Ένα ποίημα της Μυρτιώτισσας, από τη συλλογή Κίτρινες φλόγες (1925), μελοποίησε και τραγούδησε η Νένα Βενετσάνου. Πρόκειται για το ποίημα με τον τίτλο «voluptas».
Η Μυρτιώτισσα, το πραγματικό της όνομα ήταν Θεώνη Δρακοπούλου, καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, από μητέρα και από πατέρα, από καλή κι αρχοντική γενιά. Διπλωμάτης ο πατέρας, με συνακόλουθες, λόγω των υψηλών επαγγελματικών καθηκόντων του, πολλές μετακινήσεις, οπότε η οικογένεια και η Θεώνη φυσικά, από την Πόλη μετοίκησαν στην Κρήτη κι από την Κρήτη στην Αθήνα. Στην Αθήνα, μόνιμα πια, η Θεώνη έμαθε γράμματα, σπούδασε και έπαιξε θέατρο, δίδαξε απαγγελία στο Ωδείο, έγραψε ποιήματα, απάγγειλε ποιήματα, του Παλαμά κατά κύριο λόγο, και έκανε και πολλά άλλα (περισσότερα στο βιβλίο: Η χαμηλόφωνη τόλμη, Έξι λυρικές ποιήτριες του εικοστού αιώνα, εκδ Νίκας 2023, το λήμμα υπογράφει η Δήμητρα Μπεχλικούδη).
Η τόλμη της Μυρτιώτισσας εμφανίζεται στο ποίημα, όχι και τόσο χαμηλόφωνα, το αντίθετο μάλιστα, και δίνει απάντηση γενναία στα γνωστά desiderata με κύριο εκείνο το κατασυκοφαντημένο πάγιο πλέον ερώτημα: «τι θέλει να πει ο ποιητής/ η ποιήτρια;» ή αλλιώς και απλώς τι σε βασανίζει κορίτσι μου; Η Μυρτιώτισσα τολμά να μιλήσει έξω από τα δόντια.
«VOLUPTAS»
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
Μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της Ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι απάνω του –μεθυστικό πιοτό-
χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.
Όμως αγάπη μη γυρεύετε από μένα
δε θα με ιδείτε εμπρός σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.
Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτεμένες σας καρδιές
πως θα ’θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω
Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη
Δάκρυα δε θέλω· δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.
Να θυμίσουμε πως η λατινική λέξη voluptas προέρχεται από τη ρωμαϊκή μυθολογία και είναι κόρη του Έρωτα και της Ψυχής. Είναι η θεά των αισθησιακών απολαύσεων και συχνά κάνει παρέα με τις τρεις Χάριτες. Στη Via Nova, πλάι στην Porta Romana, οι Ρωμαίοι της είχαν αφιερώσει Ναό. Στα Ελληνικά μεταφράζεται ως ηδονή, με όλη τη σημασία της λέξης, ως ασυγκράτητη ερωτική επιθυμία. Και ως τέτοια εξελίσσεται στο ποίημα. Στο πρώτο πεντάστιχο, μαλλιά, μάτια και δάχτυλα μεταμορφώνονται σε στοιχειό της ηδονής.
Στη δεύτερη, τρίστιχη, στροφή, μας δείχνει πάνω στο στρώμα και πάνω του χυμένο σαν «μεθυστικό πιοτό» το αλαβάστρινο σώμα· η εικόνα μας παραπέμπει στη γυμνή μάγια του Γκόγια που περιμένει με διακαή πόθο τον εραστή.
Στο επόμενο τρίστιχο, απευθύνεται στους ποιητές και διευκρινίζει ότι δεν θέλει έρωτες και τραγούδια, ρομαντικές και ξενέρωτες επαφές.
Στην μεγάλη εξάστιχη στροφή όμως εκφράζει δυναμικά –ιδού και η τόλμη που δεν είναι χαμηλόφωνη, να γράψει και έτσι να διαρκέσουν στον αιώνα οι «άγριες πεθυμιές», να «μασήσει καρδιές», με τα δόντια και να ρουφήξει το αίμα τους. Θέλει να φάει σάρκα και σαν βαμπίρ να πιει αίμα, να κοινωνήσει τον έρωτα ολοκληρωτικά. Θέλει φωτιά για τη φωτιά της, ισοδύναμο ερωτικό ταίρι, σαρκικά φιλιά να γευτεί και στόμα που στάζει φλόγα. Κι αν είναι, ας καεί κι ας γίνει στάχτη δεν την νοιάζει, παρανάλωμα της ηδονής. Ωστόσο η επιθυμία παραμένει απραγματοποίητη.
Το ποίημα γράφτηκε στα 1948, μελοποιήθηκε και εκτελέστηκε από τη Νένα Βενετσάνου και κυκλοφορήθηκε από τη Lyra το 1984 μαζί με άλλα μελοποιημένα ποιήματα γνωστών ποιητριών.
Το υποφώσκον μυθολογικό στοιχείο του ποιήματος μας το δίνει η φωτιά και φυσικά αχνοδιακρίνεται η Σεμέλη, η οποία από τη συνεύρεσή της με τον Δία έγινε στάχτη και από αυτή την ερωτική κατακεραύνωση γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του γλεντιού, δηλαδή ο θεός της ερωτικής μέθης, της αισθησιακής έκστασης και της αναπαραγωγής της ζωής.
«Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ»
Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται ως εικόνα και ως θέμα, στην εξάστιχη στροφή, το οποίο εγκιβωτίζεται μεταμορφωμένο-παραλλαγμένο, αλλιώς ποιημένο, στο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ», από τη συλλογή Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά (1971) και συγκεκριμένα πρόκειται για το ακόλουθο απόσπασμα:
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ’ τα μου πάρ’ τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ’ αγγί-
ξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Χάθηκε ο κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια
σαν αμύγδαλο
Και ορθός πάλι απόμεινα μ’ ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που
μ’ απώθησαν οι συμφορές να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του
κόσμου ετούτου.
Θυμίζω ότι στην αρχή του ποιήματος, ο ποιητής περιγράφει πώς πάλευε στον αέρα να βγει από το βάρος του και ο πόθος του τον πήγαινε ψηλά, μετά βρέθηκε σ’ έναν κήπο ρεούμενο από βότσαλα λευκά και διαύγεια κυανού της μέντας, κορίτσια και λουλούδια, της γης τα τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά κι ο ήλιος αναπήδησε… Τότε ήταν που ο ποιητής άρχισε να παρακαλεί τον ήλιο στο απόσπασμα που είδαμε πιο πάνω. Το όλο κλίμα είναι τελείως διαφορετικό, τώρα, το ζητούμενο άλλο, ονειρικό, μεταπραγματικό. Ο ποιητής δεν θέλει παρά μόνο να αγγίξει τον ήλιο, την πηγή της ζωής, το σύμβολο του απόλυτου αγαθού και της ευτυχίας. Δεν θα τα καταφέρει όμως γιατί η Άνοιξη – ας την υπολογίσουμε και ως εποχή θανάτου, ας λοξοδρομήσουμε από την πεπατημένη των λουλουδιών και των ερώτων και ας συνυπολογίσουμε πως η ψυχή/ αναμμένη σαν παλιά εκκλησία/ δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη, και ότι η Άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι, με το αίμα μας την τρέφουμε, Από μας η Άνοιξη εξαρτάται, ή αλλιώς και η γη με δικά μας έξοδα γυρίζει και η σταγόνα το αίμα δωρεάν και για όλους κάθε Απρίλη. Αυτή, λοιπόν, η Άνοιξη, υπερδύναμη θεά, καταπίνει τον κήπο με τα σκληρά της δόντια/ σαν αμύγδαλο.
Ο κήπος χάθηκε, ο ποιητής έμεινε με το καμένο χέρι να πολεμά το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου τούτου. Ποιου δηλαδή; Αυτού πού ζούμε ή εκείνου που ονειρευόμαστε; Τολμώ να πω πως για τον Ελύτη για τον ίδιο κόσμο πρόκειται σε δύο διαστάσεις.
Κοινά στοιχεία: Και στα δύο ποιήματα δεν επιτυγχάνεται το ποθούμενο, παραμένει απραγματοποίητος ο πόθος. Στην πρώτη περίπτωση η ευχή της ποιήτριας την οποία δεν νοιάζει ακόμα και να γίνει στάχτη, αρκεί να ικανοποιηθεί η ηδονή της, δεν ευοδώνεται. Στη δεύτερη περίπτωση να σ’ αγγίξω μόνο κι καώ, κάηκε χωρίς να αγγίξει, κι απόμεινε με ένα καμένο χέρι και το όνειρο απραγματοποίητο. Η γυναίκα που φλέγεται από πραγματικότητα και ο ποιητής που επιζητεί το Αδύνατον τελικά βρίσκονται στην ίδια θέση. Και ο έρωτας και ο κήπος, όπως και να τον εννοεί κανείς, για τη Μυρτιώτισσα της Ηδονής και για τον Ελύτη του ονείρου, χάνεται.
Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα, μας λέει ο Ελύτης στο ποίημα «Τα δυο του κόσμου», από την ίδια συλλογή. Και τούτο σημαίνει πως το ποίημα έχει τη δική του πραγματικότητα· πιο ρεαλιστική στην περίπτωση της Μυρτιώτισσας, πιο ονειρική στην περίπτωση του Ελύτη, αισθητό στου αναγνώστη την ακοή το τραγάνισμα του αμύγδαλου από τα δόντια της ποθοφλόγιστης γυναίκας ή της Άνοιξης και στα δυο ποιήματα. Το αίμα στάζει την αλήθειά του στους στίχους της Μυρτιώτισσας, η οσμή του καμένου μυρίζει στους στίχους του Ελύτη και το κάθε ποίημα ποιεί τη δική του λυρική τόλμη σε τούτη ή μιαν άλλη πραγματικότητα…
Ανθούλα Δανιήλ