της ζωής και του αγώνα για τη λευτεριά, ένα πικραμένο «γιατί» στο αναιτιολόγητο «κακό που κείνοι επράξαν». Τα μάτια τους, ο καθρέφτης της ψυχής τους, δείχνουν ταυτόχρονα και το μόνιμο χαρακτηριστικό της φυλής· την ανθρωπιά και την αγάπη για την ειρήνη και τη χαρά της ζωής, που τώρα πρόθυμα θυσιάζουν.
Μετά από αυτούς τους έξι στίχους, που ο ποιητής άφησε να τρέξουν μονορούφι, χωρίς συνδέσμους και συμπλεκτικά, βάζει άνω τελεία στο στίχο του και παίρνει μια μικρή ανάσα πριν συνεχίσει.
Στον 7ο στίχο, φέρνει πρώτη την τιμωρία, με το ίδιο ημιστίχιο, του πρώτου στίχου του, «τους πήρε μαύρο σύγνεφο», για να την ξανακούσει ο αναγνώστης, ως μικρή παραμυθία, επειδή αποδόθηκε δικαιοσύνη. Το δεύτερο ημιστίχιο, περνάει αμέσως και πάλι στην αιτιολόγηση της κακής πράξης, «δεν είχαν πίσω τους αυτοί» που ήδη συναντήσαμε στον δεύτερο στίχο του αποσπάσματος. Χωρίς καθυστέρηση, με μια παύλα πάλι, ως ελάχιστη ανάσα, επανέρχεται στο τί «δεν είχαν πίσω τους αυτοί». Η ανωνυμία της αντωνυμίας «κείνοι» επανέρχεται με το συναφές επιτιμητικότερο «αυτοί». Είναι τώρα πια η στιγμή να μνημονεύσει ο ποιητής τους θαλασσινούς του προγόνους και τους αγώνες τους,
το «Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή»,
και γρήγορα να περάσει στις γυναίκες, στην ηρωική γενιά της «μάνας», και τη «μάνα μάνας» που κρατούν την αλυσίδα της ζωής. Με την επανάληψη της λέξης «μάνα» -τρεις φορές- προβάλλεται η μάνα και παίρνει θέση αντίστοιχη πλάι στον άντρα. Γιατί η μάνα είναι αυτή που γέννησε τους άντρες, παππού, θειο, πατέρα, εξασφαλίζοντας και διασώζοντας τη συνέχεια της γενιάς της, αλλά επιπλέον, ξεπέρασε τη φύση της, «με το βυζί γυμνό», σαν αμαζόνα, επαναστάτισσα, γυναίκα του Ζαλόγγου, και έδωσε δείγματα του θάρρους της, αφού «έχει σφάξει με τα χέρια της». Το ρήμα είναι πολύ δυνατό και από άποψη νοήματος και από άποψη ήχου. Έτσι και η πράξη της μάνας, είναι δυναμική και δυνατή. Επιπλέον ο ποιητής μιλώντας συνέχεια για «μάνα» και αποφεύγοντας τη λέξη «γιαγιά» που θα ήταν το ανάλογο του «παππού», άφησε στην επιφάνεια την ιερή έννοια, κρατώντας την συνεχώς στο παρόν, αέναη, νέα, δυναμική και κυρίως «μάνα» που τροφοδοτεί τη ζωή με νέα ζωή. Αυτοί, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν τέτοια μάνα, που «Χορεύοντας να ‘χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου», που μπαίνει στους αγώνες και προτιμάει την ελευθερία του θανάτου από το θάνατο της σκλαβιάς. Ο στίχος κρύβει μέσα του τον έρωτα της ελευθερίας. Η μετοχή «χορεύοντας», δίνει όλο το ηρωικό πένθος της ψυχής της, συγχρόνως την εικόνα της να πέφτει στο γκρεμό, μέσα από τη ρηματική έκφραση «να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου» με συνειδητή την απόφαση της επιλογής. Με αυτή τη διατύπωση ο ποιητής πετυχαίνει δυο πράγματα. Πρώτον, η μάνα δεν είναι θύμα αλλά ηρωίδα, επιλέγει τη λευτεριά μέσω του Χάρου, και δεύτερον, δίνεται στο Χάρο για να εξασφαλίσει τη λευτεριά της. Οι δύο αυτές δυνάμεις, Λευτεριά και Χάρος αντιστοιχούν στο σύνθημα Ελευθερία ή θάνατος και συνιστά συνειδητή, αγωνιστική επιλογή ανθρώπου από «καλή γενιά».
Το ποίημα στηρίζεται στα αντιθετικά ζεύγη:
α. εμείς (παππούς, θειος, πατέρας, μάνα) και «κείνοι»/ «αυτοί».
β. ύβρις (επράξαν το κακό) και νέμεσις («τους πήρε μαύρο σύγνεφο»),
γ. ιστορική παράδοση (Ζωή πίσω τους…) και παρόν
δ. πόλεμος (το κακό) και ειρήνη
ε. ελευθερία και θάνατος (χορεύοντας…Χάρος).
Μ’ αυτό το ζύγιασμα το ποίημα, πενθώντας τον προκείμενο νεκρό -τον Ανθυπολοχαγό- ο ποιητής υμνεί τη πατρίδα για την οποία σκοτώθηκε εκείνος, θυμίζει το χρέος μας απέναντι στους προγόνους που μας την παρέδωσαν, των οποίων είναι απόγονος και ο Ανθυπολοχαγός, και φέρνει στην επιφάνεια τη δυναμική της γενιάς που κυλάει και συνέχει τη ζωή μέσα από την πάλη των αντιθέτων, αντίρροπων δυνάμεων. Η διασάλευση της ισορροπίας συνιστά ύβρι από πλευράς «κείνων» και το αίμα που χύνεται απαιτεί την απονομή της δικαιοσύνης. Το «έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση».
Ο Ελύτης γενικά αποφεύγει να κατονομάσει τα πράγματα. Έτσι «κείνοι που επράξαν το κακό», πέρα από τους συγκεκριμένους «κείνους» που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, λόγω του τοπικού προσδιορισμού, όπου έλαβε χώρα ο χαμός του Ανθυπολοχαγού «της Αλβανίας», είναι εκείνοι που ανέκαθεν με την αλαζονεία της δύναμης και τη δύναμη των όπλων τους επιχειρούν να καταπατήσουν τα δικαιώματα των άλλων. Μια σύνθεση τέτοια, σαν το Άσμα για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό, δείχνει πόσο ο ποιητής είναι δεμένος με τη γη του και δοσμένος στη μυστική αποστολή του. Όπως λέει και στα Ανοιχτά Χαρτιά «Επιμένω σ’ αυτό και πρέπει να το χωνέψουμε- δεν είναι ο Ποιητής που διαμορφώνεται μέσα στον κόσμο. Είναι ο κόσμος που διαμορφώνεται μέσα στον Ποιητή» και σ’ αυτόν τον κόσμο, ο Ανθυπολοχαγός θα αποθεωθεί. Ο ποιητής επιθυμεί την κάθαρση από την ύβριν «κείνων» που την επράξαν.
Με ελάχιστη απομάκρυνση από την επιφάνεια, ο αναγνώστης βλέπει σε διαφάνεια, μέσα στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, όλη την ελληνική ιστορία μπροστά του, ακούει τον Θουκυδίδη και τον Περικλή μέσα από τα λόγια του Ελύτη κάτι που εξακολουθητικά επαναλαμβάνεται σε όλο το έργο του, αφού «κείνοι» που πράττουν το κακό έχουν επίσης απογόνους που το επαναλαμβάνουν.
Ανθούλα Δανιήλ