Σόμερσετ Μομ, ένα όνομα πάρα πολύ γνωστό στο ελληνικό κοινό και φυσικά πολύ αγαπητό. Ο Σόμερσετ Μομ (1874-1965) είναι ο ίδιος ένας μυθιστορηματικός ήρωας, όπως δείχνει το πλούσιο εργοβιογραφικό έργο του στο αφτί του βιβλίου. Σπούδασε αρχικά γιατρός, πήρε ειδικότητα μαιευτήρα και άσκησε το επάγγελμα το οποίο του προσέφερε υλικό για το πρώτο έργο του Lisa of Labeth (1897). Αυτή ήταν η αρχή και η απόφαση να αλλάξει επάγγελμα, να αφήσει την ιατρική και να στραφεί στη συγγραφή. Ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ισπανία, είχε την τύχη να δει να παίζονται ταυτοχρόνως τέσσερα έργα του στα θέατρα στο Λονδίνο, απέκτησε οικονομική άνεση και έκανε ταξίδια μακρινά ως τις Ινδίες και την Άπω Ανατολή.
Στον Πρόλογό του, μας αφηγείται πώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος του ανοίγει νέον ορίζοντα. Υπηρετεί ως πράκτορας στη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών. To 1928 εγκαθίσταται στο Cape Ferrat στη νότια Γαλλία, όπου κατέφθαναν ευγενείς από όλη την Ευρώπη και τη Ρωσία αλλά και καλλιτέχνες όπως ο Matisse, ο Chagall, o Picasso, ο Jean Cocteau και πολλοί άλλοι μεταξύ αυτών και ο δικός μας Οδυσσέας Ελύτης, όπως φαίνεται και στο ποίημα «Villa Natasha». Εκεί, λοιπόν, ο Σόμερσετ Μομ, ελεύθερος από σκέψεις δύσκολες, σ’ ένα μπαλκόνι πάνω από την Μεσόγειο, σε έναν πολυτελή παράδεισο θα γράφει. Τέσσερα από τα μυθιστορήματα του είναι εκείνα στα οποία βασίζεται η φήμη του. Πρόκειται για την Ανθρώπινη δουλεία (1915), The Moon and Sispence (1919) που εμπνεύστηκε από τη ζωή του Πολ Γκογκέν, Cakes and Ale (1930) και Στην κόψη του ξυραφιού (1944). Τα διηγήματά του επίσης υπήρξαν πολύ δημοφιλή στην εποχή του και τον καταξίωσαν ως λογοτέχνη.
Ο Άσεντεν πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1928, στη Μεγάλη Βρετανία το 1934 και εξακολουθεί να μεταφράζεται συνεχώς, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1936 σκηνοθέτησε την ταινία Μυστικός πράκτωρ, βασισμένη στο Άσεντεν, στην Ελλάδα κυκλοφορεί τώρα για πρώτη φορά .
Στον Πρόλογό του ο Μομ αναφέρει καθαρά ότι ο ίδιος βρίσκεται πίσω από κάθε ήρωά, όπως βρίσκεται και μέσα σε όλα όσα έγραψε. Το υλικό του μυθιστορήματος προέρχεται από τα βιώματά του, στην Υπηρεσία Πληροφοριών, τα οποία αναδιαμόρφωσε για το μυθιστόρημα και εδώ μας θυμίζει τον Ίαν Φλέμιγκ, ο οποίος παρομοίως έπλασε τον Τζέημς Μποντ, Πράκτορα 007. Στον Μομ ακουμπούν και άλλοι επιφανείς, συγγραφείς του είδους, όπως ο Τζον Λε Καρρέ, ο Γκράχαμ Γκριν και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ…
Η τεχνική του στη συγγραφή, αλλά και στην πρόκληση ενδιαφέροντος είναι η ήρεμη επιφανειακά δράση, η χρήση της πειθούς, η δωροδοκία, ο εκβιασμός. Για τις ανάγκες της «δουλειάς» αλλάζει προσωπεία και παραλλάσσει την αλήθεια έτσι ώστε να φαίνεται συναρπαστική και αληθινή για τον αναγνώστη. Δεν χρησιμοποιεί όπλο, είναι φιλεύσπλαχνος και δεν μοιάζει με άλλους φανατικούς που δρουν βίαια κατά των αντιπάλων τους.
Τα γεγονότα στο μυθιστόρημα μοιάζουν ασύνδετα, όπως είναι και στην πραγματική ζωή. Έτσι πολλές φορές αφήνει ένα χαρακτήρα μετέωρο σαν να μας δίνει το υλικό για μια ιστορία και όχι όλη την ιστορία. Του αρέσει η έκπληξη· «η γροθιά στο στομάχι … που οι μιμητές του Τσέχωφ περιφρονούν», αλλά «είναι κακή μόνο όταν δεν είναι πετυχημένη», μας λέει.
Χρησιμοποιεί, λοιπόν, τη ζωή ως πρώτη ύλη και την τακτοποιεί σε ευφυή μοτίβα. Δεν έχει σημασία η πραγματικότητα αλλά η φευγαλέα ομορφιά της φύσης, όπως την απέδιδαν οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι. Του αρέσει το ασυνήθιστο, το αποκαλυπτικό, το δραματικό.
Στα πειστήρια συμπεριλαμβάνεται και η εμπειρία του το 1917 στη Ρωσία όπου πήγε με αποστολή να αποτρέψει την Επανάσταση των Μπολεσβίκων. Στην Πετρούπολη έφτασε από το Βλαδιβοστόκ, διασχίζοντας τη Σιβηρία. Σε ένα σταθμό, ένα μεγαλόσωμος στρατιώτης έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε τόσο σπαρακτικά που ο συγγραφέας λέει πως στο τραγούδι του ένιωσε την κραυγή όλων των καταπιεσμένων, το άρωμα της γης, τα ατελείωτα δάση, τη ροή των μεγάλων ποταμών, τον μόχθο της υπαίθρου, το όργωμα της γης, τον θερισμό του ώριμου καλαμποκιού, τον αναστεναγμό του ανέμου στις σημύδες … και η αφήγησή του συνεχίζεται σαν ένας χείμαρρος από αισθήσεις με τόση αληθοφάνεια που ξεχνάς πως είναι αυτός ο ίδιος που έγραψε τον Άσεντεν έτσι όπως τον έγραψε…
Δηλαδή, όλα αρχίζουν ήρεμα, γίνονται με απλές κινήσεις που δεν παραβιάζουν το πρωτόκολλο του αγγλικού φλέγματος, όλα λειτουργούν in order, μέσα στον κανόνα. Και τα πιο θερμά πράγματα διατυπώνονται απολύτως ψυχρά: «Ένα μόνο πράγμα οφείλετε να γνωρίζετε προτού αναλάβετε τη δουλειά, και μην το ξεχάσετε: αν τη φέρετε εις πέρας, κανείς δεν θα σας ευγνωμονεί, και αν μπλέξετε κανείς δεν θα σας βοηθήσει. Τι λέτε σας κάνει;» «Απολύτως». «Τότε λοιπόν καλό σας απόγευμα». Μια συνάντηση και μια συμφωνία έκλεισε σαν από μηχανές προγραμματισμένες προς τούτο.
Το βιβλίο μας δίνει πολλά μυστικά τού «πώς γίνεται «τι»: «Οι Κεντρικές Δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υποκινήσουν αναταραχή στην Ινδία ώστε να καταστεί απαραίτητο να διατηρεί η μεγάλη Βρετανία στρατό στη χώρα και, ίσως, να στείλει και άλλον από τη Γαλλία…».
«Οι Ελβετοί γνώριζαν καλά πως η χώρα τους ήταν τόπος όπου εκτυλίσσονταν κάθε λογής μηχανορραφίες: πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, κατάσκοποι, επαναστάτες και αγκιτάτορες κατέκλυζαν τα ξενοδοχεία των σημαντικότερων πόλεων…, «Αποτελούσε βασική αρχή του Άσεντεν… να λέει πάντοτε όση αλήθεια τον εξυπηρετεί και μόνον…», «διόρθωσε με το χέρι τα λιγοστά ανακατεμένα μαλλιά του (γιατί όπως και ο Ιούλιος Καίσαρ απεχθανόταν την ανάρμοστη φαλάκρα)…». Το επεισόδιο στο Καρτιέ Λατίν, με την Υβόν και την Αλίξ με το «πλούσιο αργκό λεξιλόγιο», τη βραχνή φωνή της, «η γραφική χυδαιότητα» που «του προξενούσε απέραντη ιλαρότητα», η κριτική που συχνά παρεμβάλλει για τη γαλλική ζωγραφική και η σύγκρισή της με την αγγλική, κάνουν το βιβλίο απολαυστικότατο ως ανάγνωσμα, εφόσον βεβαίως ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως ο συγγραφέας παίζει σε δύο τουλάχιστον επίπεδα. Το ένα, όταν αυτομάτως τοποθετεί τους ανθρώπους μέσα του σαν ήρωες σε κάποιο γνωστό μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο, μαζί με όλα όσα συνοδεύουν τη σκηνοθεσία και το άλλο είναι αυτή καθ’ εαυτήν η κατασκοπική ιστορία, με τη δική της σοβαρή υπόθεση. Έτσι η σοβαρότητα της περίστασης έχει μια επιφάνεια που προωθεί την εξέλιξη, αλλά και μια ανατρεπτική εικόνα στο βάθος.
Ο Σόμερσετ Μομ πέθανε στα 91 του χρόνια στη Νίκαια της Γαλλίας πλήρης ημερών και δόξης. Η λάμψη του στη φωτογραφία του εξωφύλλου λαλίστατη. Οι μεταφράστριες απέδωσαν απολαυστικά το κλίμα του μυθιστορήματος
Ανθούλα Δανιήλ