You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – Η επέτειος του Νόμπελ

Ανθούλα Δανιήλ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – Η επέτειος του Νόμπελ

Στις 18 Οκτωβρίου 1979, η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Κι έτσι η μικρή σε έκταση Ελλάδα αλλά μεγάλη στην καταγωγή, κληρονομία και ιστορία, τιμάται για δεύτερη φορά με ένα Νόμπελ. Η πρώτη φορά ήταν το 1963 , όταν τιμήθηκε ο Γιώργος Σεφέρης…

Το πραγματικό του όνομα Ελύτη ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Το Ελύτης το επινόησε εκείνος από το «Ελ» που προκύπτει από τις τέσσερις λέξεις: Ελλάδα, Ελευθερία, Ελένη, Ελπίδα. Ο αριθμός «τέσσερα» είναι πολύ σημαντικός, όπως τέσσερις είναι οι ακρογωνιαίες πέτρες του κάθε ελληνικού σπιτιού: Λογική, Ορθότητα, Συμμετρία και Αρμονία. Τέσσερις είναι και οι αρετές ενός άντρα: Αντρειά, Δικαιοσύνη, Ευθύνη, Σοφία.  Στη μέση του ονόματός του βρίσκεται το «Υ»,  ύψιλον, το πιο ελληνικό γράμμα, σαν  Υδρία, και, τέλος, η κατάληξη  των αρσενικών ονομάτων σε -της.

Ο Ελύτης με το Νόμπελ τίμησε την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα, ανέδειξε το υλικό της σώμα: ουρανό, στεριά και θάλασσα. Για την ελληνική γλώσσα είπε: «Είμαστε οι μόνοι σε όλη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό ”ουρανό” και τη θάλασσα ”θάλασσα”, όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν 2.500 χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό…».

Ο Ελύτης επανέφερε στην επιφάνεια ήθη, έθιμα, θρησκεία, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, συνέθεσε στο έργο του τον αρχαίο κόσμο με τον χριστιανικό, ανέδειξε όλα τα στρώματα της Ιστορίας, τα Πάθη της Ελλάδας και τα δεινά που υπέστη ο λαός της. Και το Άξιον Εστί είναι ένα έργο εθνικό, θρησκευτικό, ελληνικό,  ηρωικό και δοξαστικό. Βλέπει την Ελλάδα σαν Παναγία και σαν Χριστό. Ωστόσο, το συνολικό έργο του δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά είναι και πανανθρώπινο.

Ο Ελύτης, όπως και ο Σικελιανός πριν από τον Ελύτη, βλέπουν τον θεό  σε κάθε πλάσμα ή πράγμα πάνω στη γη. Ο Ελύτης θεοποιεί το Φως – Εγώ ειμί το φως-  τον ήλιο, τ’ αστέρια, το φεγγάρι…

Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου/ πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και / αυτός αλήθεια που ήμουνα, Ο πολλούς αιώνες πριν/ Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά/ Ο άκοπος από τον ουρανό/ Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε/ πάνω από το λίκνο μου/  …  Εντολή σου είπε αυτός ο κόσμος … Διάβασε και και προσπάθησε / και πολέμησε , είπε/ …/ Και αυτός αλήθεια που ήμουνα, Ο πολλούς αιώνες πριν/ Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά/ Ο Αχειροποίητος/ …/Πέρασε μέσα μου  Έγινε / αυτός που είμαι.   (Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»). «νυν τις άνηρ δόκιμος γενέσθω», μας λέει και ο Αλκαίος στο απόσπασμα 76, και σε μετάφραση, «τώρα είναι η στιγμή να δείξει ο κάθε άνδρας πως αυτός που περιμέναμε είναι».

Ποιος είναι αυτός που έσκυψε από πάνω του και του έδωσε την Εντολή; Ο Θεός –Δημιουργός, το Φως, ο Απόλλων, ο Ήλιος ο ίδιος…

Ο Ελύτης είναι κάτοικος του ελληνικού τοπίου, του πραγματικού και του ιδεατού, της ιδεατής ελληνικής επικράτειας, εκείνης που ως «ιδέα» της Ελλάδας,  στην ονειρική εκδοχή της πραγματικής, είναι ο Παράδεισος. Αυτήν παρουσιάζει και η ακόλουθη διατύπωση:

«Kατοίκησα μια χώρα που ’βγαινε από την άλλη, την πραγματική,  όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα  της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα  και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να  τηνε  βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε τόσο άπιαστη» (Ο Μικρός Ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» ΙΙ, σελ. 18).

Πρόκειται για τον τόπο, όπου οι αιώνιες αρχές και αξίες επιβιώνουν,  ξεπερνώντας τις επικαιρικές δυσκολίες, με άλλα λόγια πρόκειται για το αιέν που αφομοιώνει το εκάστοτε νυν, που επιβιώνει κόντρα στις αντιξοότητες των καιρών.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον τόπο, όπου γεννήθηκε ο Πλάτων, στου οποίου τη φιλοσοφική σκέψη  η «Ιδέα» αποτελεί το άυλο πρόπλασμα της ύλης, ενώ στην ποίηση του Ελύτη το υλικό σώμα και η ιδέα ταυτίζονται. Η «τόσο λίγη» Ελλάδα, στο απόσπασμα που προηγήθηκε, ανταποκρίνεται στην ιδεατή, τη σχεδόν «άυλη»,  από την πλατωνική της «ιδέα» καταγόμενη. Με  άλλα  λόγια,  η ελληνική γη,  με όλα όσα  την αποτελούν, είναι ο  Παράδεισος, ο ιδανικός  τόπος με  όλες εκείνες τις ψυχικές   δυνάμεις    και    διαθέσεις    που   παραπέμπουν  στο  βαθύτερο νόημα του Παραδείσου, ο οποίος  τελικά  είναι «ο αληθινός  μας εαυτός, το δίκιο μας, η   ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας Ήλιος» (Ο Μικρός Ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον», ΧΧVΙΙΙ, σελ. 121).

Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι ο τόπος, στον οποίο συναντιέται η ύλη με την «ιδέα» του. Μια «νήσος των Μακάρων», χωρίς φυσικό  πλούτο, αλλά  με τη χαρακτηριστική λιτότητα του ελληνικού τοπίου, που το στολίζει ένας Παρθενώνας ή «το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας  εκκλησιάς», που το  φυσούν οι άνεμοι και το περιβάλλει η «πιο θαμπωτική θάλασσα» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 35).  Επομένως, φέρει τα χαρακτηριστικά της ιθαγένειας, αυτά που συναντά κανείς σε ένα νησί του Αιγαίου, καταγόμενο κατευθείαν από την ομηρική Οδύσσεια και τον κήπο του Λαέρτη. Ένας «όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος», με τα λόγια του Σολωμού, κόσμος που χρησίμευσε ως μοντέλο για να δώσει μορφή στον Παράδεισο. Και όταν ο Ελύτης μιλάει για Παράδεισο, δεν εννοεί υποχρεωτικά έναν τόπο,  όπου πάνε οι ψυχές μετά θάνατον,  αλλά έναν ηθικό κόσμο, που τον φωτίζει ο  ήλιος, ο οποίος έχει θέση σ’ αυτόν τον κόσμο  ανάλογη με αυτήν που έχει και στον φυσικό κόσμο. Και ο Παράδεισος αυτός έχει διπλή εκδοχή. Είναι στεριανός αλλά και ένας «μακρύς θαλασσινός Κεραμεικός /Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια (Τα ελεγεία, «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου»)  

 

Επίσης, ας το πούμε από σήμερα ότι σε λίγες μέρες, στις 2 Νοεμβρίου, έχουμε επέτειο της γέννησής του, το 1911, πριν από 113 χρόνια.

Γι’ αυτήν την ημέρα έχει γράψει το ποίημα «Το τραγούδι του Ποιητή» από τη συλλογή Μαρία Νεφέλη, όπου αυτοβιογραφείται:

Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα

 δύο του Νοέμβρη ξημερώματα

 

βγήκα να δω τον κόσμο …

και μετάνιωσα

τα ‘‘ζόρικα’’ που λεν αμέσως τα ’νιωσα

………………………..

Πρώτον διότι κυνηγούσα το άπιαστο
Και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος άμοιαστο.

Αλλά και η εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη των αγίων «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου» στις 2 Νοεμβρίου. Ο Ελύτης διπλά μας δείχνει τη μέρα της γέννησής του.   

Τέλος, ο Ιησούς είπε: Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού…

Και ο Ελύτης είπε:

«Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται για την Ποίηση. Άπαξ όμως κι ενδιαφέρεται, είναι υποχρεωμένος ‘‘να  γνωρίζει να μεταβαίνει’’  σ’ αυτή τη δεύτερη κατάσταση, να περπατεί και στον αέρα και στο νερό» (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα κορίτσια», σελ. 133.Επίσης, στο ίδιο, σελ. 18 «Η ποιητική κατάσταση είναι μια τρίτη κατάσταση που δεν υπόκειται στις αντιφάσεις και τις διακρίσεις της ζωής».

Στην εποχή μας, που η λογική θριαμβεύει, ο ποιητής πικρά διαπιστώνει ότι «η ακριβολογία στη σκέψη δε συμπίπτει πάντοτε με την ακριβολογία στα αισθήματα» (Εν λευκώ,  «Πρόσω Ηρέμα», σελ. 409) .

και ότι  «δυστυχώς, οι άνθρωποι αποκτούν εύκολα μεγάλη παιδεία, και σε ό,τι απαιτείται μονάχα εγκέφαλος διαπρέπουν· σε ό,τι όμως απαιτείται να μετέχουνε οι αισθήσεις, υπνώττουν» (Εν λευκώ,  «Πρόσω Ηρέμα», σελ. 410).

Για τον Ελύτη,  Ελλάδα είναι η χώρα του θαύματος, είναι αυτή που αναδύεται μέσα σε μια έκρηξη φωτός, και μαζί της τα θαύματα, ο Θεός,  η ομορφιά και ο έρωτας. Τόπος ιδανικός και χρόνος κατάλληλος το μεσημέρι. Και των θαυμάτων η φανέρωση δεν έχει τέλος. Η σαύρα που χορεύει πάνω σε μια πέτρα, κάτω από τον ήλιο, στην Ολυμπία είναι ένα θαύμα. Η μικρή κοπέλα στην αυλή του, στις Σπέτσες όπου παραθέριζε η οικογένεια,  η πεταλούδα πάνω στα μαλλιά της στην αρχή και στο στήθος της, στη συνέχεια,  μέσα σ’ ένα ηχητικό φόντο από τζιτζίκια και μυρωδιές από εσπεριδοειδή των γειτονικών κήπων, που έπειτα απλώθηκε σ’ όλο το νησί κι αυτό είναι ένα θαύμα. Τα δελφίνια που πηδούσαν στα νερά, ανάμεσα Πάρο και Νάξο,  και με τις πλατιές ουρές τους σκόρπιζαν σταγόνες νερά, φτιάχνοντας λευκό αφρώδες κέντημα στο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, επίσης ένα θαύμα. Αυτό που ο Ελύτης ονομάζει «ηλιακή μεταφυσική» μοιάζει τόσο φυσικό. Προσφεύγοντας πάντα στην προσωπική του εμπειρία, κινητοποιεί  όλες τις  αισθήσεις του και μπαίνει ολόκληρος στο μυστήριο και στο θαύμα. Γίνεται ο ίδιος μέρος του θαύματος που υπομονετικά και ασκητικά περιμένει:

 

Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω

              Πέταξα γένι καλογερικό […] Κάτι κάτι

               Κάτι άλλο να βρεθεί 

(Το Φωτόδεντρο, «Τρεις Φορές η αλήθεια»).

 

Και μόνο το ρήμα «άγιασα» παραπέμπει σε μια θεία μεταμόρφωση, όσο κι αν ισχυριστούμε πως πρόκειται απλώς για σχήμα λόγου. Στο  ποίημα «Δήλος», πάλι,  νησί του Απόλλωνα, θεού του φωτός, όπου: «βουτώντας   άνοιγε τα μάτια κάτω απ’ το/  νερό   να φέρει σ’ επαφή το δέρμα του μ’ εκείνο το/ λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε  (από κάποιο  χωρίο του Πλάτωνα), στο ποίημα «Δήλος», όπου γίνεται φανερή η πλατωνική του νοσταλγία, να καταστήσει «δήλον» «εκείνο το λευκό της μνήμης».

Ο 20ος αιώνας που γέννησε τον Ελύτη είναι τυχερός. Κι αν ρωτούσε κάποιος. «Γιατί;» Θα έπρεπε  να πούμε πάρα πολλά και μερικά τα είπαμε ήδη. Ας επαναλάβουμε: Ο Ελύτης ανέδειξε την Ελλάδα, το τοπίο της και τον πολιτισμό της. Μίλησε για την Ιστορία και τα πάθη της. Φανέρωσε τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας,  παρακολούθησε την σε μάκρος είκοσι πέντε αιώνων ποιητική της πορεία. Κατακύρωσε με μαγικό τρόπο έναν άλλο κόσμο που κι αυτός είναι δικός μας κόσμος, γεμάτος νύξεις μιας ιδανικής τελειότητας, μας έμαθε ότι η πραγματικότητα δεν νοείται χωρίς το ποιητικό της μυστήριο.  Και τέλος γιατί η ποίηση του Ελύτη σταλάζει φως στην ψυχή, βάλσαμο στις πληγές και διορθώνει τις ανορθογραφίες της ζωής.

 

«Ο μόνος δρόμος που μας απομένει τώρα είναι ο κίνδυνος… Μένουμε σταματημένοι μεσοπέλαγα. Η μοναξιά της θάλασσας είναι πικρή και ατελεύτητη… Προσοχή, Θάρρος. Έφτασε ο καιρός να επαληθετούμε. Τα χέρια στο τιμόνι. Πρόσω …» (Ιδιωτική Οδός, Πρόσω ηρέμα»).

Έτσι περνά ο ποιητής στο μη θολούμενον, το άτρεπτον, το γυμνόν, το φαίνον, το αυτώ καταληπτόν, το αναλλοίωτον

 

                             Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.