You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Παυλίνα Παμπούδη: Άμμος και λίγα βότσαλα.  (Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα –  Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο – Τι έλεγε ο άνεμος).  Εκδόσεις Ροές, 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Παυλίνα Παμπούδη: Άμμος και λίγα βότσαλα. (Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα – Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο – Τι έλεγε ο άνεμος). Εκδόσεις Ροές, 2024

Παυλίνα Παμπούδη: Άμμος και λίγα βότσαλα

 

(Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα

Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο

Τι έλεγε ο άνεμος)

 

 

Εξήντα έξι -66- ποιήματα με τίτλο ρήματα, ένα ρήμα για κάθε ποίημα, εκτός από τα τέσσερα -4- τελευταία∙ κι ο τίτλος:  δύο ουσιαστικά, ένα επίθετο και ένας σύνδεσμος.

Σύμφωνα με τον γνωστό Γερμανό γλωσσολόγο γραμματολόγο Kühner, το ρήμα είναι το κύριο δομικό στοιχείο του λόγου και η «απλουστάτη πρόταση». Το ρήμα δηλώνει ενέργεια, δράση, πράξη, κίνηση, αλλαγή, διάθεση, συναίσθημα,  είναι το δοκάρι που πάνω του θα  στηριχτεί το οικοδόμημα. Έτσι και η Παυλίνα Παμπούδη, αν και επέλεξε τίτλο με δυο ουσιαστικά, έναν σύνδεσμο και ένα επίθετο –χωρίς κανένα ρήμα δηλαδή-  στα ρήματα στήριξε τα λόγια της, τα ποιήματα είναι ρήματα, όπως  ρήματα είναι και τα λόγια. Και είναι τόσα τα ρήματα όσες είναι και κινήσεις, συγκινήσεις, σκέψεις, όσα ο νους, η ψυχή και η ζωή περιλαμβάνει.

Κι όπως τα ρήματα έχουν δράση, έτσι και ο λόγος της Παμπούδη ρέει, τρέχει πάνω στα ρήματα, τα οποία σαν τα βότσαλα στην άπειρη άμμο τής παρέχουν πατήματα.

Τρέχει ο λόγος,  τρέχει ο χρόνος, ωριμάζει ο καιρός,  κοπάζει η επαναστατικότητα, ηρεμούν τα πάθη, μαλακώνουν τα άγρια, κατακάθονται οι φιλοδοξίες, υποχωρούν οι σωματικές δυνάμεις, αλλάζουν τα πράγματα, τα έξω φεύγουν γρήγορα, τα μάτια στρέφονται προς τα μέσα∙ έχει φτάσει η ώρα της περισσυλογής, των συλλογισμών και των λογαριασμών όσων ακόμα λειτουργούν και εκείνων που ’χουν λήξει.

Αυτοί οι συλλογισμοί εξελίσσονται σε τρία επίπεδα:1. Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα. 2.Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο. 3. Τι έλεγε ο άνεμος.

Αυτό το «τι έλεγε», σε χρόνο παρατατικό, κρύβει πίσω του ένα γεγονός, αορίστως επαναλαμβανόμενο, τη ματαιοδοξία ότι μπορούσε και ήθελε να λέει «μέσα στο ποίημα» και τώρα που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου διαπίστωσε, βίωσε, κατανόησε πως όλα στην άμμο  θα βουλιάξουν και θα αφανιστούν. Εκείνο που  μένει,  είναι ο άνεμος σε χρόνο ενεστώτα που ακόμα «λέει» και θα συνεχίσει να «λέει».

 

Κάνουμε πολύ θόρυβο πάνω στη σκηνή σαν ηθοποιοί και μόλις τελειώσει η παράσταση φεύγουμε από την πίσω πόρτα, για να παραφράσω τον Σαίξπηρ,  κάνουμε πολύ βουή κι αντάρα και από το πολύ που κάνουμε εξαργυρώνουμε το ελάχιστο.

«Εξαργυρώνω». Μια βαθιά βουτιά στα χρόνια τα παιδικά που η ποιήτρια έβαλε ενέχυρο, όπως όλοι. Το «εγώ» και τα παιδικά του χρόνια.  Η προετοιμασία  -«τράφηκα, ντύθηκα, μορφώθηκα»-

Εξαργυρώνω

Ναι, όπως όλοι / Κι εγώ ο άνθρωπος, σε ώρα ανάγκης / Τα παιδικά μου χρόνια είχα βάλει ενέχυρο / Από το πρώτο μέχρι το ενδέκατο / Έτσι, όπως όλοι / Τράφηκα, ντύθηκα, μορφώθηκα // Τώρα τα παίρνω λίγα λίγα πίσω/ Κάθε που ασημώνω λέξη/ στο ανταλλακτήριο του χάους/ Εξαργυρώνω ακόμα / και τα λεπτά του ύπνου που αντιστοιχήθηκαν / Σε εκτενή διαστήματα εγρήγορσης/ Δικής μου ή των άλλων.

Έτσι σε μια αντινομική σχέση, το πολύ της άμμου, σαν το του χάους, της αύπνίας και της προσπάθειας, το λίγο του «εγώ» και της παραγωγής θα δείξουν στη μικροκλίμακα τη σημασία αυτού του λίγου και το τίποτά του στη μεγάλη κλίμακα. Κι όμως πόση ικανοποίηση η λέξη, η μία, εκείνη  που «ασημώνω», εκείνη για την οποία ξενυχτάω, στο χάος για να συλλάβω μια νύξη, να νομίσω πως έλαβα το μήνυμα από το «αλλού».

Όλα αυτά που λένε τα βιβλία είναι «γνωστά», αλλά θα γίνουν κατανοητά, όταν τα αισθητήρια θα γίνουν πιο ευαίσθητα – και τότε θα συλλάβουν τους  ήχους που έρχονται από τα έγκατα του είναι της ζωής, της γνώσης, της ύπαρξης.

«Οπόταν άρχισαν από πέρα ν’ ακούγονται στροφές αλυσίδας, κι οι αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με περισφίγγουν», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και όχι μόνο.

Η ποιήτρια τον έχει ακούσει αυτόν τον θόρυβο, είναι αυτός που κάνει η μυλόπετρα του χρόνου που δεν σταματά και αδιάφορα καταβροχθίζει τα πάντα

 

Κι ακούγεται ντουπ ντουπ ο μύλος των προγόνων: 

Γυρνά η μυλόπετρα, δε σταματά, αλέθει

Ανάκατα στιγμές, ώρες και μήνες

Χρόνια

 

Για να τα τρώει ανόρεχτα ο χρόνος –

 

Σαν εκείνον που περιγράφει πάλι ο Ελύτης «Ένας τράγος μυρηκάζει αργά τους αιώνες», και πάλι, σε μια ανάλογη στιγμή περνώντας μέσα από τη μουσική του Mozart καταγράφει:

Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι

Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.

Άλλοτε ζωδιακός, άλλοτε μυλόπετρες άλλοτε μηχανές της γης, ένα και το αυτό. Η διατύπωση αλλάζει μόνο.

Τα ποιήματα είναι μικρά, τα νοήματα όμως πολλά και μεγάλης ποικιλίας τα θέματα – τίποτα δεν άφησε η Παμπούδη. Στη βαθιά της καταβύθιση, στην απόπειρά της δηλαδή να κοιτάξει τι έχει αποθηκεύσει, θα αγρεύσει: «λέξεις ενοχλητικές», περπατώντας στο δρόμο θα σκοντάφτει  σε κάθε πέτρα ή άγαλμα, από όπου θα ανασύρει ό,τι μπορέσει: μνήμες και στοιχεία, σκέψεις και άλλα∙ βότσαλα.

Κάθε ρήμα – ποίημα έχει τη δική του λογική, είναι ένας αστέρας αλλά αλλά όλα μαζί συναποτελούν έναν  αστερισμό, όπου συναδελφωμένα όλα τα αστέρια μαζί  καταλήγουν σ’ αυτό που θα λέγαμε ζωή και σκέψη, δημιουργία και πολιτισμός, ό,τι από γεννήσεως κόσμου,  συστάθηκε, συστήθηκε, οργανώθηκε, αποκαθηλώθηκε, εφόσον η ποιήτρια κοιτάζει από την απόσταση που της επιτρέπει να στοχαστεί όχι μόνο όσα η ίδια έχει ζήσει, αλλά όσα ο άνθρωπος έχει ζήσει, βιώσει, δημιουργήσει, ονειρευτεί και έρχεται η ώρα  της εξαργύρωσης, η ώρα

 

όπου η σάρκα γίνεται σαρκίο, ψύχος η ψυχή

 

Γράφει:

 

Μεγάλωνα απρόσκοπτα

Σαν να χτυπούσε ήδη στο ταβάνι το κεφάλι μου

Κι όμως μειωνόμουν, όλο μειωνόμουν

 

Έφταιγε ίσως η αδόκιμη

Μετάφραση του θαύματος

Λόγια αρσενικά για έννοιες θηλυκές

Τ’ αλφάβητα των όντων απειράριθμα

Ποιος βρήκε άκρη;

 

Ποια είναι η αδόκιμη μετάφραση του θαύματος;  Θα προστρέξω και πάλι  στο Ελύτη: «Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος».  Το ένα αίνιγμα θα λύσει ένα άλλο αίνιγμα; Όμηρος Ομήρω, έλεγαν οι παλαιότεροι. Λοιπόν, να βρίσκεται εδώ το «θαύμα» της ζωής; στο φρέσκο λουλούδι, στο παιδί που μεγαλώνει και ψηλώνει, αλλά προχωρώντας προς τον θάνατο οδεύει; Αν δεν συσχετίζουμε κουτά, έχουμε αυτή την αντινομία της ζωής, η οποία είναι απολύτως  συνδεδεμένη με την απόληξή της και όσο προχωρεί η μία σέρνει πίσω της και την άλλη.

Έτσι με ένα λόγο βαθιά υπαινικτικό, απρόσμενα προκλητικό, χαριτωμένα αιφνιδιαστικό, μπαίνει στα άρρητα και τα ανακατεύει, αφήνοντας ίχνη ελάχιστα για να φωτίσει

τα γραμμένα

Ακόμα ζωντανά, μόλις κομμένα από τ’ άγραφα

 

 Αιφνίδια

Εισέβαλε μια ύπαιθρος απ’ τη βαθιά μυθολογία 

 

Φυσούσε σαν από πλαγίαυλο, φυσούσε

 Έσπρωχνε το φεγγάρι σ’ άλλο χρόνο κι έγνεθε

Χίλιες εικόνες του αόρατου, μετά

Παρέσυρε και τα γραμμένα

 

 Σκόνταψε σε μια δίεση-

 

Να  που μια μουσική και μια σπρωξιά, μία φλασιά και μια γραφή, μια αρμονία και μια διασκευή θα στρώσουν το μονοπάτι για το άγνωστο που πάντα  θα διαφεύγει.

Ωστόσο, η Παμπούδη θα αξιοποιήσει κάθε γνώση, τρόπο και  ευαισθησία της. Μετά τα χαρτιά και τα μολύβια, μετά τις μουσικές και τους ήχους,  θα πάρει καμβάδες και χρώματα, θα μετατρέψει σε εικόνες τις σκέψεις που έβαλε σε στίχους και οι στίχοι θα της επιστρέψουν σε εικόνες.

Το σπιτάκι που θέλει πόρτα, το βουνό που θέλει θεό, το ανθρωπάκι στην άκρη… «εκεί με βρήκα», «Δεν έτυχαν τυχαία όλα αυτά». Τα βρήκε φυλαγμένα μέσα της.

Το ενδιαφέρον είναι ότι το μη αναμενόμενο ξεπηδάει από κάθε στίχο.

Η Παμπούδη θα δώσει χώρο στο θαυμαστό, στο ανάκουστο, στις

χαμηλόφωνες κουβέντες

Παλαιών επισκεπτών…

οι τρεις αθάνατες

Αρχαίες θείες στην κουζίνα

 Ανακατεύοντας ατελείωτα στη χύτρα

Ψιλοκομμένα φρέσκα νέα

Και μυστικά οικογενειακά με το μεδούλι τους

  

Σαν τις αρχαίες Μοίρες. Και η παλιά κουβέρτα, και

 

τ’ αεράκι στο λαιμό…/ Ανάσας φάντασμα

 

Η έγνοια της για το παιδί αποδεικνύει ότι προσπαθεί να σώσει την αθωότητα,  το παιδί που κρύβει μέσα της πριν «το καταπιούνε οι μουντζούρες»…

 

Και μετά έρχεται ο άνεμος. Πέρασαν τα χρόνια, ακούγονται κλαγγές, τύμπανα και φωνές, η νύχτα θέλει αποκρυπτογράφηση, έχει μυστικά,  αποκαλύψεις, είναι η Κιβωτός που έσωσε την παράδοση και έναν  θρησκευτικό θησαυρό. Η ποιήτρια αναρωτιέται ποια είναι η αρχή του κόσμου, το εναρκτήριο έτος, το  Anno mundi,  πλησιάζουμε ή οπισθοχωρούμε –

 

Άνω και κάτω οδός μία, είπε ο Ηράκλειτος και στο ΥΓ. θα δούμε

 

Λοξά πατήματα πουλιών

Ιερογλυφικά  στην άμμο

Ομοιωματικά

Ομοιωματικά

Ομοιωματικά

 

Α, ναι, σαν ποιήματα-

 

Περνώ, ξαναπερνώ, ο άνεμος

……………………………………………

Τώρα, πάλι μόνο η άμμος  – η αιωνιότητα-

 

Α, να

Και λίγα βότσαλα-

 

Η επανάληψη, η επανάληψη, η επανάληψη. Έτσι είναι όλα. Μια επανάληψη. Και έτσι η συλλογή κλείνει, κατεβάζει την αυλαία σε ένα δάσος συμβόλων και υπαινιγμών, νύξεων και αφυπνίσεων. Η Παμπούδη καταφέρνει πάντα να είναι πρωτότυπη, δεν επαναλαμβάνει παρά μόνο την έκπληξη και μας κλείνει με νόημα το μάτι, σαν να μας ειδοποιεί πως  υπάρχουν κι άλλα πολλά βότσαλα που δεν έφερε στο φως. Κεντήματα μικρά μας έκανε για την ουσία του κόσμου για τον οποίο κανείς δεν ξέρει τίποτα και πάντα ψάχνει για να βρει, να δώσει απάντηση στην αρχαία απορία και στον θαυμασμό πάνω στο τι είναι και πού πάει η ζωή.

 

Η Παυλίνα Παμπούδη δεν φαίνεται να ελπίζει σε κάτι, δεν αρνείται βεβαίως τον ορθολογισμό της επιστήμης ούτε όσα η λογική έχει αποδεχτεί. Ωστόσο, κάπου εκεί στην άκρη του κάδρου, εκείνο το παιδί που μεγάλωσε, που έβρισκε το κεφάλι του στο ταβάνι, σαν να χτυπούσε την πόρτα του άγνωστου, κάτι κατάφερε να υποκλέψει. Κι αυτό το κάτι μας το έδωσε με μια γραφή ξεχωριστή, παρακάμπτοντας την ευθύγραμμη λογική της αποδεκτής γλωσσικής έκφρασης, δίνοντας στη ρευστότητα της ύλης τη δυνατότητα του συνεχούς μετασχηματισμού, σαν την αναπήδηση του  νερού στο αυλάκι, δροσίζοντας, ξαφνιάζοντας, αλλάζοντας…

Συχνά το ρήμα δεν συμφωνεί με το υποκείμενο, μοιάζει σαν να έχουν χαλαρώσει οι ραφές, όπως «ο άνθρωπος μετράω», «ο άνθρωπος βαφτίζω την ψυχή μου», «νιώθω ο άνθρωπος», «ο άνθρωπος οσμίζομαι», σαν από το όλον να αποσπάστηκε το μέρος,  χωρίς το όλο να διαφεύγει, χωρίς η παράδοση να εξοβελίζεται, χωρίς τα βήματα να χάνουν τον ειρμό τους,

 

Νιώθω ο άνθρωπος τις αλλαγές

Κάτι σαν άνοιξη

Εισβάλλει κάθε τόσο με αθόρυβες φανφάρες

Τύμπανα στα στηθάκια των πουλιών-

Τσιρίζουν τα χορτάρια

Τα άγνωστα ονόματά τους, τα μυριάδες

Δηλώνοντας «παρών!» κι όλο ψηλώνουν –

 

Αρχίζουν τόπους τόπους πάλι να σπιθίζουν

Πλήθη εφήμερων ευχών στο χώμα –

 

Κάτι σαν άνοιξη, σακατεμένη απ’ το χειμώνα

 

Παίρνοντας, επομένως, μορφή και ρυθμό, όλα συναρμόζονται, αποκτούν παρουσία, έστω και  χωρίς ουσία και  χωρίς διάρκεια∙  ρέουν γαλήνια και αργά, φυσιολογικά,  με μοναδικό τους προορισμό το τέρμα, το χάος δηλαδή, εκεί που διακρίνεται

 

η άμμος  – η αιωνιότητα-

Α, να

Και λίγα βότσαλα-

 

 

 

Ανθούλα  Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.