You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Τασούλα Καραγεωργίου, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, Εκδ. Κέδρος, 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Τασούλα Καραγεωργίου, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, Εκδ. Κέδρος, 2024

Κατ’ αρχάς ο τίτλος. Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι και φυσικά η

Ανδρομάχη είναι ένα πρόσχημα. Και, φυσικά, ίσως η καλύτερη απόδειξη του τι επιζεί από έναν κόσμο οριστικά χαμένο. Και επειδή, πάλι φυσικά, το να λιώσουν οι  πάγοι υποδηλώνει μια μεγάλη καταστροφή, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα γίνει την επομένη μέρα. Προσπερνώντας τα πρώτα δεκατέσσερα ποιήματα και φτάνοντας στο 15ο της συλλογής μαθαίνω ποιο είναι εκείνο για το οποίο ανησυχεί η Τασούλα Καραγεωργίου:

 

Αν θα λιώσουν οι πάγοι,

αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση,

αν το χώμα αλλού ξεραθεί και αλλού πλημμυρίσει,

          τι θα γίνει αλήθεια,

          ό,τι έχουμε αγαπήσει;

          Τι θα γίνουν οι μύθοι;

Ίσως μείνουν, προτείνω, μορφές μυθικές   -ολογράμματα-

οπτασίες αιθέριες και φάσματα

να αιωρούνται στα ερείπια της έρημης γης

 

Το ποίημα συνεχίζεται με την ιστορία της Ανδρομάχης σε πέντε εκδοχές της ζωής της, όπως μας είναι ηδη γνωστή και μια ακόμα άγνωστη∙

η Ανδρομάχη στα τείχη με το παιδί να κλαίει, η Ανδρομάχη στο παλάτι η ίδια να κλαίει, η Ανδρομάχη με το παιδί νεκρό, η Ανδρομάχη σκλάβα, η Ανδομάχη βασίλισσα και δούλη στο παλάτι του εχθρού, η Ανδρομάχη ολόγραμμα ή φάντασμα ή εικόνα να περιφέρεται στο αέναο κενό αναζητώντας τον Έκτορα: «Ω φίλτατε Έκτορ, ω μεγάλη μου αγάπη». Το αιώνιο μαρτύριο της απώλειας.

Περί αυτού λοιπόν πρόκειται. Περί του αν θα υπάρχει κόσμος που θα θυμάται τους μύθους που έλεγαν ότι κάποτε υπήρχαν άνθρωποι που είχαν χτίσει έναν μεγάλο πολιτισμό και σκοτώθηκαν υπερασπιζόμενοι την τιμή, την πατρίδα και την οικογένειά τους.  Πλην ματαίως. Ό,τι απέμεινε από αυτούς είναι απλώς μια μνήμη…

 

Η Τασούλα Καραγεωργίου με τον τίτλο της αγωνιά για το μέλλον, για τους μύθους που πάνω του στηρίχτηκε ο κόσμος, για τους μύθους που όπως όλοι ξέρουμε κρύβουν αλήθειες. Αλήθειες μύθων που πάνω τους  έχουν στηριχθεί οι ποιητές μας, οι αρχαίοι αλλά και οι νέοι και οι σύγχρονοι μας.  Τα θεμέλιά μας, ο πολιτισμός μας, η προηγούμενη ζωή μας, η τωρινή και η μελλοντική.

Επιστρέφω για λίγο στα «ολογράμματα», στις «οπτασίες αιθέριες και φάσματα», φωτεινές εικόνες που βλέπει να αιωρούνται στην έρημη γη,

για να θυμίσω μια φράση του Πωλ Βαλερύ  που έβλεπε σχήματα και αχνούς στον Άδη,  (Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, σελ. 28, Άγρα 1988) και ίσως  επηρεασμένος από τον Βαλερύ αναρωτιέται και ο Σεφέρης στο ποίημα  «Ο βασιλιάς της Ασίνης»

 

υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής

εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη

     ζωή μας

 αυτών που απέμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί….

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος

η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής…

 

Διατηρεί, άραγε, κάποια  αισιοδοξία ο Σεφέρης; Ας πούμε,  Ναι,  αφού έστω και μέσα στη μαύρη απελπισία βλέπει «σκιές κυμάτων» ή υπάρχουν και οι «στοχασμοί» ή «η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής».  Και μάλιστα θα τον επικαλεστώ και πάλι σε μια άλλη λιγότερο ποιητική άποψή του, όπου εμφατικά υποστηρίζει  ότι: «μπορώ κι εγώ να βεβαιώσω πως η ποίηση του Αισχύλου, η μουσική του Μπαχ ή το 15ο Κουαρτέτο, και αν ακόμη θρυμματιστεί η γης, θα μείνουν στον αιώνα» (Δοκιμές Α΄, «Μονόλογος πάνω στην Ποίηση» σελ. 123). Ε, αφού θα μείνουν αυτά στον αιώνα θα μείνουν και οι μύθοι.

Το θέμα μέσα στο ποίημα της Καραγεωργίου αποκτά μια διαχρονικότητα. Η ποιήτρια αγωνιά για το μέλλον, όμως με τους μύθους έφυγε στο παρελθόν και με μια μικρή φράση της – «στα ερείπια της έρημης γης» έκανε πέρασμα από τον Σολωμό αλλά και από τον Τ.Σ. Έλιοτ, κι ακόμα μιλώντας για την «Ανδρομάχη Μικρασιάτισσα δέσποινα» έφερε το θέμα στα 100 χρόνια πριν από σήμερα και οπωσδήποτε στο σήμερα, όπου η ιστορία επιμένει να γίνεται το Αιγαίο του πρόσφυγα και ναυαγού τάφος.

 

Η μνήμη βρίσκεται έξω από τη φθορά του χρόνου. Δεν συνίσταται από ύλη φθαρτή και αναλώσιμη. Έτσι, αυτά που γράφει η Καραγεωργίου είναι αυτά που αγαπά και ό,τι αγαπάμε βρίσκεται στην αρχή του πάντα, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης.

«Δεν υπάρχει ευκλείδιος γεωμετρία για την ποίηση», επανέρχεται ο Σεφέρης  (Δοκιμές Α΄, Σημειώσεις, σελ 483), πράγμα που σημαίνει πως η Ποίηση παιρνώντας από τις παρακαμπτήριες, σαν τις στριμένες  ρίζες των δέντρων,  καταφθάνει στο σήμερα πάντα επίκαιρη και πάντα ίδια… Ο Ελύτης έκανε λόγο για την «ιδιωτική οδό», γιαν αυπερασπιστεί την  οδό του καθενός που βγάζει όπου θέλει.

Για μια ποιήτρια όπως η Καραγεωργίου, η ιδιωτική της οδός οδηγεί πάντα στο παρελθόν, με το οποίο δεν έχει αποκόψει τον λώρο, οπότε  επόμενο είναι  και ευτυχές το γεγονός της επαναφαοράς στο ίδιο θέμα, στην ίδια ψυχική κατάσταση εκείνης τότε,  την οποία όμως με τον τρόπο της καθιστά καθημερινή, επίπαιρη  και  αθάνατη. Σαν να λέμε πως η τάξη των πραγμάτων έχει κανονιστεί a priori και όλα επανέρχονται με μία εμμονική συνέπεια.

«Όπως … τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά…/ Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν /  Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια» (Οδυσσέας Ελύτης, Το Φωτόδεντρο…«Των Βαΐων»).

Παίρνοντας τη συλλογή από την αρχή, θα βρούμε τη σκιά του  Ελπήνορα να ζητά τάφο,  τον τάφο της Μυρίνης να μας ενημερώνει ποια είναι, λίγο μετά ένας πατέρας θρηνεί με μια ελεγεία στον τάφο του γιου του  δωδεκάχρονου  Νικοτέλη…

Έτσι πάντα  πορεύεται η Ποίηση∙

δεν παλεύει βεβαίως στ’ Αλώνια,

μα κατέχει με λέξεις μυστικά,

συνταγές μαγικές κι ελιξίρια που διώχνουν τη λήθη,

  • στο χαρτί ή στο μάρμαρο

στα πτερόεντα έπη του διαδικτύου –

να κοιμίζει –για λίγο- τον θάνατο.

 

Δεν λέει ο Αίσωπος την αλήθεια για τον εργατικό  μέρμηγκα και τον  τζίτζικα που ξόδεψε όλη τη ζωή του «σ’ ένα μονότον τροχαϊκό τραγούδι  /- ανεπίδοτου έρωτα /πρωτόλειο ποίημα».

Ο τζίτζικας πεθαίνει τραγουδώντας …

με κόπο φτιάχνει ο ποιητής τον αμητό από λέξεις

κι άλλοι μαζεύουν ψίχουλα κι άλλοι σωρεύουν πάθος.

 

Η λέξη «Θάλαττα» με τα τρία άλφα της μέσα από ένα πλούσιο διακειμενικό υπόστρωμα

τους βυθούς θα μας δείξει του μύθου,

Στον αφρό θα φανεί σαν την Θέτιδα…

 

Ακολούθως η Σφίγγα και γήινη και αερένια,  λιοντάρι και φίδι,  παρθένος και χρησμολόγος μάντισσα

και ραψωδός που περιπλοκα ψάλλει τραγούδια∙  

είν’ η ποίηση πριν απ’ την ποίηση,

 είναι τ’ άρρητο ποίημα,

μεταφράζει  τον ψίθυρο κι ερμηνεύει τη φύση:

«το αιώνιο», μας λέει, «δεν φοβάμαι τον θάνατο».

 

Σε όλα τα ποιήματα  θα βρούμε αυτή την αρχαία ρίζα, την μικρή Περσεφόνη της Ήριννας (που μια ολόκληρη συλλογή δεν αρκεί για να μας θυμίσει τα πάθη της και την Ηλακάτη της),  ο μικρός Καισαρίων «με το τρέμουλο της ήβης στα χείλη», δεν αρκεί ένα ολόκληρο ποίημα να του  αφιερώσει ο Καβάφης ή η Καραγεωργίου στην «Αιώνια Αλεξάνδρεια»∙ αυτός ο στίχος για τον μικρό Καισαρίωνα αισθητοποιεί τόσο δραματικά την αγωνία του παιδιού που γίνεται παιχνίδι στις πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ τρέμει τοχειλάκι του για τη ζωή του. Κι ο ποιητής, αφανής ως όνομα στο ποίημα, του   δίνει  ζωή, ψυχή και αιώνια σωτηρία «από της Ιστορίας πέρα και μακριά τα σωριασμένα τείχη». Η μικρή Περσεφόνη, η Μύρινα, θύμα ενός λιμού,  μας μιλάει από τον τάφο της και «χαρίζει ψυχή στη λαλέουσα πέτρα». Ο μικρός Αστυάνακτας –δεν τον εγκρέμισαν από τα τείχη οι Αχαιοί, σαν να τον πήρε το μάτι μας ανάμεσα στα σύγχρονα προσφυγάκια να σέρνει κι αυτός την τροχήλατη βαλίτσα του έξω από το ξεκοιλιασμένο σπίτι. «Και ποιός ξεκοίλιασε τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;» ρωτά ο Σεφέρης («Επί Σκηνής» Ε΄), ξέροντας κι αυτός «τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη /του ανθρώπου σαν καντάντησε κι αυτός πραμάτεια». Είναι η Ιστορία που  ντύνεται πάλι Μοίρα και επιστρέφει για να σκαλίσει παλιές και νέες πληγές.

Μια επίσκεψη στην «Ελευσίνα» θα φέρει «το ρίγος του μύστη» και θα ξορκίσει τον θάνατο. Μια πυρκαγιά στο δάσος καίει ανώνυμα δέντρα, όμως στον Όμηρο όλα τα δέντρα προβάλλονται με τα ονόματά τους∙ πτελέαι, ιτέαι, μυρίκαι, λωτός, θρύον, κύπειρον, γιατί έχει και η γλώσσα το δικό της δάσος και «στην Ιλιάδα, όταν καίονται δέντρα και θάμνοι, έχουν όλα ένα όνομα».

«Το νερό να το λέμε νεράκι».  Σωστά το απαιτεί η ποιήτρια, το νερό είναι αγαθό, και έρχεται  φρέσκο από τους αιώνες και, πέρα από την κυριολεκτική του σημασία, τροφοδοτεί τις νεότερες γενιές, όπως ήδη το έχει καταθέσει ο Οδυσσέας Ελύτης και το έχει επαλάβει στη σοφή του επίκληση στο εμβληματικό Άξιον Εστί:

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
…………………..

ΟΠΟΥ, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί,
όπου και να πατεί το πόδι σας,
ανοίξετε μια βρύση,
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.

Νερό, λοιπόν, νεράκι  είναι και ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης , όπως είναι και ο φρέσκος αέρας, που φορτώνει η Ελλάδα κι’ απ’ τις δυο μεριές, κι ο ποιητής έμπνευση, και η Τασούλα Καραγεωργίου από ό,τι αγαπά, από ό,τι έχει αποθηκευμένο στη μνήμη της, στην ψυχή της, στην καρδιά της στο πνεύμα της. Και είναι αυτή η μνήμη που την σηκώνει στις πλάτες της θησαυρός, προίκα και περιουσία.

 

Δεν παραλείπει να μας θυμίσει και την Αθήνα των αρχών του περασμένου αιώνα με το αμάξι στη βροχή του Τέλλου Άγρα «που ακόμα προσμένει» με ό,τι συνεπάγεται ένα τέτοιο αμάξι. Δεν ξεχνάει ποτέ τους ήχους μια γλώσσας που άφησαν κάποτε πίσω «με τα ουρανικά ημίφωνα και σύμφωνα της γλώσσας τους» οι πρόγονοί της. Δεν ξεχνάει την Κική Δημουλά –αρκεί ένας στίχος έστω και χωρίς τον όμομά της «όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς», αιωνίως δηλαδή.  Τα πήλινα ειδώλεια σε σχήμα Ψ, λατρευτικά, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, και τα ειδώλεια Φ «με χέρια σταυρωτά  στο στήθος», το πρωτόπλαστο ποίημα που «αποφεύγει την κέλευθο/ την δημόσια οδό των πολλών» (την ευκλείδια που είπε ο Σεφέρης, την ιδιωτική που προτιμά ο Ελύτης).

Η Σαπφώ και τα κορίτσια της, σ’ ένα γυαλό της Λέσβου που ζει ακόμα κι όχι στις «Σάρδεις τις πολύχρυσες» που «σ’ ερείπια σωριαστήκαν».  Ένα όνειρο να παραγματοποιηθεί στον ύπνο της: Να ανοίξει, λέει, μια σρκοφάγος να βρεθούν σπαράγματα στίχων της και να απλωθεί παντού εκείνο το λύδιο βρένθειον μύρο…

Η συλλογή ολοκληρώνεται με τα εφτά ποιήματα της  ενότητας «Πάρθεν». Με κάθε διακειμενική εξακτίνωση, «Η Ρωμανία πάρθεν» ή το ανάλογο «Πάρθεν» του Κ.Π. Καβάφη, μας ξαναθυμίζει το κάθε ψαλίδισμα της Μεγάλης Ιδέας των Ελλήνων, που χρόνο το χρόνο, ένα κομμάτι ελληνικής γης έφευγε σ’ άλλη χώρα,  όπως η Μικρασιάτισσα Εκάβη, όπως η ξεπουπουλιασμένη κότα στη «Γυναίκα της Ζάκυθος», όπως οι Παργινοί. Πέθανε ο Μπότσαρης

ένας θρήνος μεγάλος κηδεύει τον Μάρκο

 μια ωδή τον πενθεί σαν τον Έκτορα, γιο του Πριάμου

 κι η πατρίδα είναι ανήμπορη να χωρέσει τους μύθους της. 

 

Σκέφτεται κανείς μήπως και ήταν τυχεροί αυτοί που έπεσαν πολεμώντας, κάτω από τα είχη της Τροίας ο Έκτορας, στην μάχη του Κεφαλόβρυσου ο Μάρκος∙ δυο χρόνια μόνο έζησε την Επανάσταση. Τυχερός που δεν πρόλαβε να ζήσει τον Εμφύλιο, την αντιζηλία, το διασυρμό, τη φυλακή, τα βασανιστήρια.   Όπως τυχερός και Θνάσης Διάκος που πέθανε τον πρώτο μήνα και άγιασε στο είδος του αγώνα του. Όσοι επέζησαν ανήκουν σ’ εκείνους που η πατρίδα ήταν ανήμπορη να χωρέσει το μύθο τους.

Φυσικά δεν είναι δυνατόν να λείπει ο Καβάφης ή ο Κάλβος, η κραυγή του «τα σπήλαια της γης που εβόουν όλα Κανάρι», «το χάλκεον χέρι» του φόβου.

Η φωτογραφία του γάμου, με τα ευτυχισμένα τα πρόσωπα. Δεν φαίνεται πίσω τους η συμφορά που έρχεται

Αχ, Αττάλεια,/ απρόμαυρη μνήμη, ραγισμένο Βυζάντιο.

Τέλος ένας «Ξεπεσμένος δερβίσης» με το «νάι, νάι γλυκύ…» με έναν Παπαδιαμάντη στο φόντο σαν εικόνα, ένα θρήνο σαν ήχο, κάπου εκεί

      Στην οδό Λεπενιώτου,

                συνοικία Ψυρρή της Αθήνας,

σαν φάσμα πλανιέται, πραεία κι ανέστιος,

η ψυχή του δερβίση του ξέπεσε

 

Τι άφησε έξω από το εγκώμιο και θρήνο της η Τασούλα Καραγεωργίου; Τι αποθησαύρισε από τον πλούσιο αμητό της ελληνική πανάρχαιας πηγής και πληγής; Τίποτα δεν άφησε έξω και τα πάντα επέλεξε. Όλα έχουν θέση στην καρδιά της και όλα αυτά, ακόμα κι όταν λιώσουν οι πάγοι, θα είναι οι νησίδες ενός ένδοξου παρελθόντος που από αυτές θα πιαστεί το Μέλλον  για να μη χαθεί στη θάλασσα της λήθης.

Η Τασούλα Καραγεωργίου έψαλλε τα κλέα από την πλευρά των παθών, αφήνοντας αρώματα, αισθήσεις, συναισθήματα και μνήμες να αναδυθούν, όπως από τα λείψανα των Αγίων, όλα αυτά  τα οποία ο καθημερινός άνθρωπος που τρέχει δεν προλαβαίνει να συνειδητοποιήσει και να ανάψει ένα κερί στη μνήμη τους.

Η Τασούλα Καραγεωργίου έκανε μνημόσυνο, αλλά και ύμνο και έπαινο και εγκώμιο. Έχτισε θησαυροφυλάκιο, και έβγαλε πάλι στην επιφάνεια από μια θάλλασα θησαυρών τις πέτρες τα λόγια του Ηράκλειτου και των θεών. Ανέσυρε τον αθάνατο θησαυρό και τον ενέταξε στο σήμερα. Και  αν φαίνεται ο θρήνος, φαίνεται και το μεγαλείο… Τίποτα δεν γίνεται χωρίς θυσία και η θυσία εδώ καταγράφεται ως η τροφοδοσία του μέλλοντος.  Άξια και πάλι  στον δίκαιο Αγώνα της.

Και για να μην αφήσουμε τελείως στην άκρη τα μέτρα και τους ρυθμούς∙ ας το τονίσουμε ακόμα μια φορά. Η μορφή στα ποιήματά της έχει την προσωπική της σφραγίδα, μια σφραγίδα που την ξεχωρίζει από το πλήθος των ομοτέχνων της. Γιατί της Τασούλας Καραγεωργίου κάθε λέξη και κάθε στίχος έχει βαθιές ρίζες  και οι Σημειώσεις της στο τέλος διευκολύνουν τον αναγνώστη να κοιτάξει κι εκείνος λίγο τις αειθαλείς πηγές.

Κι ένα ακόμα θαύμα αλλά στον ξύπνο της:  να ξαναπάει στο καφέ Poems & Crimes του Γαβριηλίδη και αφού μύρισε το βρένθειο μύρο, πίνοντας έναν διπλό πικρό να γράψει ένα ποίημα (για τον Σάμη…;!)

Μοσχοβολάει το κλίμα σου, ω φιλτάτη Τασούλα, και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν του βρένθειου και των χρυσών κίτρων της μνήμης σου.

 

                                           Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.