Ήτανε, λέει, κάτι παιδάκια στην Αφρική. Δεν ξέρω σε ποια χώρα, ονόματα και πρόσωπα δεν ξέρω. Ξέρω μόνο τη λέξη «πόλεμος» και «ζούγκλα» και τα παιδιά τα αρπαγμένα από το σπίτι τους -– τρόπος του λέγειν σπίτι, γιατί καλύβα ήτανε-
Η μάνα ανήμπορη, αν ήταν ακόμα ζωντανή, από τα όσα είχε βιώσει και δεν είχε πεθάνει. Ο πατέρας εξαφανισμένος, εάν κι αυτός είχε από τον διωγμό γλιτώσει κάπου ποιος ξέρει πού… Συνθήκες διαβίωσης σε έκτακτη ανάγκη. Λείπουν τα πάντα και το νερό ακόμη.
Κι όμως αυτό που μέχρι τώρα έβλεπα δεν ήταν εκείνο που θα έβλεπα και τα παιδιά ονόμαζαν «φρίκη». Δύο αδέλφια δηλαδή, 10 και 12 ετών, κι άλλα πολλά σε παρόμοιες ηλικίες αρπαγμένα από τη μάνα τους και μεταφερμένα στη ζούγκλα για να μάθουν να χειρίζονται τα όπλα!
Μάθημα πρώτον υπακοή. Όποιος δεν υπακούει τιμωρείται επιτόπου. Εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη: ο μεγαλύτερος αδελφός πρέπει να σκοτώσει τον μικρότερο για να φανεί πως κατανόησε το μάθημα. Και αν δεν το κάνει, τότε οι ρόλοι αντιστρέφονται· πρέπει ο μικρός να σκοτώσει τον μεγάλο και αν και εκείνος έχει τη δύναμη να δηλώσει αδυναμία εκτελείται επί τόπου μπροστά στα μάτια του άλλου που τώρα πλέον θα πειστεί. Κι αν δεν πειστεί, παίρνει κι αυτός το βόλι του στο κούτελο που του αναλογεί… κι έτσι θα πειστούν οι άλλοι όλοι…
Αυτός που αφηγείται, άντρας νέος στα 20 ή 22 χρόνια του, ανήκει σ’ αυτούς που πείστηκαν και είναι κάμποσοι αυτοί. Κάμποσοι… από τις 60.000 ή 150.000 παιδιά ή παραπάνω, δεν θυμάμαι, που γύρισαν πίσω κάποτε μερικά και τώρα εκλιπαρούν τη Δύση να νοιαστεί, να κάνει κάτι…
Ξυπνάω τρομαγμένος τη νύχτα γιατί στο όνειρο μου ούρλιαζα, φοβόμουν κι έτρεμα σαν έβλεπα αυτόν που σημάδευε από πάνω μου με το πιστόλι στο κεφάλι μου… Τη μέρα τα θυμάμαι και φρίττω, τη νύχτα τα ονειρεύομαι και πάλι φρίττω. Οι πράξεις μου δεν με αφήνουν να ησυχάσω… Είμαι ένας κακός άνθρωπος κι έχω κάνει κακές πράξεις…
Όχι δεν είναι μέσα στ’ όνειρο αυτό που λέω τώρα…
Ξύπνησα και κοιμήθηκα πάλι. Όλοι κοιμούνται μέσα στο όνειρο. Όλοι πεσμένοι στο κρεβάτι τους, στην καρέκλα τους στον αγκώνα τους μες τη μέση του δρόμου.
Μια μύγα τριγύριζε, μεγάλη σαν αλογόμυγα, μύγα τσε-τσε τη λένε… Όποιον τσιμπήσει θα κοιμηθεί ύπνο θανάσιμο. Το φάρμακο είναι ακριβό και πρέπει να πας με τα πόδια 30 χιλιόμετρα για να το βρεις. Κι αν πεις για νοσοκομείο, πρέπει να έχεις συνοδό και φαγητού προμήθειες για έναν μήνα! Ποιος θα σε πάει, ποιος θα σε φέρει, τι θα τρως και τι θα τρώει… Και αν η μύγα περάσει στην Ευρώπη τι θα γίνει;;; Ευτυχώς δεν έγινε ακόμα όπως το Έητζ ή ο κόβτντ…
Εδώ ξύπνησα μέσα στο όνειρο, αλλά τα δάκρυά μου έτρεχαν έξω απ’ τ’ όνειρο και πέρα από τον ύπνο μου. Πέρα από την Αφρική, πέρα από το μυθιστόρημα της Κάρεν Μπλίξεν, πέρα από τους ωραίους ηθοποιούς που τους είδαμε στον κινηματογράφο… Ήταν ακόμα τότε η εποχή της αθωότητας της δικής μας και της Αφρικής, όταν δεν ξέραμε τι μύγες και τι ζούγκλες έχει η μαύρη Αφρική.
Ανθούλα Δανιήλ