Η Πόπη Αρωνιάδα, συγγραφέας με πλούσιο λογοτεχνικό έργο, ήτοι έξι ποιητικές συλλογές και πεζογραφικό –ένα μυθιστόρημα και τώρα μία συλλογή διηγημάτων- έχει μεταφραστεί στο εξωτερικό και είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος που έκανε την πληγή της πηγή δημιουργίας και αποδείχτηκε η μεν πηγή γενναία και η δημιουργός αγωνίστρια και νικήτρια.
Το ΛυκΡραυγές της, με εκείνο το «Ρ» να υπερυψούται στο κέντρο της λέξης, κόβοντας το φως από την αυγή και βγάζοντας από τα σπλάχνα της κραυγές σαν λύκου μοναχικού, έρχεται να μας δείξει πως η γέννηση ενός διηγήματος ισοδυναμεί με τη γέννηση ενός παιδιού. Και το παιδί, όπως και το ποίημα, διήγημα, πεζογράφημα με μια κραυγή γεννιέται. Καθένα με τον πόνο του.
Είκοσι τρία είναι τα διηγήματα, ταξινομημένα σε τρεις ενότητες. «Υφάλμυρες υφές», «Λύκοι» και «Αξόδευτες μνήμες». Ταξινόμηση αποθηκευμένου ακατάστατα στη μνήμη υλικού που ήρθε η ώρα να υψώσει την δική του κραυγή και να βγει στο φως. Τα διηγήματα είναι πολλών κατηγοριών και συνδέονται με τον εαυτό και την ύπαρξη, την πατρίδα και την ξενιτιά, με το ξύπνημα της νιότης -την εφηβεία, τον έρωτα και τον γάμο- την τρέλα και τον θάνατο. Δηλαδή τη ζωή. Μερικά κινούνται τελείως μέσα σε ένα συμβολικό κλίμα ενώ άλλα, όπως αυτά της τρίτης, κυρίως, ενότητας είναι καθαρά ηθογραφήματα.
Κοιτάζω τον τίτλο της πρώτης ενότητας. Αυτομάτως η συνύπαρξη δυο αισθήσεων -της γεύσης και της αφής- με στέλνουν στην πρώτη αρχή του κόσμου ή αλλιώς στην ώρα την πρώτη «που τα χείλη ακόμη στον πηλό/ δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου», όπως λέει ο Ελύτης στους τρεις εναρκτήριους στίχους του Άξιον Εστί κι έπειτα γεννιέται ο κόσμος. Έτσι, με παρόμοιο τρόπο ένα κορίτσι θα δει μια μέρα μια εικόνα και η εικόνα εκείνη θα ανοίξει τον κρουνό της έμπνευσης από τον οποίο θα αρχίζουν να τρέχουν «φθόγγοι και συλλαβές υπέρλαμπρες … με διάφωτες σταγόνες σε κινούμενη άμμο», ενώ «ένας νευρικός ουρανός αυτοαναλυόταν με ασύλληπτη δύναμη εντός της». Ήταν ένας «έρωτας με την πρώτη ματιά».
Αυτή η ματιά όμως αγρίεψε όταν υποχρεώθηκε να δει το τέρας στον «Αστερισμό του Καρκίνου», αλλά και πάλι σαν να είδε κακό όνειρο ήταν ή σαν να κατέβηκε σε μια κόλαση ανάλογη εκείνης του Δάντη, όπου μετά τον εξαγνισμό της στο Καθαρτήριο, επανήλθε στον απάνω κόσμο με την ταμπέλα «Ευπαθής». Κι έτσι έπεσαν τα θεμέλια για το μεγάλο έργο.
Όπως λέει και ο Σεφέρης μεταφέρω με δικά μου λόγια, μα εγώ ζητώ τον κόκορα που είναι θαμμένος στα θεμέλια του πολυώροφου καταστήματος Printemps … Γιατί εκεί έχει γίνει η θυσία. Γιατί για κάθε μεγάλο έργο απαιτείται θυσία και ο κόκορας είναι το σύμβολο αυτής της θυσίας. Η ηρωίδα του δραματικού δεύτερου διηγήματος θα μεταπλάσει τον κόκορα στο «έμβρυο του κακού» που έβγαλαν από τα σπλάχνα της και το πέταξε στη φωτιά που καταλύει τα πάντα. Έκτοτε φέρει τον χιτώνα της που γράφει ευπαθής, όπως θα λέγαμε άνθρωπος και ποιητής που νιώθει κατάσαρκα αυτό που γίνεται και όχι στην τηλεόραση σαν θεατής.
Και να που το συγκεκριμένο θα επαναληφθεί αυτή τη φορά με τη θυσία ενός αγάλματος. Η περιπέτεια θυμίζει εκείνον τον αγρότη που βρήκε την Αφροδίτη στη Μήλο, μόνο που εκείνη έγινε Θεά σε μια αίθουσα στο Λούβρο, ενώ ετούτη έγινε κάτι άλλο. Ο αγρότης που τη βρήκε στον ελαιώνα του την ερωτεύτηκε. Δεν ήξερε τι να την κάνει. Να την πουλήσει και να εξασφαλίσει το μέλλον του; Να ενημερώσει τις αρχές; Όχι. Ο μύθος απέδειξε πως το άγαλμα ήταν το πιο γόνιμο σαν λίπασμα για τις ελιές. Η Αρωνιάδα αξιοποιεί κάθε συγγενή γνώση. Η Ελλάδα όλη έχει στα θεμέλιά της έναν αρχαίο πρόγονο –θεό, θείο και ξάδελφο, μια θεά, μάνα κι αγαπητικιά. Γι’ αυτό άλλωστε όποιος βαθιά αισθάνεται υποφέρει από το βάρος αυτής της κληρονομιάς. Και πολύ σωστά κατέληξε, όπως κατέληξε, ο νεαρός ερωτευμένος αγρότης, διαψεύδοντας κάθε προσδοκία και ανατρέποντας κάθε αναμενόμενο. Γιατί δεν ζωντάνεψε το άγαλμα, όπως η Γαλάτεια, δεν το πούλησε όπως οι αρχαιοκάπηλοι, δεν το έκρυψε κάτω από το κρεβάτι του για να το απολαμβάνει μόνος του. Αλλά το έσπασε και το έκανε σκόνη και τη σκόνη τη σκόρπισε στη ρίζα των ελαιόδεντρών του. Το θέμα δεν είναι αισθητικό ή καλλιτεχνικό. Είναι θέμα ουσίας. Το αρχαίο άγαλμα – το «Άσπρο χώμα»- η ιδέα ενός πολιτισμού είναι η θεία κοινωνία της σύγχρονης Ελλάδας.
Στο διήγημα «Ψυχή από πηλό» η συγγραφέας έρχεται σε σύγκρουση με την γραφειοκρατία και τον χαμένο ανθρωπισμό πίσω από τον εξωφρενικά απόλυτο ορθολογισμό.
Φυσικά, δεν ξεχνιούνται τα ήθη, τα έθιμα και τα ταμπού, και όλα με τη σειρά τους βρίσκουν χαραμάδα για να σηκώσουν το κεφάλι και να δουν το φως. Είναι και αυτά στη ρίζα της αγωγής μιας γενιάς που τείνει πλέον να εξαφανιστεί. Μερικά πράγματα ακούγονται παλιομοδίτικα, παρωχημένα, αλλά έχουν και αυτά τη σημασία τους για τον χαρακτήρα του ανθρώπου πού ήξερε να κρατά τη θέση του και να τιμά τη γενιά του.
Η δεύτερη ενότητα με την ποικιλία των Λύκων παρουσιάζει ενδιαφέρον σε ένα πρώτο επίπεδο, αλλά και σε ένα δεύτερο, όπου η μεταφορά διαπλέκεται αριστοτεχνικά με την πραγματικότητα για να αποδώσει κεκαλυμμένα άγρια γεγονότα, τα οποία συγκλόνισαν κάποτε τη ζωή ορισμένων ανθρώπων, αλήθειες της ζωής πίσω από τον μύθο και ομολογίες ανομολόγητων. Λύκοι λοιπόν, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί, λύκοι παιδιά, λύκοι γονείς, λύκοι γεμάτοι δίψα για αίμα και άλλοι γεμάτοι φως και αγάπη, απρόσμενη εκεί που περιμένεις μόνο θάνατο.
Στην τρίτη ενότητα, στις «αξόδευτες μνήμες», η συγγραφέας ανοίγει το ανεκτίμητο κουτί, το κουτί με τις εκπλήξεις και εκπλήξεις είναι οι φυλαγμένες φωτογραφίες του παλιού καιρού τότε που όλα ήταν δύσκολα, φτωχά κι αδύνατα. Οι μνήμες διαδέχονται η μία την άλλη. Άλλοτε είναι το αδύνατο κοριτσάκι και τα ρούχα που έστελνε η ξένη βοήθεια (προφανώς η UNRA) και με αυτά βολεύονταν οι φτωχοί άνθρωποι. Άλλοτε ήταν ο θείος με τα δώρα που έφερνε στα παιδιά και η αγωνία τους να δούνε τι έχει μέσα στη βαλίτσα, άλλοτε ήταν το ανταλλακτικό εμπόριο και ο γάμος της μεγαλοκοπέλας με τον χήρο και τα τρία παιδιά.
Θα σταθώ για λίγο στο διήγημα «Παιδοκτόνος» και θα πω πως στη ρίζα του βρίσκεται ένα Ορέστης πλανεμένος από τον Απόλλωνα ή ο μικρός Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι που δεν συνειδητοποιεί τα όρια ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, τι το καλό, τι το κακό. Πρόκειται, λοιπόν, για τον καημό μιας άτεκνης γυναίκας να αποκτήσει παιδί και το κλέβει από μια άλλη που έχει πάρα πολλά και δεν μπορεί να τα ζήσει. Το λάθος θα είναι χωρίς πρόθεση και η παιδοκτόνος τραγικότερη του τραγικού. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τα άλλα διηγήματα της παλιάς αγροτικής οικογένειας, τα μικρά ηθογραφικά, της κλειστής κοινωνίας, σε καιρούς μεταιχμιακούς, όταν τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν και το νέο κάνει την εμφάνισή του στο χωριό.
Η Πόπη Αρωνιάδα είναι ποιήτρια, αλλά και στην πεζογραφία, πάλι ποιήτρια είναι. Τα διηγήματά της είναι μικροβιογραφίες, άνθρωποι μεγάλοι και παιδιά ιδωμένοι με τα μάτια ενός παιδιού και καταγεγραμμένοι με το πνεύμα μιας νοσταλγού που έχει την ικανότητα να αποδώσει τη δύναμη των συναισθημάτων και τις σκέψεις του τότε με το μυαλό του τώρα. Είναι η ίδια το σώμα της θυσία και η νίκη που καταπάτησε τον θάνατο.
Η αφήγησή της είναι ευθύγραμμη, αλλά μετά από έναν γενναίο διασκελισμό στο παρελθόν –ένα φλας μπακ – πάει πίσω για να ανασύρει και φέρει μπροστά ό,τι έχει εκεί φυλαγμένο. Και όπως είπε και η ίδια στην αρχή οι «φθόγγοι» και οι «υπέρλαμπρες συλλαβές» βγαίνουν ορμητικά και μεταφέρουν τον ήχο, το χρώμα και τη μυρωδιά τους, σαν το φρέσκο ψωμί που φούρνιζε η μητέρας της και το άρωμά του φτάνει και στον αναγνώστη και σαν το άρωμα της θείας, της «κοκότας», που η μικρή δεν ήξερε τη λέξη αλλά τη γοήτευε η εικόνα της. Έτσι λοιπόν μας περιέγραψε το άπειρο με όλες τις «λεπτομέρειες του απείρου» και με τις «συνωμοσίες των λεπτομερειών», τον κόσμο της πρώτης συγκίνησης σε όλες του τις εκφάνσεις.
Η Πόπη Αρωνιάδα, αφηγούμενη τα οικεία πάθη, συχνά μας έκλεινε το μάτι και σαν τον Μπωντλέρ μας είπε:
Hypocrite lecteur, — mon semblable, — mon frère! …
Ξέρω, τι λες από μέσα σου, έχεις κι εσύ τις δικές σου πληγές !