Στέφανος Κωνσταντινίδης, Εγώ ο Αλέξης Λάμαρης…
Έτσι, όπως διαβάζουμε συνέχεια το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο του βιβλίου , έχουμε την εντύπωση πως ο συγγραφέας είναι ο Λάμαρης…
Κατ’ αρχάς, το βιβλίο εκτυλίσσεται σε πενήντα κεφάλαια. Στον πίνακα περιεχομένων δεν υπάρχουν τίτλοι, παρά μόνον λατινικοί αριθμοί. Λες και όλα όσα έχουν σημασία είναι μόνο οι αριθμοί –οδοδείκτες – και οι άνθρωποι, που κινούνται ανάμεσα, είναι η αλοιφή για να δουλέψει η μηχανή της Ιστορίας. Κι όμως ο τίτλος – Εγώ ο Αλέξης Λάμαρης– προβάλλει τον ήρωα και μάλιστα εμφατικά με εκείνο το «Εγώ» που κάνει τον ένα να ξεχωρίζει μέσα σε ένα σύνολο ανωνύμων.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, μετά από τις σημαντικές σπουδές του –στη Φιλοσοφική στην Αθήνα, Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόνη και, επίσης, μετά από μια σημαντική καριέρα στα πανεπιστήμια του Καναδά, ήδη με τόση πείρα, έτσι σοφός που έγινε, όπως λέει και ο Καβάφης, γράφει ή καλύτερα καταγράφει την προσωπική του εμπειρία και βάζει τη δική του ματιά πάνω στα πράγματα που τον ενδιαφέρουν, τα οποία φυσικά είναι πολιτικά και ιστορικά. Σαν τον ομηρικό Οδυσσέα, το φθάσιμο στην Ιθάκη έχει πάντα στο νου του, από εκεί ξεκίνησε και εκεί θα καταλήξει. Για την παρούσα περίσταση Ιθάκη είναι η Κύπρος και ευρύτερα η Ελλάδα με τις εθνικές της περιπέτειες∙ η λέξη «περιπέτεια» με την αρχαία της έννοια.
Το εξώφυλλο του βιβλίου μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο. Τρεις γενιές ανδρών με τα ιδιαίτερα ο καθένας ενδυματολογικά, χαρακτηριστικά του, που φέρουν το ίδιο επώνυμο –Λάμαρης- ο προπάππος Αλέξης που ήρθε το 1821 στον Μοριά και πολέμησε για την Επανάσταση, ο παππούς Θουκυδίδης, Λάμαρης επίσης, που κατέληξε στην Κύπρο και τρίτος ο πατέρας μου, ο δεύτερος Αλέξης Λάμαρης, που έζησε τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Μεσοπόλεμο στην Αθήνα και έγραψε και αυτός τη δική του Ιστορία.
Στην αφήγηση εμπλέκεται και μία εγγονή, με χαρακτηριστικά κληροδοτημένα και από τους τρεις αλλά και από τις δυο γιαγιάδες Ευρυδίκη και Νεφέλη και φυσικά από την μητέρα της Περσεφόνη. Όλες με εξαιρετικά πνευματικά προσόντα και ονόματα εμβληματικά, που είναι αδύνατον να μην τα συνδέσεις με τον μύθο τους και τον τόπο τους, την Κύπρο, όπου ο Σεφέρης διαπίστωνε ότι ακόμα λειτουργούσε το θαύμα.
«Είμαι λοιπόν ο Αλέξης Λάμαρης! Ο ήρωας με τον οποίο αρχίζει αυτό το βιβλίο. Έρχομαι από μακριά. Η μικρή μου ιστορία συνιστά μικρή ψηφίδα ανάμεσα σε άλλες στη μεγάλη Ιστορία».
Και έτσι έγινε η αρχή της μεγάλης περιπέτειας. Ο ήρωας θα συναντήσει στο «Μπάγκειον», στην Ομόνοια της Αθήνας, έναν ομογενή από την Οδησσό, κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι απόγονος των Υψηλάντηδων. Όμως ο συγγραφέας δεν θέλει να γράψει για τους Υψηλάντηδες, αλλά από τα ψίχουλα των Υψηλάντηδων θέλει να βρει στοιχεία για τη δική του τη γενιά∙ των Λαμάρηδων. Τον Αλέξη, τον Θουκυδίδη και τον τρίτο Λάμαρη, δηλαδή τον δεύτερο Αλέξη….
Ο πρώτος γεννήθηκε στον Γαλατά, έφυγε στην εσπερία, σπούδασε στην Πίζα, πήγε στην Οδησσό, έγινε φιλικός και πολέμησε στο Μοριά. Ο γιος του ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, περιηγήθηκε και αυτός τον κόσμο και κατέληξε στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Ο τρίτος, αυτός του τίτλου, γεννήθηκε στη Λάρνακα αλλά η μάνα του καταγόταν από την Πενταλιά, την πατρίδα του Κωνσταντινίδη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, στάθηκε στο πλευρό του Βενιζέλου, βοήθησε τον Παπαναστασίου, έκανε μελέτες στον Παπαδιαμάντη, γνώρισε τους εκπροσώπους της γενιάς του τριάντα καθώς και τους «καταραμένους» ποιητές τον Καρυωτάκη και την παρέα του.
Με τους τρεις Λαμάρηδες θα μας δοθεί κατά κάποιον τρόπο το νεοελληνικό γίγνεσθαι καθώς και το γίγνεσθαι του μυθιστορήματος. Με λοξή ματιά στα θεωρητικά, ο συγγραφέας μας ενημερώνει για τους τρεις κανόνες για να γράψει κανείς μυθιστόρημα, αλλά κανείς δεν τους ξέρει ή υπάρχει ένας, ότι δεν υπάρχει κανένας. Έτσι από αυτούς που γράφουν άλλοι ακολουθούν κανόνες και άλλοι είναι ακανόνιστοι. Άλλοι έχουν πρόγραμμα και οι άλλοι γράφουν κατά το κέφι τους και όπως το φέρει η έμπνευσή τους. Επομένως και ο συγγραφέας μας, αφού μας παρουσίασε τους τρεις επιφανείς της γενιάς του, μέσα σε μία σελίδα, μας παρουσίασε και τον εαυτό του και τον τρόπο που θα γράψει το βιβλίο του, και το τι και το πώς. May way, που έλεγε και Φράνκ Σινάτρα και Why not, που λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας ή à la manière de … όπως έκανε και ο Σεφέρης.
Στην εποχή του Αλέξιου υπήρχε το δίλημμα: Να μάθει γράμματα κανείς ή έμπορος να γίνει; Με τα γράμματα θα πάρουμε πίσω την Πόλη ή με τα λεφτά; Με το Γένος θα ασχοληθούμε ή με το Έθνος; That is the question, που λένε, Ιδού η απορία. Σύγκρουση επιχειρημάτων. Αντισφαίριση εννοιών.
Το θέμα είναι ότι ο Στέφανος Κωνσταντινίδης ονόμασε μυθιστόρημα το βιβλίο του, το οποίο επί της ουσίας είναι μελέτη της ιστορίας, αναψηλάφηση των γεγονότων, κριτική, σχόλιο και επανερμηνεία συμπεριφορών, επανεξέταση στάσεων και προβολή αθέατων ή ανεξέταστων πτυχών της ιστορίας.
Με τα γεγονότα να τρέχουν αποδεικνύεται ότι είναι φρούδες οι ελπίδες πως οι Έλληνες με τα γράμματα θα διέβρωναν την Τουρκία, πως θα μας βοηθούσαν οι Ρώσοι, οι οποίοι έκρυβαν την ιδιοτέλειά τους κάτω από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Οι Άγγλοι, πάλι, είχαν τον Φαναριώτη Μαυροκορδάτο για μυστικό πράκτορα. Η ντόπια εξουσία που είχε πολεμήσει δεν έβλεπε με καλό μάτι τον ξενόφερτο Καποδίστρια και έτσι, διαστρεβλώνοντας ο ένας το δίκιο του άλλου, έφτασαν σε έκτροπα.
Ο συγγραφέας θα μελετήσει τον Ρήγα, θα πάει στην Πίζα της Ιταλίας, όπου θα συναντήσει προσωπικότητες που ετοιμάζονται για τον ξεσηκωμό στην Ελλάδα. Αναφέρω ονόματα τα οποία όλοι ξέρουμε ή έχουμε βιαστικά προσπεράσει στους δρόμους της Αθήνας, γύρω από την Πλατεία Κολωνακίου, (η οποία όμως λέγεται Φιλικής Εταιρείας, αλλά ποιος το θυμάται;), ονόματα ανθρώπων που σήκωσαν στην πλάτη τους τη μεγάλη πέτρα του Αγώνα: Ξάνθος, Σκουφάς, Τσακάλωφ, Σέκερης, Αναγνωστόπουλος, αλλά και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Λουριώτης, Πραΐδης…. Εκεί έφτασε και ο Λάμαρης. Ο Μαυροκορδάτος είναι σκοτεινός (όσο κι αν είναι αρεστός στον Ρόντρικ Μπήτον, που, αν και τον εκτιμά, έχει επιφυλάξεις).
Όπως καταλαβαίνουμε, ο Στέφανος Κωνσταντινίδης παθιάζεται με την Ιστορία. Θέλει να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια και, ακόμα και αν οι περιστάσεις δεν του το επιτρέψουν, θέλει οπωσδήποτε να μας ενημερώσει πως δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα. Δεν έχουν φωτοστέφανο όλα τα πρόσωπα…
Ο Λάμαρης, ο ήρωάς του, δεν θα εμπλακεί ίσως πουθενά σοβαρά γιατί ο Λάμαρης δεν είναι παρά ένας λαθρεπιβάτης της Ιστορίας και μπαίνει από το δικό του σήμερα σε μια άλλη εποχή, πριν από 200 χρόνια, να δει τι πραγματικά έγινε στην Ελλάδα και στην Επανάσταση τότε, πίσω από τις επίσημες σελίδες της Ιστορίας. Ποιος ήταν ο ρόλος των προσώπων των οποίων ξέρουμε την εμπλοκή στα γεγονότα αλλά δεν ξέρουμε τις παρασκηνιακές τους ενέργειες. Όπως του Ιγνάτιου που προαναφέραμε, του Γκαλίνα, που συνδεόταν με όλων των κατηγοριών τις επαναστατικές ομάδες, ας πούμε, αλλά ήταν ο σημαντικότερος να «αυτοσχεδιάσει Σύνταγμα», αφού οι δικοί μας ιδέα δεν είχαν και «εστερούντο τοιούτων γνώσεων» και σ’ αυτού τις γνώσεις στηρίχτηκε το Σύνταγμα της Επιδαύρου.
Και από το 1821, η αφηγήτρια, η εγγονή που λέγαμε, εκείνη υποστήριζε πως καταγόταν από τους Υψηλάντηδες, ας πούμε, κάνει την εμφάνισή της στο Μπάγκειο…πάλι.
Επανέρχεται στο προσκήνιο και ο πρόγονος με πληροφορίες που αφορούν την επιστολή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προς τον Καποδίστρια (ο Πετρόμπεης πάντως απάντηση δεν πήρε), του Καποδίστρια με τον Υψηλάντη, του «ταχυδρόμου» και της μοίρας του που ήτανε να φαγωθεί στον δρόμο, γιατί προηγείται η πατρίδα και το γενικό συμφέρον. «Πόσο δύσκολο είναι να προγραμματιστεί μια Επανάσταση και πόσο εύκολα εμείς, ετεροχρονισμένα, κρίνουμε και δογματίζουμε, ηθικολογούμε», σκεφτόταν ο ήρωάς μας ο Αλέξης, δηλαδή ο συγγραφέας.
Στη συνέχεια, θα στραφεί στον Θουκυδίδη Λάμαρη, στην Κύπρο, στην αστική της τάξη, θα κάνει παρεκβάσεις προς τα θέματα θεωρίας της λογοτεχνίας αλλά και στοχασμού πάνω στις ιδέες που πρέπει να αναπτυχθούν.
Στο κεφάλαιο ΧΙΧ εξετάζεται το θέμα της Μικρασιατικής καταστροφής, της εκτέλεσης των έξ. Προβληματισμοί και κρίσεις: «Ο Βενιζέλος είχε την ικανότητα να σχοινοβατεί πάνω από τον γκρεμό, να παίρνει αποφάσεις χωρίς να κοιτάζει κάτω την άβυσσο και κυρίως χωρίς αυτή τον φοβίζει». Αυτός λοιπόν ο στολισμένος εθνάρχης με εκατό θετικά επίθετα γίνεται στόχος στη συζήτηση ενός καθηγητή στο πανεπιστήμιο και μιας φοιτήτριας. Συν, πλην και όλα στη ζυγαριά, κινήσεις στη σκακιέρα, τελικά δεν κέρδισε το παιχνίδι, ξένα συμφέροντα, που δεν λογαριάζουν φιλίες και συμμαχίες, υπερίσχυσαν. Η συζήτηση περί έρωτος σε υψηλό επίπεδο, τι είναι τι, ποιήματα του Ελύτη για το κλείσιμο του θέματος.
Πάλι η αφήγηση πάει πίσω, στα μετεπαναστατικά χρόνια και πάλι θα βγει ο Μαυροκορδάτος μπροστά μας, θα ρίξουμε μια ματιά στον Αντώνη Οικονόμου (το προηγούμενο βιβλίο του Κωνσταντινίδη) και στους έχοντες.
Και η περιπέτεια συνεχίζεται. Η αφήγηση κάνει κύκλους και πισωγυρίσματα. Ο Κωνσταντινίδης εφευρίσκει τρόπους, επινοεί συνομιλητές για να μπαινοβγαίνει στις εποχές, να ανοίγει νέες σελίδες και να ανασύρει θέματα και πρόσωπα που παραμένουν άλλα στο σκοτάδι, άλλα τυλιγμένα στο μύθο τους, άλλα με τις λογικές και άλλα με περίπλοκες ερμηνείες τους. Το προσφυγικό, η κουλτούρα και η επίδραση της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, η Ελληνικότητα, η Γενιά του τριάντα. Ο μοντερνισμός και οι εκπρόσωποί της, ο Βασίλειος Ζαχάρωφ (ποιος είναι πάλι τούτος ο απίθανος κινηματογραφικός τύπος;), η θέση της γυναίκας λογοτέχνιδας, η Ψυχανάλυση. Τέλος, τα θέματα του βιβλίου δεν έχουν τέλος, μοιάζουν με την πέτρα που κουβαλάει ο Σίσυφος. Την ανεβάζει, αλλά εκείνη ξανακυλάει πίσω κι εκείνος ξαναρχίζει από την αρχή γιατί, όπως λέει ο συγγραφέας μας, το να ξαναρχίζω από την αρχή είναι «ευλογία».
ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα λέει ο Ελύτης, και τραγουδάει η Εντίτ Πιαφ: Je repars à zero ήτοι και ξαναρχίζω απ’ την αρχή.
Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας επέλεξε το «Μπάγκειον», αυτό το παλάτι της δεκαετίας του 1880 ανάμεσα σε άλλα που έγινε σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ, για να παραπέμψει με τη σημερινή ερειπιώσα κατάστασή του στην Ελλάδα, σαν το ανάλογο ενός λαμπρού πολιτισμού που βούλιαξε στα χρόνια και στην φθορά. Σεφερική εικόνα ή πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Εκείνο που κατάλαβα είναι πως ο Λάμαρης ή η εγγονή με την οποία τελειώνει το βιβλίο είναι προσωπεία ενός ανήσυχου επιστήμονα, ιστορικού και πολιτικού, του Στέφανου Κωνσταντινίδη, που ερευνά την αλήθεια από κάθε άποψη και σαν τον Σίσυφο δεν σταματά να ανεβάζει τη μεγάλη πέτρα της Ιστορίας και να ξαναρχίζει το παιχνίδι της διαδοχικής αφήγησης σαν τις χίλιες και μιας νύχτες της Σεχραζάτ, κερδίζοντας τον χαμένο χρόνο και χαρίζοντας σε μας γνώσεις άγνωστες.
Ανθούλα Δανιήλ