Από το οπισθόφυλλο:
Κι αν σου μιλάω για θάνατο, στον νου μου έχω την αγάπη.
Τους βλέπω, αισθάνομαι τα βήματά τους στις πλάκες, ακούω τη φωνή τους στον αέρα. Δεν με αιφνιδιάζουν πια.
Γωνία Σταδίου και Αιόλου, ψηλά στην κόγχη του παλιού παραδοσιακού καθόταν Εκείνη, σαν Παναγία ένθρονη, στα λευκά και αναγεννησιακά ντυμένη κοίταζε κάτω σοβαρή εμένα που περνούσα… Εκείνος μπήκε από το πορτάκι χωρίς να το ανοίξει. Με το ναυτικό του καπέλο, καπετάνιος στις μαργαρίτες και τις παπαρούνες, καράβι στολισμένο ο κήπος. Η φύση κρατούσε την αναπνοή της κι όμως η μεγάλη ζαρντινιέρα αναδεύτηκε βίαια για μια στιγμή Εκείνος χάθηκε δίπλα στην τριανταφυλλιά της. Στην άκρη του γκρεμού, με βία τα νύχια έχωσε, σαν να ’χαν γραπωθεί απ’ το χώμα, μέσα στη χούφτα μου, λες και ήταν δυνατό κάπου εκεί μέσα να σωθεί, απ’ αυτό που τον είχε ήδη αρπάξει να ελευθερωθεί. Εκείνης η φωνή σαν μούγκρισμα βγήκε με δυσκολία να μ’ αποχαιρετήσει.
Στο μεγάλο τραπέζι στο γραφείο καθηγητών, η Βιβή από κει, εγώ από δω. Στη συμβολή Βασιλέως Γεωργίου και Θεαγένους τη βρήκα με χοές στα χέρια, στη μνήμη της μητέρας της. Η Νέλη έπινε κρυφά το θανατερό ποτό της, ο Δημήτρης με το ανώφελο διαπιστευτήριο μιας υγείας στο χέρι «σαν μικρού παιδιού», ο Θόδωρος έξω από το μετρό μετρούσε τα λόγια του για να μη μαρτυρήσει, ο Γιάννης έχασε τη φωνή του κι έτσι δεν πρόδωσε ό,τι τον τυραννούσε. Ο Θεοδόσης κρύφτηκε στην απόσταση, στους στίχους, στα τραγούδια. Οι άλλοι μας αιφνιδίασαν… Άλλος νωρίς κι άλλοι σχεδόν έφυγαν ένας ένας.
«Μη θλίβεσαι και μη λυπάσαι, εσύ γράφε, εμείς καλά είμαστε εδώ», να το πιστέψω θέλω πως το άκουσα. Αργά άρχισα να εκτιμώ τους μύθους, τα παράξενα και τα ακατανόητα, τη διαίσθηση και την αυταπάτη…