Ο Γιώργος Κεντρωτής, στο σύντομο Προλογικό Σημείωμά του, βάζει τα πράγματα στη σειρά.
Η Συντέλεια του Κόσμου –Fin de mundo, λέει, εκδόθηκε το 1969 και αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας σειράς έργων που έχουν σφραγίσει, ποιητικά και πολιτικά, την ποίηση του Neruda, αλλά και την παγκόσμια ποίηση. (Το πρώτο είναι το Γενικό άσμα –Canto general, έργο του 1950 που αριστουργηματικά μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και το Ηρωικό άσμα –Cancion de gera, έργο του 1962. Ο Μίκης γοητευμένος από το έργο, αν και δεν καταλάβαινε τη γλώσσα, αποφάσισε να το μελοποιήσει και το έκανε. Το επεξεργάστηκε στο Παρίσι, μετά το φεστιβάλ της Humanité (8-12/9/1974), όπου πρωτοακούστηκε, και κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1975. Ήταν τα χρόνια δύσκολα ακόμα, τότε…)
Επιστρέφω στο Προλογικό σημείωμα, από το οποίο αντλώ τις πληροφορίες για το Γενικό άσμα –Canto general που γράφτηκε ανάμεσα στα 1938 και 1949. Στο έργο αυτό ο Νερούδα παρουσιάζει το όραμά του για τη Λατινική Αμερική (σαν άλλος Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου) με όλη την ιστορία της. Ο ποιητής, όπως δημιουργός, ονομάζει τα πράγματα και «ιδρύει με τη γενική του πατρίδα έναν κόσμο ελεύθερο μέσα στον ήδη υπάρχοντα».
Στο Ηρωικό άσμα, που δημοσιεύτηκε το 1960, ο μεταφραστής παρατηρεί τη μετάβαση από το ειδικό στο γενικό, ήτοι το ποιητικό -πολιτικό –γεωγραφικά τοπικό όραμά του που εκτινάσσεται στο παγκόσμιο. Η αφιέρωση: «Στους ελευθερωτές της Κούβας, στον Φιντέλ Κάστρο και στους συντρόφους τους και στον κουβανικό λαό: σε όλους όσοι μάχονται από το Πουέρτο Ρίκο και από την Καραϊβική για την ελευθερία τους που απειλείται από τον Βορρά» είναι καταφανής δήλωση ότι θέτει την τέχνη του στην υπηρεσία της πολιτικής, της εθνικής, καλύτερα τοποθέτησής του. Ο Νερούδα με το έργο και τη στάση του δίνει κατευθείαν απάντηση στο ερώτημα που έθεσε πριν από εκατό χρόνια η διανόηση της εποχής και ο Σεφέρης απάντησε με το δοκίμιο «Η τέχνη και η εποχή»: ναι μεν, αλλά δεν, ωστόσο ναι. Δηλαδή διπλωματικά. Ο Νερούδα έπαιρνε θέση.
Έτσι γίνεται πλέον κατανοητό ότι η πολιτική και η ποίηση είναι αξεχώριστες στο έργο του και δεν έπαψε ποτέ του να μιλάει ποιητικά για την ιδεολογία του.
Διαβάζουμε απόσπασμα από το ποίημα «Η πόρτα» –La puerta
Μα πόσο κρατάει αυτός ο αιώνας!
Ρωτάμε:
Πότε θα πέσει; Πότε θα φάει τα μούτρα του
στο συμπαγές; Στο κενό;
Στη λατρεμένη επανάσταση;
Ή στο οριστικό
πατριαρχικό ψεύδος;
…………………………..
Άνθρωποι διαστημικοί ανέβαιναν
μια πύρινη σκάλα
και όταν πια ακουμπήσαμε
της αλήθειας τα πόδια
εκείνη είχε φύγει γι’ άλλον πλανήτη.
Κι εμείς κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον με μίσος.
………………………………….
Στην αναμονή βρισκόμασταν όλοι
όπως γίνεται στους σταθμούς τις χειμωνιάτικες νύχτες·
περιμέναμε την ειρήνη
κι ερχόταν πόλεμος.
………………………….
Το πικρό το δόντι δεν έλεγε να πέσει.
……………………………………………
Γι’ αυτό κι εγώ, στην πόρτα, περιμένω
αυτούς που φτάνουν σ’ αυτό εδώ το τέλος της γιορτής,
σε τούτη δω τη συντέλεια του κόσμου.
Μπαίνω κι εγώ μαζί τους κι ας γίνει ό,τι γίνει
Πάω με όσους φεύγουνε
και επιστρέφω.
Χρέος μου έχω να ζω, να πεθαίνω, να ζω.
Νομίζω πως μπορούμε να συνδέσουμε αυτή την «πόρτα» με την άλλη του Γιάννη Ρίτσου, αν και οι δύο ποιητές βλέπουν την «πόρτα ο ένας από τον βόρειο πόλο κι ο άλλος από τον νότιο. Τα κοινά στοιχεία πάντως είναι πολλά και το όραμα κοινό …
Παραθέτω απόσπασμα από την «Ανυπόταχτη πολιτεία» του Ρίτσου:
Φτιάχνοντας σκάλες με τα δεκανίκια των ανάπηρων
για ένα ψηλό σπίτι
…………………..
να φτάσεις το πόμολο του ήλιου
και ν’ ανοίξεις την πόρτα στον κόσμο
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας.
………………………………………………………………..
Ναι, θα τον ρίξουμε μια μέρα ανάσκελα τον πόνο…
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας.
Επιστρέφω στον Κεντρωτή και διαβάζω για τον θαυμασμό του Νερούδα για τα επιτεύγματα των συντρόφων του, αλλά και για την πικρία του για τα γεγονότα στην ΕΣΣΔ, Τσεχοσλοβακία, Κίνα, για τους πολέμους που συνεχίζονται σε όλη τη γη, γι’ αυτό θεωρούσε ότι αυτό ήταν «χρέος του ποιητή δημοσίας ωφελείας, παναπεί του αγνού ποιητή».
Απόσπασμα από το «1968»:
Η ώρα της Πράγας μου ήρθε
σαν πετριά κατακέφαλα·
ήταν ασταθής η μοίρα μου,
μια στιγμή σκοτισμού, όπως
όταν περνάς σε ταξίδι από σήραγγα·
προσπαθώντας δε να καταλάβω, καταλήγω
να μην καταλαβαίνω τίποτα
ο Νερούδα πίστευε ακράδαντα στο κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας, μετά τη συντέλεια του αιώνος … μετά το τέλος του 20ού αιώνα…με τη μορφή ενός νέου ανθρωπισμού που θα βγει μέσα από τον όλεθρο της προηγούμενης γενιάς. Ο κόσμος θα έχει ψωμί για όλους, χαρά, δημιουργική δύναμη του για τα έργα του λόγου και της τέχνης. Κι ενώ όλα αυτά αναζητούνται, στη Συντέλεια του κόσμου συμβαίνουν ακριβώς τα αντίθετα.
Απόσπασμα από το «Ο χρόνος στη ζωή» –El tiempo en la vida:
Άξιζε άραγε τον κόπο να τραγουδάς
όταν στην Ισπανία τα μαχαίρια
άφησαν ένα εκατομμύριο απόντες,
όταν πέθανε εκεί η αλήθεια;
Και αφού την παράριξαν στο οστεοφυλάκιο,
ύφαναν σημαίες για να ’χουν σημαίες
με των νεκρών τη σιωπή.
………………………………..
δεν πέθαναν μόνο οι νεκροί
στην αγκαλιά της μάχης,
στις φυλακές και στα βασανιστήρια,
στης εξορίας τις στέπες,
αλλά κι εμείς οι ίδιοι –
κι εμείς που ζούμε ακόμα είναι γνωστό
ότι κι εμάς μας έχουνε σκοτώσει.
τίποτα πια δεν είναι σε θέση να καλύψει. Τα ομολογεί όλα:
«Ξέρετε Το ξέρετε, Το ξέρετε»- Sepan Lo sepan lo sepan
Αχ, το ψέμα που ζήσαμε
ήταν ο άρτος ημών ο επιούσιος
…………………………….
Με τους φίλους ψέματα λέγαμε
στη θλίψη και στη σιωπή,
αλλά ο εχθρός ψέματα μας έλεγε κι εκείνος
έχοντας το στόμα του γεμάτο μίσος
………………………….
Και ακόμα πιο συγκεκριμένος γίνεται στο ποίημα «Οι εξαφανισμένοι»- los desaparecidos:
Ο Λουμούμπα εξαφανισμένος·
κι ερωτώ: ο Μπεν Μπέλα πού είναι;
Ο Μπεν Μπάρκα εξαφανισμένος
Κι έτσι βρίθει ο αιώνας ετούτος
από σωστούς κι ανάποδους
ληστές ανθρώπων, σφετεριστές,,
απαγωγείς και δολοφόνους.
Συγκλονιστικός «Ο Δέκατος Ένατος Αιώνας» – Ελ ΧΙΧ με όλα τα μεγάλα ονόματα της ποίησης –ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν, ο Μπωντλαίρ, ο Ουίτμαν,
κι εμείς χλομοί συγγραφείς,
όντας κάτω από τους πεθαμένους γίγαντες,
ανεβήκαμε τη σκάλα
ζαλωμένοι ένα σακί στον ώμο
κουβαλώντας το βαρύ προβάδισμα
των πιο επιφανών οστών.
Ζυγίζει ο Μπαλζάκ έναν ελέφαντα,
Ο Bίκτωρ Ουγκώ ένα καμιόνι,
μια γορδιγέρα ολόκληρη ο Τολστόι
όσο μι’ αγελάδα ο Ζολά,
όσο ένας νάρδος η Έμιλυ Μπροντέ,
ο δε Μαλαρμέ όσο ένας ζαχαροπλάστης –
κι όλοι μαζί, καθώς μας συνθλίβουνε,
δεν μας αφήνουνε να πάρουμε ανάσα,
δε μας αφήνουν να γράψουμε,
δεν ήθελαν καν να μας αφήσουν,
μέχρι που ήρθε ο θείος Υμπύ Νταντά
και μας έστειλε όλους στα σκατά βολτίτσα.
Και πιο κάτω στις «Τέχνες Ποιητικές» Ι. Artes Poeticas Ι
καταλήγει :
Χαμογελώ για ό,τι μέλλεται
αποσυρόμενος εκ των προτέρων
και στο επόμενο «Τέχνες Ποιητικές» ΙΙ. Artes Poeticas ΙΙ, εξηγεί:
μόλις εγώ γινόμουν μόδα,
η μόδα μου είχε ήδη περάσει.
Η αυτοαποκαθήλωση συνεχίζεται. Ωραίο παράδειγμα μας δίνει το ποίημα «Πάντα εγώ» –Siempre yo
Εγώ που ήθελα να μιλήσω για τον αιώνα
………………………………………….
Καλή τη πίστει ενεργώντας
άνοιξα τα μπαούλα στον άνεμο,
τα ερμάρια, τα κοιμητήρια,
τα ημερολόγια με τους μήνες τους
και από τις χαραμάδες που ανοίχτηκαν
είδα να φαίνεται η όψη μου.
…………………………
Μα τι ηλίθιος που είμαι είπα πάνω από χίλιες φορές
………………………………………………..…
τίποτα χειρότερο από την κεφάλα μου,
τίποτα χειρότερο από τα σφάλματά μου.
Θέλω να ξέρω αδέλφια μου,
είπα στην Ένωση Αλιέων,
αν όλοι αγαπούν τον εαυτό τους σαν κι εμένα.
Η αλήθεια είναι –μου αποκρίθηκαν-
ότι εμείς εδώ ψαρεύουμε ψάρια,
ενώ εσύ ψαρεύεις τον εαυτό σου,
ψαρεύεσαι, κι ύστερα ξαναψαρεύεσαι
και ρίχνεις μετά τον εαυτό σου ξανά
πίσω στη θάλασσα.
Έτσι από το πολιτικό, ο Νερούδα πέρασε στο προσωπικό και υπαρξιακό έγινε ο ίδιος ψαράς και δόλωμα και ψάρι σε μια διαρκή ανακύκλωση της ζωής. Η κίνηση που είχε αρχίσει από τον εαυτό και πήγαινε στον κόσμο, τώρα πια γίνεται αλλιώς, από το γενικό και το άπειρο τελειώνει στο εγώ του…
Ευτυχισμένος πέρασα έτσι τα παιδικά μου χρόνια
και τίποτα δεν έχει μπει σε τάξη ακόμα
στο ίδιο κλίμα ο Οδυσσέας Ελύτης διατυπώνει παρεμφερώς:
Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν’ ανατραπεί.
Συνεχίζει ο Νερούδα:
΄Ένας όντας παραπάνω, μέσα στους θνητούς,
την προφητεία μου λέω εγώ αταλάντευτα:
παρ’ όλη τούτη τη συντέλεια του κόσμου
ο δίχως τέλος άνθρωπος επιβιώνει.
Ο Γιώργος Κεντρωτής, μας έδωσε μια ξένη ποίηση σαν να ήτανε από πάντα δική μας. Με μια γλώσσα στρωτή, ζωντανή, οικεία, κατανοητή και κυρίως, βαθιά συναισθηματική.
Τελευταία ρήση το «Αντίο» του ποιητή:
Γη, σε ασπάζομιαι και σε αποχαιρετώ
Adiós
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, το πορτρέτο του ποιητή από τη γνωστή πινελιά του Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Ανθούλα Δανιήλ