«Οι σελίδες του ημερολογίου μου είναι οι καμβάδες μου»,
Έτσι έλεγε ο Πάμπλο Πικάσο· με άλλα λόγια οι καμβάδες του είναι η βιογραφία του. Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1881 και πέθανε στις 8 Απριλίου 1973, σε ηλικία 91 ετών. Είχε γεννηθεί στη Μάλαγα, μετακόμισε στη Λα Κορούνια, μετά στη Μαδρίτη, έπειτα στο Παρίσι, στη συνέχεια σε ένα χωριό στην Καταλωνία και μετά πάλι, οριστικά πλέον, στο Παρίσι το 1900.
Γαλλία και Ισπανία συνεργάστηκαν σε ένα κοινό αφιέρωμα στον Μινώταυρο της ζωγραφικής που κατάπινε τα θύματά του, τις νεαρές γυναίκες που αφού τους δίδασκε όλα τα μυστικά της δουλειάς, μετά τις έκανε μοντέλα. Παντρεύτηκε τη Ρωσίδα χορεύτρια Όλγα Κοκλόβα στα νιάτα του και, στα 79 του, την 34χρονη Ζακλίν Ροκ, μοντέλο. Στο ενδιάμεσο γνώρισε πολλές άλλες. Η ιεροτελεστία που είχε προηγηθεί στην κρεβατοκάμαρα ήταν η μύηση για να μπορέσει να αναδειχθεί στη συνέχεια κάθε νέα κατάκτηση σε ερωμένη, σύζυγο, υπηρέτρια, ψυχοπαθή, εγκαταλελειμμένη, μοντέλο στον καμβά. Από το ένα σεντόνι στο άλλο η απόσταση μικρή αλλά πολύ ουσιαστική· εξουθενωτική. Ο κατάλογος πλούσιος, τα παιδιά πολλά –αναγνωρισμένα και μη- και τα έργα επίσης.
Όλα όμως έχουν την ερμηνεία τους. Γι’ αυτό και δεν συμφωνεί με τον Λακάν «οι μοντέρνοι ψυχίατροι είναι εχθροί της τραγωδίας και της αγιότητας», να μια σκέψη που ερμηνεύει πολλά.
Ο Πικάσο, ζωγράφισε τις περίφημες και διάσημες δυστυχισμένες Δεσποινίδες της Αβινιόν, όπου κατήγγειλε τη βία, τον σαδισμό και την εκμετάλλευση, ενώ στην παγκοσμίως γνωστή Γκουέρνικα/Γκερνίκα, κατήγγειλε το μεγάλο έγκλημα των Γερμανών, τη βιαιότητα και την απανθρωπιά προς το μικρό ισπανικό χωριό. «Η ζωγραφική είναι ένα πολεμικό εργαλείο για την επίθεση και την άμυνα ενάντια στον εχθρό» διαβάζουμε στο Ιστορία της μοντέρνας Ζωγραφικής του Χέμπερτ Ρήντ, εκδ. Υποδομή1978, μετάφραση και επιμέλεια έκδοσης Α. Παππάς- Γ. Μανιάτης, σελ. 164).
Η πρώτη περίοδος της ζωγραφικής του είναι η Μπλε ή Γαλάζια (1901-1904) και ονομάστηκε έτσι από την θλίψη που τον διακατείχε στα πρώτα χρόνια του στην Ισπανία, αν και τα έργα ολοκληρώθηκαν στο Παρίσι. Γι’ αυτό του άρεσαν τα έργα του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα στο Αρέτσο. Η δεύτερη είναι η Ροζ ή Ρόδινη (1905-1907) με χρώματα κεραμικά και γήινα, ζεστά και χαρούμενα. Ακολούθησε η περίοδος του Κυβισμού σε δύο φάσεις (1907-1912 και 1912-1915). Ασχολήθηκε και με το κολλάζ, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του μεταξύ τους και ο δικός μας Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος του αφιερώνει να γεμάτο θαυμασμό, εγκωμιαστικό κείμενο, όπου αναλύει πώς οι κυβιστές απέφυγαν το σκιόφως, γεμίζοντας τα κενά με λωρίδες φωτός και κάνοντας επίπεδα τα σώματα (Ανοιχτά Χαρτιά, «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος», σελ. 222).
Για τον άνθρωπο Πικάσο, ο Ελύτης γράφει ακόμη: «Ήταν σχεδόν ένας αρχαίος Έλληνας κοντά μου. Μισόγυμνος, γεροδεμένος, μαυρισμένος από τον ήλιο, κατοικούσε, στο πείσμα των εκατομμυρίων του, ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι… κυκλοφορούσε μ’ ένα βρακί, ζωγράφιζε, κατέβαινε στο Golfe Juan για μπάνιο, έτρωγε τον περίδρομο, κι έπεφτε στα τέσσερα για να κάνει το αλογάκι στην Paloma, το μικρό του τότε κοριτσάκι. Την αίσθηση που οι Έλληνες είχαν τότε απαρνηθεί -του ήλιου και του έρωτα στην πρώτη, στην αρχική τους σημασία- την ασκούσε σαν μυθικός βασιλιάς που το μεγαλείο του δε βρίσκεται στην ισχύ και στην εξουσία αλλά στις απλές και άνετες χειρονομίες του…» ( Ανοιχτά Χαρτιά, «Το Χρονικό Μιας Δεκαετίας», σελ. 326).
Ο Ελύτης θα επανέλθει στον μεγάλο ζωγράφο με την περίφημη «Ωδή στον Πικασσό» σε τρία μέρη από τα οποία επιλέγω :
Παύλε Πικασσό κι η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν…
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους οι αίγαγροι των βράχων …
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κι έρχεται στ’ άσπρα χαρτιά στο φως και στο σκοτάδι…
Παρά λίγη καρδιά θα ’ταν ο κόσμος άλλος…
Δουλεύεις το πινέλο σου σα να τραγουδάς
Σα να χαϊδεύεις λύκους ή σα να καταπίνεις πυρκαγιές
Σα να πλαγιάζεις με γυναίκα νυμφομανή
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο και ευγενικό Μινώταυρο…
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και θα περάσουν. (1948)
Ο Ελύτης τα κατέγραψε όλα όπως είναι και όπως τα είδε με την άλλη όρασή του, την Ποίηση. Απομένει να δούμε καλά τους πίνακες για να συμφωνήσουμε μαζί του, πως είναι ένα ωραίος και άγριος Μινώταυρος.
«Τον πίνακα δεν τον σκέφτεσαι ποτέ μήτε τον αποφασίζεις προκαταβολικά· όσο συντίθεται ακολουθεί τις μεταβολές της σκέψης, όταν τελειώσει συνεχίζει ν’ αλλάζει, ανάλογα με τα αισθήματα εκείνου που τον κοιτάζει. Ο πίνακας ζει τη δική του ζωή όπως ο άνθρωπος, περνάει από τις μεταβολές που του επιβάλλει η καθημερινή ζωή» λέει ο ίδιος και μας καθοδηγεί (Τα γραφτά του Πικάσο, επιμέλεια Μάριο ντε Μικέλι, μτφρ. Ειρήνη Ζερβού, εκδ. Οδυσσέας, σελ. 46).
Πενήντα χρόνια από τον θάνατό του και είναι σαν να μην πέθανε ποτέ ούτε και θα πεθάνει. Σαν ταύρος με τη Ευρώπη και όλον τον κόσμο στη ράχη του θα διασχίζει τους αιώνες…