Στον τίτλο του βιβλίου της η Παναγιώτα Λάσκαρη, Επτά μικρά άλγη για μια νοσταλγία έπαιξε φαινομενικώς δύο φορές με τη λέξη «άλγος», επί της ουσίας όμως οχτώ, αφού τα άλγη είναι επτά και η νοσταλγία προσθέτει άλλο ένα. Από την άλλη πάλι, εφτά είναι τα άλγη, όπως και τα «Επτά νυχτερινά επτάσχιχα» του Ελύτη και το πράγμα αποκτά περαιτέρω έκταση.
Στην απώλεια, για την οποία ήδη έγινε λόγος, μας οδηγεί και η αφιέρωση της συλλογής :
Στην μνήμη της αδελφής μου Παρασκευής/ Στη χάρη που της χαρίζει ο Ουρανός
αλλά δεν είναι μόνο αυτή. Ίσως αυτή να είναι μόνο η αφορμή. Ή πάλι να εξομοιώνεται η μία απώλεια με την άλλη, αν και άλλης ποιότητας η καθεμία.
Ένα μότο, στη μέσα σελίδα, ειλημμένο από το Άξιον Εστί του Ελύτη, το γνωστό και καταγεγραμμένο πια στη συλλογική μνήμη, συνηχεί αρμονικά:
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
Έτσι, με αυτά και μόνο τα κλειδιά, μάς εισάγει στον κόσμο των λογοτεχνικών της επιλογών και των μεταφυσικών επαφών που της χαρίζουν τη χάρη της ουράνιας γαλήνης. Γιατί είναι προφανές ότι η ποιήτρια βρίσκει την παρηγορία για τα δεινά της ζωής στην ποίηση.
Από την ποίηση αντλεί δύναμη και κουράγιο να αποφορτίζει το κακό και να αποδυναμώνει το μαύρο της απελπισίας. Άλλωστε στην παλέτα της, παρά το ότι στο πένθιμο στοχεύει, αναμειγνύει όλα τα χρώματα.
Και η συλλογή αρχίζει με το «Σπίτι σε νόστο», ο οποίος νόστος εμπεριέχει, εν σπέρματι, και το άλγος της προηγηθείσας στον τίτλο «Νοσταλγίας». Μακρά σειρά παθών που εκκινεί από τον Όμηρο και το ταξίδι του Οδυσσέα για την επιστροφή στην Ιθάκη, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος περιπέτειες και πλούτη για να ιστορεί κανείς μια ζωή.
Η Λάσκαρη γνωρίζει καλά και από σπίτια και από νόστους, μόνο που τα δικά της πάθη δεν είναι τα πάθη της επιστροφής στο σπίτι-καράβι, αλλά κυρίως τα πάθη από τα πρόσωπα ή τα πράγματα που έφυγαν από το «Σπίτι-καράβι». Οι στίχοι έρχονται σαν στιγμιότυπα για να μας δώσουν τον χρόνο –«δειλινό» και «σύννεφα αναμμένα»- λόγια ζεστά «αραχνοΰφαντα» σαν φορέματα Αφροδίτης, σπίτια κατεστραμμένα από παλιές ανασκαφές… Η μικρή Κλειδώ «ανοίγει ερμάρια», «Συλλαβογράματη γραφή απ’τα μελλούμενα θε να ’ρθει», «Παλιό σκαρί-Σπίτι σε νόστο».
«Ο Παρθενώνας ανιστορήθηκε από το μέρος της φθοράς». Από το μέγεθος της καταστροφής υπολογίζει κανείς το μεγαλείο που χάθηκε και είναι αυτός ο τρόπος των μεγάλων ρομαντικών.
Η ποιήτρια συνεχίζει με ένα νέο ποίημα σε δύο τετράστιχα με καλοδουλεμένους δεκαπεντασύλαβους, αλλά με νοηματική αλληλουχία μοντέρνας κοπής. Σαν να λέει στον αναγνώστη à la manière de Baudelaire: αδελφέ μου υποκριτή, εσύ πρέπει να με καταλάβεις. Εκείνα που δεν μπορώ να ξεστομίσω μόνο με τα λόγια μιας Πυθίας μπορώ να τα εκφράσω. Και μόνο τα λόγια των μεγάλων μου δασκάλων μπορώ να δανειστώ.
Το «Φεγγάρι πικρολέμονο» μοιάζει δημοτικό τραγούδι ξενιτιάς, αλλά και θανάτου:.
Φεγγάρι πικρολέμονο και φέγγος της αυγούλας/ πού θα σκαρίσεις τη νυχτιά και πού θα ξεθαρρέψεις/ βαθύ χαράκι σέρνοντας από λιγνό δρεπάνι/ στον ουρανό ν’ αναφανούν τα κρίματα της μέρας;
Πρώτον, τα «πικρολέμονα» (του Ντάρελ) μας πάνε στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που έταξαν να μου θυμίζει την πατρίδα, καθώς λέει ο Τεύκρος διά στόματος Γιώργου Σεφέρη, αλλά ο τρίτος στίχος είναι ο ίδιος ο Σεφέρης που κοιτάζει τον ουρανό και βλέπει το φεγγάρι –«λιγνό δρεπάνι», όπως και τη «μαύρη φτερούγα (που) σέρνει βαθύ χαράκι». Η Λάσκαρη σε μια αρμονική σύζευξη δυο σεφερικών στίχων (από τα ποιήματα Ι΄και ΙΓ΄ από το Θερινό Ηλιοστάσι) έφτιαξε έναν δικό της.
Σπίτι η Ελλάδα και τα δημιουργήματά της. Τα μάρμαρα της και ό,τι άλλο γέννησε ο πολιτισμός της. Η θάλασσα μήτρα της. Την Αφροδίτη της, ας πούμε, εκείνη που φόρτωσαν ένα βραδάκι «λίγο προτού την κοίμηση του δειλινού» (και ο νους μας τρέχει στον «Αγράμματο και την Ωραία» του Οδυσσέα Ελύτη. Είναι η ώρα που Εκείνη βγαίνει στο «κηπάκι της», λέει ο ποιητής), και είναι η ώρα της «αρπαγής» της άλλης, της μαρμάρινης, που παίρνει το δρόμο για το Λούβρο, στα «αραχνοϋφαντα» ντυμένη.
Στην Αθήνα, χρόνια πολλά πριν, ο Μοροζίνι είχε προσπαθήσει να πυρπολήσει τον Παρθενώνα. Και χρόνια πολλά μετά τον Μοροζίνι και πριν από την Αφροδίτη, ένας Άγγλος είχε ρημάξει ό,τι έλαμπε πάνω στον Παρθενώνα. Να, λοιπόν, πως το Σπίτι βρίσκεται σε νόστο, όταν όλα από εκεί μέσα μεταναστεύουν, αρπάζονται βιαίως από επιτήδειους εμπόρους, στρατοκράτες, διπλωμάτες, Χάροντες, που παίρνουν από τον ελληνικό φυσικό φωτεινό παράδεισο την ομορφιά για να την κλείσουν στα υπόγεια, είτε αυτά λέγονται Άδης είτε λέγονται Μουσεία. Ό,τι απομένει είναι το δείγμα ενός μεγαλείου που κάποτε και για πάντα έλαμψε σ’αυτό το «Σπίτι».
Μια άλλη επισήμανση που θέλω να κάνω είναι αυτή της παρουσίας της «Νοσταλγίας» ως τίτλου σε 7 ποιήματα. Πιστεύω πως ακολουθώντας τον αγαπημένο της ποιητή, αυτός ο αριθμός δεν είναι τυχαίος. Ως προς τα ποιήματα, θα έλεγα ότι συνιστούν κρίκους μιας αλυσίδας με ένα θέμα σε παραλλαγές (παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, λέει ο Ελύτης) μέσα στο μέγα θέμα της όλης συλλογής που είναι τα επτά άλγη για μια νοσταλγία.
Στη Νοσταλγία, λοιπόν, λέξη φορέα πόνου που πηγάζει από την ανάγκη της επιστροφής, υπάρχει η αόρατη ιδανική παρουσία μιας αφανούς κόρης που ζωγραφίζει στον πίνακα του καβαλέτου της, «κάτι άπιαστα μωβ» (γνωστά και πάλι από τον Ελύτη, για το υπαινικτικό φορτίο που εμπεριέχει το χρώμα»), αλλά και οι «πετρούλες ακατέργαστες» σαν να μας έρχονται από τα «λαμπερά πετρώματα» του ερωτικού και πένθιμου Μονογράμματος του ποιητή.
Θα έλεγα πως δεν πρέπει να ματαιοπονεί κανείς ερευνώντας τις λεπτομέρειες, αλλά να αφεθεί σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, να γεμίσει η όρασή του από όσα η ποιήτρια έχει με μια ματιά αγκαλιάσει, με όλων των τεχνών τα κεντρίσματα και έχει στολίσει τα ποιήματα –καμβάδες της, χωρίς να αφήσει να ξεπεράσει το έρκος των οδόντων της αυτό που δεν μπορεί η σιωπώσα εικόνα της, παρα μόνο να υπαινιχθεί.
Έτσι η αγαπημένη της, που συχνά «κοιμόταν έξω από τον χρόνο», βρήκε τον τρόπο, να βγει στους δρόμους και στα «φεγγερά περάσματα», όπως λέει και ο Ελύτης στο Μονόγραμμα και όπου η ποιήτρια την συναντά μυστικά.
Η Λάσκαρη υφαίνει σε άγνωστη γλώσσα τα διαμαντικά της («η γλώσσα της υφαντικής» είναι πατρός Κυριάκου Χαραλαμπίδη), λάμπουν οι λέξεις και οι στίχοι της αστράφτουν. Στους ποιητικούς της δρόμους, αναδεικνύονται με χάρη τα δάνεια από τους ποιητές που αγαπά και αγγίζει, με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Με καλλιτεχνία κυβερνάει σαν καπετάνισσα το ποιητικό καράβι της.
Δεν είναι πρόθυμη να δώσει οδηγίες πλου, να μας δανείσει τα αναγκαία κλειδιά∙ μόνο μπογιές πετάει στον καμβά της, ξέφτια τραβάει από το υφαντό της, εικόνες σκόρπιες, δυνατές σαν παρορμήσεις, αρώματα που δεν μπορείς να διακρίνεις, ακούσματα και άλλα των αισθήσεων παραπλανήματα, καράβια σε πλόες, σε ένα κήπο όπου όλα συμμετέχουν σε μια προσπάθεια άδολης εξαπάτησης…
Γιατί ο έρωτας έχει τα μυστικά του και η αμεριμνησία τη στέρησή της.
Επισημαίνει το μονόπετρο ακριβό στο ακριανό της δάχτυλο, και επανέρχεται σε νέα εκδοχή: μονόπετρο από άκουα μαρίνα στο ακριανό το δάχτυλο
καράβι ανεμοκύκλιστο μανούβραρε στο έβγα
του Αχέροντα για την πατρίδα την αληθινή
και την αλάνθαστη
Παρατηρώντας τα ποιήματα, συνυπολογίζοντας τις επαναλήψεις, διαπιστώνοντας τη διαπλοκή του παραδοσιακού στίχου με τον μοντέρνο, την ελλείπουσα νοηματική αλληλουχία, την πλούσια εικονοποιία και την ακόμα πιο πλούσια δάνεια λέξη ή φράση από ποιήματα, κυρίως του Ελύτη (που φαίνεται πως τον έχει μελετήσει πολύ καλά) κι εδώ αξίζει να πούμε πόσο αρμόζει στην Λάσκαρη ο στίχος από Τα Ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη και, συγκεκριμένα, το ποίημα «Σολωμού συντριβή και δέος»: «Ποὺ κι ἡ πέτρα νὰ ποθεῖ ναοῦ νέου να’ ναι τὸ ἀγκωνάρι»∙ γιατί πολλά τέτοια αγκωνάρια αξιοποιεί στην ελεγεία της η Λάσκαρη, άλλοτε για να αγγίξει εθνικά θέματα, άλλοτε πρόσωπα, τόπους και συμπεριφορές, όπου η ελληνική θλίψη περισσεύει και η ιστορία θεριεύει, το δίκιο που το άδικο κλωσάει…
Αναστραμμένο το σκαρί της γλώσσας –πυκνά πυκνά τα ελληνικά της, δεν προλαβαίνουμε τις λεκτικές, απανωτές εκπλήξεις της.
Σαφή όμως τα λόγια του Γέρου του Μωριά: «Έλληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι έριξα/ στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα»… και της Μαγδαληνής ή Μαντώς τον συλλημένο τάφο από τους τυμβωρύχους βρίσκουμε, πολύ πριν πεθάνει. Ο Διονύσιος Σολωμός στον Λόφο του Στράνη..
Ανάμεσα σε δυο λυγμούς μεσολαβώ μιαν άνοιξη…
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για σαφές περίγραμμα, παρά μόνο για εικόνες που κατακυρώνονται μεταξύ ονείρου και φαντασίας, μεταξύ καλλιτεχνικού δανείου και έντεχνης αξιοποίησης. Μπορεί όμως να πει ότι η Παναγιώτα Λάσκαρη συνδιαλέγεται με ό,τι καλό ο Χρόνος έχει διασώσει και ό,τι βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της ψυχής της. Την αγγίζει το καλό και το πρώτο. Η συνομιλία με τους μεγάλους μας ποιητές ή με τα μεγάλα θέματα, αυτά που ξεπερνούν τις «μουτζαλιές» της καθημερινής ζωής (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια λέξη του Ελύτη). Τελικά με μεγάλη τέχνη και άρτια εκμετάλλευση του ποιητικού της θησαυρού, η Λάσκαρη, με ευλεξιξία στα δύσκολα μονοπάτια, καταφέρνει να οριοθετήσει το αόρατο, να πει το άρρητο, να μας οδηγήσει στον παράδεισό της, παρακάμπτοντας το τετριμμένο, αλλά με τον δικό της προσωπικό τρόπο.
Ο Κυπριανός Κυπριανού, στολίζει με κρινάκια του γιαλού, αλακάτι της Κερύνειας το εξώφυλλο.
Ανθούλα Δανιήλ