12 Ιουλίου, 12 το μεσημέρι, στο όριο ακριβώς ούτε πριν ούτε μετά, κάθετος ο ήλιος στη γωνία της Σπύρου Μερκούρη με την Αντήνορος, στο Παγκράτι, στην Αθήνα, στην Ελλάδα. Εγώ κατεβαίνω την Αντήνορος και από τα δεξιά μου, ανεβαίνει την Σπύρου Μερκούρη Εκείνη και μπαίνει στο πλάνο και κατακυριεύει το βλέμμα. Ψηλή, λεπτή, μάλλον ξανθιά, λεβέντικη κορμοστασιά, ντυμένη ελαφρά. Ζέστη αφόρητη, λιώνει η άσφαλτος εις την οδόν της Σπύρου Μερκούρη ως εάν ήτο η «Οδός των Φιλελλήνων», αλλά στην Ελλάδα, σε όλους τους δρόμους και σε όλα τα σταυροδρόμια μπορούν, ως γνωστόν, να κυκλοφορούν τα ξωτικά και οι νεράιδες και το θαύμα να γίνεται μέρα μεσημέρι και όχι μόνο στην εξοχή, προφανώς, επειδή η εξοχή σπανίως υπάρχει και η πόλη μας έχει πλήρως τσιμεντοποιηθεί, αποφάσισαν κι αυτά για να επιβιώσουν να αφήσουν τα καμένα δάση, τα αποψιλωμένα δέντρα, τις στεγνές πηγές και να βγουν στους δρόμους και να ανακατευτούν με τους καθημερινούς ανθρώπους.
Ήμουν τυχερή γιατί και στο παρελθόν μού έτυχε να ξαναζήσω το θαύμα. Ήταν κάποτε στο Μετρό, όταν συνάντησα την Primavera του Μποτιτσέλι, και στου Ζάρα, όταν συνάντησα έναν αρχαίο Έλληνα. Τώρα για τρίτη φορά τυχερή, συνάντησα τη Βεατρίκη λες και ήμουν εγώ στην γέφυρα στον Άρνο, είχα δωμάτιο με θέα, και ήμουν ο Δάντης…
Φορούσε φόρεμα κίτρινο, γυαλιστερό, φαρδύ και κολλητό συνάμα, με λεπτά τιραντάκια στους ώμους, σαν να ήταν μια παραλλαγή του πάλαι ποτέ αισθησιακού κομπινεζόν, κι όπως η κίνηση του σώματος επέβαλλε, άφηνε να υποψιάζεσαι από κάτω το σώμα πώς σαν χέλι γλιστρούσε, τονίζοντας κάθε καμπύλη και κρυφή σχισμή του. Το έβλεπες να βαδίζει με βήμα σταθερό, ηγεμονικό, υπερήφανο, ναρκισιστικό.
Το θεϊκό κεφάλι είχε μια ξανθιά κόμη τυλιγμένη σε έναν βόστρυχο που διέτρεχε όλη τη σπονδυλική της στήλη και ποτέ καθόλου ούτε μια τρίχα δεν κινήθηκε έξω από τον έλικα της μπούκλας της. Αυτή η Βεατρίκη και όχι η Βερενίκη έπρεπε να γίνει αστερισμός[1], αυτό το κινούμενο θηλυκό καλοκαίρι.
Την είπα Βεατρίκη όχι μόνο επειδή ήταν ολόιδια με εκείνην που συνάντησε ο Δάντης, αλλά ήταν και καλλονή σαν την Φρύνη που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης ή σαν τις Αφροδίτες του Φειδία, με μοντέλο την Φρύνη… Στο δαιμονικό μυαλό μου μια ιδέα πήγαινε κι ερχότανε∙ να της τραβούσα λιγάκι κι απαλά από την κυματίζουσα άκρη το κίτρινο γυαλιστερό φουστάνι κι αυτό γλιστρώντας σαν κορδέλα μεταξωτή να τυλιγόταν γύρω στους αστραγάλους της και να την άφηνε γυμνή να λάμπει στα μάτια των περαστικών, όπως εκείνη η άλλη στον πίνακα του Κουρμπέ, στο εργαστήρι του Ζωγράφου. Ένα έργο που χρειάστηκε εφτά χρόνια για να το ολοκληρώσει ο μαιτρ, έργο μεγάλο, όσο και το θέμα του. Σήμερα βρίσκεται σ’ έναν τοίχο τυχερό, στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι. Ο πίνακας, ως γνωστόν, δείχνει τον ζωγράφο στο εργαστήριό του σε ώρα εργασίας. Στο κέντρο το μοντέλο, σχεδόν γυμνό, και γύρω γύρω οι φίλοι του∙ Σαρλ Μποντλέρ, Σουλύ Προυντόν, Γεωργία Σάνδη και άλλοι που τον παρακολουθούν ενώ εργάζεται και τους έχουν πεταχτεί τα μάτια έξω. Υπάρχει κι άλλος πίνακας του Ζαν-Λεόν Ζερόμ με καθαρή αναφορά στο θέμα της Φρύνης, με τον ζωγράφο να τραβάει το σεντόνι για να αποκαλύψει ολόγυμνη την καλλονή –το έργο του- στα μάτια των τεχνοκριτικών… Ο Υπερείδης είχε άσσο στο μανίκι, όταν έκανε την ίδια κίνηση και τράβηξε το ιμάτιο της Φρύνης μπροστά στους δικαστές. Για ποια «γραφή ασεβείας», ω άνδρες δικαστές, μιλάει ο κατήγορος; Το πάλλευκο σαν μάρμαρο σώμα της Κόρης δεν προσβάλλει τα ιερά και τα θεία αλλά τα προβάλλει. Είναι το μέσον για να δούμε από κοντά τη θεά και να υποψιαστούμε την Ιδέα της ομορφιάς.
Κι εγώ, εδώ, στα 2024, ω! αναφώνησα ως εκείνος ο Τιμολέων Αμπελάς, όστις κρούων το μέτωπον κατέβασε τους στίχους από του μυαλού τ’ αραχνιασμένα ράφια:
Και ήτο η γείτων / ξανθή λευκοχίτων,/ εστία χαρίτων,
πλουσίων…αρρήτων,/ και έλεγον φρίττων/ το μέτωπο πλήττων:
Ω!…είθε αχίτων/ να ήτο η γείτων!
Αφού την είδα από μπροστά και από το πλάι, την άφησα να προσπεράσει, για να την δω και από πίσω. Τα γυμνά μέρη του σώματός της- λαιμός, μπράτσα, πλάτη, αστράγαλοι- κατάλευκα σαν γάλα, σαν κρέμα σαντιγί, σαν, λες, το κίτρινο φόρεμα, ήταν μόνο η φλούδα που κάλυπτε τον χυμώδη καρπό από μέσα….
Ο Καντίνσκι θεωρούσε ότι «το κίτρινο μετέδιδε ζεστασιά και πληθωρικότητα, που μοιάζει με τον ήχο μιας τρομπέτας», με ενημερώνει ο Γιάννης Κολοκοτρώνης[2]. Ναι, ναι, ναι, θα συμφωνήσω μαζί του, γιατί όποιος την είδε θα αναρωτιόταν –μα πού πήγαινε, έτσι χωρίς τσάντα, με άδεια χέρια, απλώς με τη θεϊκή αστραψιά της, πώς βρέθηκε εκεί, από πού ερχόταν; Όποιος την είδε θα νόμιζε πως ήταν οφθαλμαπάτη. Πληθωρική αν και λυγερή να την βλέπεις, και τρομπέτα εγερτήρια να ακούς το πάτημά της, το οποίο ωστόσο ήταν ανάλαφρο και ανάκουστο. Θαμπωμένη, άνοιξα το βήμα μου και την προσπέρασα γρήγορα και έφυγα μπροστά, αφήνοντας πίσω μου την ωραία Περαστική, σαν εκείνη του Μπωντλαίρ, που κι εκείνος δεν ήξερε κι αναρωτιόταν Car j’ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,/ γιατί δεν ξέρω εγώ εσύ από πού έρχεσαι κι εσύ εγώ πού πάω …
Βεβαίως η δική μου «περαστική» καμία έγνοια δεν είχε για μένα. Ήταν όλη δοσμένη στον εαυτό της και στο ηγεμονικό περπάτημά της και με το δίκιο της. Αλλά εγώ συνειδητοποίησα –γιατί έτσι μου αρέσει- με ποιαν, πριν λίγη ώρα, είχα μυστική, απρογραμμάτιστη, συμπτωματική συνάντηση. Τι ψαριά άραγε είχε στα δίχτυα του ο ψαράς του Ελύτη; Το υποθέτω. Τι άχνα θεϊκή; Το υποψιάζομαι. Με ποιαν προς ώρας είχα συνομιλήσει; Το παρακάμπτω και δεν το αναλύω, αλλά αυτό είναι το καλλιτεχνικό ανάλογο που αποτυπώνει την εντύπωση.
Τέλος πάντων, βγήκα γρήγορα από το οπτικό της πεδίο (άλλωστε ποτέ της δεν με είδε), να μη μολύνω με την ηλιοκαμένη φάτσα μου το θεϊκό της βλέμμα και πήγα γρήγορα χαρούμενη στο σπίτι να την βρω. Και την βρήκα. Στα χρόνια τα φιλόδοξα της νιότης μου, πήγα στην Ιταλία, περπάτησα τις γέφυρες πάνω στον Άρνο, αγόρασα πίνακες –αντίγραφα- και άλλα και βέβαια κι αυτό που μόλις περιέγραψα. Τη συνάντηση του Δάντη με την Βεατρίκη, έτσι όπως τη φαντάστηκε ο Henry Holiday στον πίνακά του Dante e Beatrice. Τον αγόρασα και τον κρέμασα στον τοίχο, αλλά σε κάποια ανακαίνιση τον έριξα στο ρυρτάρι να βουλιάξει, μαζί με άλλες περασμένες αγάπες. Η Βεατρίκη πήγαινε με δύο φίλες της στην Santa Margherita, για να προσευχηθεί.
Ακούστε την περιγραφή:
«Φορούσε μια φαρδιά, χρυσοκίτρινη πουκαμίσα και τα λαμπερά μαλλιά της, πλεγμένα σε χαμηλό κότσο, αναδείκνυαν την αγαλμάτινη επιδερμίδα του λαιμού της. Ο ‘Αρνος έκλεβε φως από τη λάμψη της και κόμπαζε διαρρέοντας την πόλη». Ό Άρνος ήταν η αναβαθμισμένη μου οδός Σπύρου Μερκούρη, το ’χει το επώνυμο να λάμπει…
Ο Δάντης ήταν εννέα ετών όταν συνάντησε τη Βεατρίκη Πορτινάρι και εκείνη ήταν οχτώ, κόρη του άρχοντα Φόλκο Πορτινάρι. Ήταν ο πρώτος πλατωνικός έρωτάς του και επρόκειτο να εξελιχθεί στην τριλογία της Θείας Κωμωδίας του σε οδηγό του και ξεναγό του στον «Παράδεισο». Ως γνωστόν ο Βιργίλιος ήταν ο οδηγός του στην «Κόλαση», τα έχουμε ξαναπεί. Η Βεατρίκη πέθανε στα είκοσι τέσσερα χρόνια της, το 1290. Η ομορφιά της και η αρετή της, το θεϊκό βάδισμά της και η αρχοντιά της δεν εμπόδισαν το Χάρο να την πάρει, ο οποίος όμως της χάρισε την αιώνια νιότη και λάμψη, αφού δεν την άφησε να φθαρεί σαν κάθε θνητό πλάσμα. Ο Δάντης την είχε ερωτευθεί με την πρώτη ματιά και αυτή ήταν αρκετή για να τον εμπνεύσει να γράψει τη Vita Nuova, ένα έργο που έβαλε μπρος τη φαντασία του για να υμνήσει την αγαπημένη του. Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινε στον δρόμο. Και φυσικά πρέπει να τονιστεί πως η αγάπη του για τη Βεατρίκη είναι ιδεατή και καμία σχέση δεν έχει με τις ορέξεις της φθαρτής σάρκας.
Ο Δάντης, λοιπόν, κρίνοντας με τη λογική αποφαίνεται ότι με αυτήν πρέπει να ευθυγραμμίζεται η ψυχή. Η λογική πρέπει να τοποθετείται πάνω από την επιθυμία, κόντρα δηλαδή σε ό,τι κινεί τη ζωή και την αναπαραγωγή. Βλέπετε, ο άνθρωπος ζούσε ακόμα στον Μεσαίωνα φορτωμένος με αντιλήψεις που σε λίγο θα καούν στην Κόλαση της Αναγέννησης που εγκυμονεί τις αλλαγές στον κόσμο…
Ωστόσο, η παράδοση έχει τα δικά της παραδείγματα που δεν αγνοεί ο Δάντης. Π.χ. ο Λάνσελοτ και η Γουίνεβιρ υπέπεσαν στην αμαρτία του έρωτα, εκείνη σύζυγος του βασιλιά Αρθούρου κι εκείνος αγαπημένος ιππότης του. Η Φραντζέσκα ντα Ρίμινι, σύζυγος του άσχημου Τζιοβάνι, ερωτεύτηκε τον όμορφο αδελφό του, τον Πάολο. Πώς ο μέγας Δάντης αξιοποιεί αυτά τα δυο τόσο δυνατά ερωτικά επεισόδια στο έργο του; Πρόκειται για την Τέταρτη Ωδή της Κόλασης, όπου η Φραντζέσκα με τον Πάολο διαβάζουν την ιστορία της Γουίνεβιρ με τον Λάνσελοτ. Οποία σύμπτωση… Και ο νους του Δάντη στριφογυρίζει σε παράνομους και παράφορους έρωτες, εξυμνώντας τον δικό του «λογικό» έρωτα… Και λέει η Φραντζέσκα (σε ελεύθερη απόδοση):
Διαβάζαμε για την ευχαρίστησή μας το πώς ο έρωτας έδεσε τον Λάνσελοτ, ήμασταν μόνοι, δεν ξέραμε τίποτα κοιταζόμασταν και κοκκινίζαμε, αλλά όταν φτάσαμε στο φιλί τους, εκείνος ο Πάολο φίλησε εμένα τρέμοντας ολόκληρος και ορκίστηκε ότι δεν θα χωρίσουμε ποτέ.
Ο Δάντης πολύ ωραία μας έδειξε πώς ένιωθαν οι δύο εραστές, ένιωθαν όπως αυτός δεν τόλμησε να πει ότι ένιωθε. Δεν είναι τυχαίο εκείνο το «δεν ξέραμε τίποτα»∙ πώς, αφού ήταν παντρεμένη; (ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες)… Κι εδώ έχουμε το μέγα θέμα. Οι γάμοι δεν γίνονται για να ευτυχήσουν τα ζευγάρια, αλλά για να ευοδωθούν οι βασιλείες, οι συμμαχίες, τα οικονομικά συμφέροντα και να βολευτούν τα προς το ζην. Οπότε και η Γουίνεβιρ και η Φραντζέσκα είναι «παρθένες» στα αισθήματα. Σκέφτομαι ότι Δάντης άλλα υποστηρίζει στα φανερά, φοβούμενος τον πάπα και την κοινή γνώμη κι άλλα πιστεύει. Όλη η υπεράσπιση του πλατωνικού έρωτα μου φαίνεται πως είναι η άλλη όψη της κατακαμένης γης της καρδιάς του που δεν τολμά να ομολογήσει… Αλλιώς δεν θα έπαιρνε τους τέλειους ερωτευμένους για παράδειγμα με σκοπό να τεκμηριώσει τη «λογική» του. Και δεν θα έβαζε στην Κόλαση τον Πάολο με την Φραντζέσκα μαζί. Μαζί και στην Κόλαση, αφού η ζωή τους αρνήθηκε τον Παράδεισο που δικαιούνταν σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων… ο Έρωτας τους ήταν θεϊκός… Και φυσικά τους έβαλε μαζί για να κρατήσει τον όρκο του ο Πάολο προς την Φρατζέσκα «δεν θα χωρίσουμε ποτέ»!
Ο Hans Urs von Balthasar αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τη θέση του Δάντη, να τον κατανοήσει, ωστόσο, δεν κλείνει τα μάτια στην κοινή λογική:
«Είναι αλήθεια ότι η φιγούρα της αγαπημένης του Δάντη είναι εμπλουτισμένη με συμβολικό περιεχόμενο, αλλά θα ήταν γελοίο να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται μόνο για σύμβολο ή αλληγορία. Τί είδους σύμβολο; Της πίστης; Της θεολογίας; Του οράματος του Θεού; Μόνο κάποιοι ακαδημαϊκοί αποκομμένοι από την πραγματικότητα θα μπορούσαν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Όχι! Ο τρόπος που απεικονίζεται η Βεατρίκη παραπέμπει σε μια νεαρή γυναίκα από τη Φλωρεντία με σάρκα και οστά» και αίμα θα συμπλήρωνε κάποιος άλλος.
Δεν μπορώ εδώ να μη συνδέσω το «σύμβολο» της Βεατρίκης με εκείνο της Σουλαμίτιδας στο Άσμα Αμάτων, το οποίο παρόμοιοι κύκλοι επιστημόνων ή θεολόγων θεώρησαν σαν την Εκκλησία. Προς αυτήν λοιπόν όλες εκείνες οι περιγραφές της ωραίας γυναίκας με τα μαλλιά της: «Η κόμη σου είναι κοπάδι γίδια / που ροβολούν για το Γαλαάδ», τα δόντια της: «Τα δόντια σου είναι προβατίνες / καθώς ανέβηκαν απ’ το λουτρό», τα στήθη της «Τα δυο σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκαδάκια» και η προτροπή: «Φίλα με, φίλα με, μ’ όλα τα φιλιά που έχεις μες στο στόμα, μέθα με στης αγκάλης σου το πιο γλυκό κρασί, και το όνομα σου άρωμα, μύρο χυμένο κάτω»[3], όλα αυτά ταιριάζουν στην Εκκλησία! Έλα μου που οι Εβραίοι διαφωνούν και πρώτος ο Ιωσήφ Βεντούρας, ο οποίος έχει μελετήσει διεξοδικά το έργο… Άλλωστε ο Σεφέρης, άντρας Ανατολίτης, το είπε ξεκάθαρα. Είναι ένα λυρικό νυφιάτικο τραγούδι με εγκώμια ένθεν και ένθεν του γαμπρού και της νύφης.
Έλα να αμαρτήσουμε παρέα, αλλά να μην το πούμε ούτε του Δάντη, κάπως έτσι είχαν σκεφτεί μάλλον οι δημιουργοί του Έλα ν’ αγαπηθούμε με την Μαίρυλιν Μονρόε και τον Υβ Μοντάν, τότε στο Χόλιγουντ… τι ωραία που ήταν… ω! ω! ω!… και γυρίζοντας τα μάτια κατά τον ουρανό είδα να τον διατρέχουν πολλά μικροσκοπικά «ωμέγα», σαν κουλουριασμένα συννεφάκια. Μα τι συμβαίνει; Αναρωτήθηκα. Στην ανεκδήλωτη απορία μου πήρα την ανεκδήλωτη απάντηση: Είναι τα αγγελούδια της Αφροδίτης που τρέχουν γυμνά να προλάβουν τα μηνύματα.
Ανθούλα Δανιήλ
[1] https://www.respublica.gr/2021/09/post/dantebeatrice/
Αγαπητή Ανθούλα Δανιήλ
Όπως λέγεται για τους μεγάλους δεξιοτέχνες των μουσικών οργάνων ότι στα χέρια τους το όργανο μιλάει, έτσι κι εσύ κάνεις την πένα σου -τα δάκτυλά σου πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή-, να μιλάει με μια καθαρή αυθεντικότητα για την υποβλητική απεικόνιση της ομορφιάς. Ο τρόπος με τον οποίο ζωντανεύουν οι λογοτεχνικές αναφορές και τα έργα τέχνης αναμιγνύοντας το παρελθόν με το παρόν, τον μύθο με την πραγματικότητα κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται ότι η καθημερινή στιγμή είναι σχεδόν μια μυθική εμπειρία. Και κάτι ακόμη: μας θυμίζεις ότι καθένας μας μπορεί να συναντήσει μια Βεατρίκη ανά πάσα στιγμή, αρκεί να παραμείνει ανοιχτός στα θαύματα του κόσμου γύρω του, έτοιμος να δει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο και το θείο στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Αυτό στη ζωγραφική το κατάφερε ο Αλέκος Φασιανός. Και οι δυο σας, από διαφορετικό αλλά διασταυρούμενο μετερίζι μας δείχνετε ότι ο κληρονομημένος μύθος δεν περιορίζεται σε αρχαίες ιστορίες, αλλά δημιουργείται συνεχώς στο παρόν. Κάτι ανάλογο με τη θεωρία των αρχετύπων του Καρλ Γιούνγκ, στο Ο Άνθρωπος και τα Σύμβολά του (1964) και τις Μυθολογίες (1957) του Roland Barthes. Κοιτάζοντας μέσα από αυτό το πρίσμα, μια τυχαία συνάντηση στη διασταύρωση Σπύρου Μερκούρη και Αντήνορος στο Παγκράτι μπορεί να μοιάζει με προδιαγεγραμμένη συνάντηση. Προδιαγεγραμμένη γιατί αποδεικνύει, ότι η καθημερινή μυθολογία που κατοικεί μέσα σου, μας δείχνει έναν δρόμο ώστε καθένας μας να βρει νόημα και αφήγηση στη ζωή μας, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και το προσωπικό με το οικουμενικό. Είσαι μια ιέρεια της διδασκαλίας!
Εγκάρδια
Γιάννης Κολοκοτρώνης