You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Τέλματα και ο Μύθος του Προμηθέα  στο θέατρο Πλύφα 22-3-25

Ανθούλα Δανιήλ: Τέλματα και ο Μύθος του Προμηθέα στο θέατρο Πλύφα 22-3-25

Η παράσταση δεν επιχορηγείται από κανέναν ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα και βρίσκεται υπό την αιγίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου.

 

Η παράσταση είναι μία έκπληξη, μια πρόκληση, μια απορία. Για τον ανειδοποίητο θεατή που έφτασε στο Πλύφα το δέλεαρ ήταν το όνομα του Αντρέ Ζιντ, σε μια νουβέλα του, μεταφρασμένη από τον  Γιώργο Σεφέρη. Ένα δεύτερο δέλεαρ που προκαλεί και προσκαλεί τον θεατή να τρέξει είναι ο  μύθος του αισχυλικού Προμηθέα σε μια συμπερίληψη των τριών διαστάσεών του –Πυρφόρος, Δεσμώτης, Λυόμενος- χωρίς όμως να τηρείται επί σκηνής, τίποτα από ό,τι ξέρει και από ό,τι φαντάζεται ότι θα δει.

Ο Ζιντ (André Gide, 1869 –1951)  έγραψε το έργο Τέλματα και Προμηθέας ελεύθερος δεσμώτης, το 1893, επειδή ήθελε να ξεφύγει από την ασφυκτική ζωή στο Παρίσι ανάμεσα σε διανοουμένους και άλλους αστούς, αλλά και για να αποδεσμευτεί από την πουριτανική οικογενειακή του διαπαιδαγώγηση.

Ένα ταξίδι στη Βόρεια Αφρική, ανάμεσα σε φυσικούς ανθρώπους, ήταν το έναυσμα για να γράψει τη νουβέλα, να μιλήσει για την ελευθερία με σύμβολο τον  Προμηθέα ελεύθερο δεσμώτη, το οποίο θα εξελίξει περαιτέρω στα Υπόγεια του Βατικανού με νέο ήρωα τον Λαφκάντιο.

Δεν θα μιλήσω για τη δημόσια ηθική, επειδή δεν υπάρχει. Επ’ αυτού όμως ένα ιστορικό ανέκδοτο: Όταν στην κορυφή του Καυκάσου, ο Προμηθέας αισθάνθηκε για τα καλά ότι οι αλυσίδες, οι σφήνες, οι ζουρλομανδύες, τα τείχη και άλλοι ενδοιασμοί τέλος πάντων, του δημιουργούσαν αγκύλωση, για ν’ αλλάξει στάση ανασηκώθηκε από την αριστερή πλευρά, τέντωσε το δεξί του χέρι και μεταξύ τέσσερις και πέντε η ώρα, μια μέρα του φθινοπώρου, κατηφόρισε το βουλεβάρτο που οδηγεί από την πλατεία Μαντλέν στην Όπερα. Διάφοροι επώνυμοι Παριζιάνοι πέρασαν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον μπροστά από τα μάτια του. Πού να πηγαίνουν άραγε; αναρωτιόταν ο Προμηθέας, κι αφού κάθισε σ’ ένα καφέ μπροστά σ’ ένα ποτήρι μπίρα, ρώτησε: “Σερβιτόρε Πού πηγαίνουν;”

 

Συναντάμε, λοιπόν, τον Προμηθέα στο Παρίσι, το 1899, αφού είχε πια εγκαταλείψει τον Καύκασο, είναι ερωτευμένος με τους ανθρώπους και δεν χρειάζεται αλυσίδες. Όμως ερωτεύτηκε το όρνεο (που του κατέτρωγε τις σάρκες). Ελπίζει, καθώς το τρέφει, πως αυτό το αρπακτικό χωρίς φτερά στο λαιμό και στο κεφάλι που μοιάζει με μια (κακή) συνείδηση θα γίνει ο ωραίος αετός της προόδου, του Ιδανικού της Προσπάθειας, μέσα σ’ ένα πλαίσιο αξιών που επικεντρώνεται στο σημείο πως ο καθένας πρέπει να έχει τον δικό του αετό. Στο τέλος όμως αποφασίζει να θυσιάσει τον αετό τον οποίο προσφέρει γεύμα στους φίλους του. Από τον αετό κρατάει μόνο ό,τι απόμεινε· το φτέρωμα.

Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο αισχυλικός Προμηθέας δεν έχει καμία σχέση με αυτόν του Ζιντ, αλλά ίσως αντιλαμβάνεται πως αυτός ο νέος Προμηθέας είναι μια αλληγορία κάθε δρώντος προσώπου που ασκεί εξουσία στο περιβάλλον του. Και μάλιστα δημιουργεί σοκ  το ότι ο Δίας και ο τραπεζίτης είναι το ίδιο πρόσωπο “ο παχύς κύριος”. Ο «παχύς» προσδιορίζει πάντα μια καλοταϊσμένη τάξη.

Ο «αετός» ως συνείδηση, δρα στον Καύκασο κάθε μέρα, κεντώντας το συκώτι  του Προμηθέα. Είναι μια ανήσυχη συνείδηση, η οποία όμως αλλάζει συν τω χρόνω μέσα σε έναν κόσμο απληστίας και εκμετάλλευσης.

Στο σκηνικό θα δούμε τον Προμηθέα (παιγμένο από γυναίκα), ντυμένο με τον ζουρλομανδύα, αλυσσοδεμένο, σε μια αέναη προσπάθεια, επαναλαμβανόμενη πανομοιότυπα, να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Κάποια στιγμή θα κατεβεί από το βουνό και θα βρεθεί μέσα σε ένα κλουβί, για να ξανανεβεί και πάλι στο βουνό με τον ζουρλομανδύα του.  Στο τέλος, κατακάθι πικρό, απομένει το ότι  ο δυνάστης και βασανιστής είναι ένας πάντα και αλλάζει πρόσωπα, ανάλογα με τις εποχές. Ότι οι άνθρωποι ξέφυγαν από τη ζωώδη κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν πριν πάρουν τη φωτιά που τους χάρισε ο Προμηθέας και αυτό ήταν ένα γενναίο χτύπημα στην πατριαρχία-  αλλά το αποτέλεσμα ήταν να χρησιμοποιηθεί για να αναφανούν πολλοί Δίες επί της γης. Ότι μάταια καταναλώνει την ψυχή του ο ποιητής, μοιράζοντας την σε φύλλα με ποιήματα στους φίλους. Είναι ένας άχρηστος σε μια υλιστική κοινωνία (κάτι που απασχόλησε και τον Φρίντριχ Χέλντερλιν που διατύπωσε το ερώτημα Wotsu dichter in dirftinger zeitκαι τι χρειάζονται οι ποιητές σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς).  Μετά από ένα τέτοιο, έστω και ρητορικό ερώτημα, τι απομένει; Επιστροφή στη φύση; Στην προπολιτισμική εποχή;

Ο μύθος του Προμηθέα θα μπολιαστεί με τον μύθο της Κοκκινοσκουφίτσας και του λύκου, σε μια σύνθεση, όπου ο ένας έχει φάει τον άλλο και ίσως ότι όλοι μέσα τους κρύβουν έναν λύκο. Αλλά και του αρχαίου Τίτυρου –βάτραχος ή βοσκός ή σάτυρος ή πρόσωπο, όπως φαίνεται στο Βουκολικά ειδύλλια του Θεόκριτου και στα Βουκολικά του Βιργιλίου… –

Ο Τίτυρος ζει μόνος σε έναν βάλτο, συνηθισμένος στη βρωμιά, αλλά σιγά σιγά ζητά κάποιον βοηθό, ταμία, συνεργάτη, με αποτέλεσμα να βρεθεί περιτριγυρισμένος από ανθρώπους πολλούς με όλες τις αναγκαίες ιδιότητες, με τα ίδια αρπακτικά ένστικτα που είχαν και οι πρωτόγονοι, που παρόλα αυτά ήταν αθώοι…

Θα έλεγα πως ο Αντρέ Ζιντ με τις αναφορές του στον μύθο, στο παραμύθι στους αρχαίους συγγραφείς, πέρα από τις όποιες προθέσεις του, μας έστειλε σε βιβλία και κείμενα που θα έπρεπε να ξαναδούμε, αν μας κεντάει κι εμάς ακόμα κάποιος «αετός» και δεν αρκούμαστε μόνο στα φτερά και τα πούπουλά του ή στο άδειο πουκάμισο της Ελένης, για να θυμηθούμε και τον Σεφέρη, που ούτως ή άλλος συμμετέχει έστω και βουβός στη δράση.  

Ο Αντρέ Ζιντ έγραψε το έργο  του στα 56 του χρόνια, είχε δηλαδή ήδη γνωρίσει τον Συμβολισμό και είχε προλάβει τον διάδοχό του, τον Υπερρεαλισμό. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία το 1947.

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αβράμης στο Σημείωμά τους μας εξηγεί:


«Παγιδευμένοι στα λογοτεχνικά τους σαλόνια, οι χαρακτήρες του André Gide ζουν χάρη στον μόχθο που καταβάλλουν τα ζώα του κήπου τους. Η ημιτελής τους απόπειρα να γράψουν και η ημιτελής απόπειρα των ζώων να απελευθερώσουν το καθένα τον εαυτό του κατοπτρίζονται στην ίδια τη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη· τα λάθη, οι μεταφραστικές αβλεψίες, οι επιλογές του ποιητή μετασκευάζονται στην χορογραφία των ηθοποιών. Η μεταφραστική διαδικασία μεταφέρεται στη σκηνή αυτούσια. Η εξευγενισμένη ποίηση του fin de siècle συνθέτει ένα ασφυκτικό τοπίο νεκροταφείου, μέσα στο οποίο τα ζώα φροντίζουν τους ίδιους τους τους τάφους. Μια αλληγορική πολιτική φάρσα για μία πόλη που παγιδεύει τους κατοίκους της σε ημιτελείς ιδέες και ημιτελείς ζωές, αναγκάζοντάς τους να υπηρετούν τους άλλους και να βρίσκουν ελπίδα μόνο στην προσδοκία ενός μεσσία που ολοένα έρχεται».

«Η ωμή εξιστόρηση, το διφορούμενο του ντεκόρ, αυτό το παράξενο καφέ στη λεωφόρο που οδηγεί από τη πλατεία Μαντλέν στη πλατεία Όπερας, η ισχνότης των χαρακτήρων που ως τώρα τοποθετούσαμε σε ευρύτερες αποστάσεις περισπούν τον αναγνώστη αποπροσανατολίζοντας τον».

Να επισημάνω ότι το όνομα της Μαντλέν επανέρχεται στην αφήγηση μεταφρασμένο ως «Μαγδαληνή» και είναι το όριο από την πλατεία Μαγδαληνής ως την Πλατεία της Οπερά, αν αυτό κάτι μας λέει και φυσικά μας λέει.

Στο ερώτημα: Γιατί ο Προμηθεύς παροτρύνει τους ανθρώπους να έχουν έναν αετό; Γιατί ίδιος έχει έναν αετό; Η απάντηση ίσως είναι γιατί ο «αετός» είναι το ξύπνημα της συνείδησης… είναι εκείνο που μας τρώει αλλά και μας κρατάει ζωντανούς. Όπως λέει ο Προμηθέας «σε έθρεψα με το αίμα μου, με την ψυχή μου, σε αγκάλιασα με όλη μου την αγάπη. πρέπει λοιπόν να φύγω από αυτή τη ζωή χωρίς να μάθω γιατί σε αγαπούσα;»

«Ο Προμηθεύς είναι μια αυθαίρετη αναγκαιότητα σαν φιγούρα γεωμετρική. “Το έργο του καλλιτέχνη” έλεγε την εποχή εκείνη ο Ζιντ, “είναι ένας συμπαγής μικρόκοσμος, παράξενος, όπου εντούτοις, όλη η περιπλοκότητα της ζωής συντίθεται μέσα του”. Κι ακόμα:

«γυρίζοντας από τη Γαλλία, έφερα μαζί μου το μυστικό ενός νεκραναστημένου… τίποτε απ’ ό,τι με απασχολούσε προηγουμένως δεν μου φαινόταν πια σημαντικό. Πώς μπορούσα ως τότε να αναπνέω  σ’ αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα των σαλονιών και των λογοτεχνικών συγκεντρώσεων, όπου η ταραχή του καθενός ξεσήκωνε ένα άρωμα θανάτου;  Μια τέτοια αποξένωση απ’ την οποία υπέφερα ιδίως κοντά στους δικούς μου, θα μπορούσε κάλλιστα να με οδηγήσει στην αυτοκτονία, αν δεν υπήρχε η διέξοδος που βρήκα και απεικόνισα ειρωνικά στα ΤΕΛΜΑΤΑ».

Ο Σεφέρης σε ανάλογη περίσταση γράψει: «-Γιατί βρε, γράφεις ποιήματα; – Για να λευτερωθώ από το προπατορικό αμάρτημα» κι ακόμα : «Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένα σπόρος που πάει να βλαστήσει· ένας Ρωμιός που γυρίζει στον τόπο του πάει να βλαστημήσει».

Ποια η σχέση του Σεφέρη με τον Ζιντ; Ο Σεφέρης, συγκαταλέγει ανάμεσα στους Γάλους «δασκάλους» του και τον Gide. Μέρες Α΄, 23 -8 1925),

«τις προάλλες δανείστηκα τον Θησέα του Gide. Ένα από τα ελάχιστα φωτεινά ακρωτήρια που μένουν στην Ευρώπη. Αυτός ο τόσο ζωντανός γέρος. Διαβάζοντας τη συνάντηση του Θησέα με τον Oιδίποδα, συλλογίστηκα το τέλος της «Κίχλης» -obscurité tu seras ma lumière» (Μέρες Ε΄, σελ 1 Γενάρη 1947). 28 Αυγούστου 1949: «Διαβάζω τον πρόλογο του Gide στην Ανθολογία της Γαλλικής ποίησης…»|

Και μια ακόμα πληροφορία από τον Ζιντ, την οποία δίνει το 1950: «Πέρασα με τον Σοπέν περισσότερες ώρες απ’ όσες πέρασα με οποιονδήποτε άλλον στη ζωή μου». Και γιατί όχι να μην ισχύει και για τον Σεφέρη…

Η παράσταση

Το σκηνικό τελείως έξω από κάθε «λογική» υπηρετεί την ιδέα του «Τέλματος» ή του χωραφιού με τη μαύρη λάσπη  ή του τάφου  ή του κήπου με τα χορταρικά και τα σκουλήκια, όπου οι άνθρωποι σέρνονται στα τέσσερα, ενώ ο Προμηθέας είναι αλυσσοδεμένος… ψηλά από μια δύναμη υπεράνθρωπη. Στην άκρη του σκηνικού ένα σπασμωδικό πιάνο. Διαγωνίως ο ποιητής σε  ένα σκαμνί γράφει στίχους.

Περίεργες οι κινήσεις, η εκφορά του λόγου «ημιτελείς είναι οι λέξεις μας, τα κείμενά μας, οι μεταφράσεις, οι πρόβες, οι παραστάσεις μας, ημιτελείς είναι οι σκέψεις μας, γεμάτες λάθη, ορθογραφικά και γραμματικά, κακέκτυπα, παρατονισμούς και ολισθήματα, ημιτελείς είναι οι θρησκείες και οι απόπειρές μας  να κατανοήσουμε. ημιτελείς είναι οι μεταβάσεις από τον ένα  κύκλο της ιστορίας στον επόμενο. Κάποιοι δεν τα καταφέρνουμε. κάποιοι πεθαίνουν για να συνεχίσουν οι άλλοι. όχι ως ιφιγένειες, αλλά ως δολοφονίες στο όνομα της προόδου. αυτή είναι η ημιτέλεια την οποία πρέπει πάση θυσία να υπερασπιστούμε…», γράφει ο Κωνσταντίνος Αβράμης. Έτσι είναι η γραφή, σε παλιά γραφομηχανή, της γιαγιάς του σύγχρονού μας υπολογιστή, στον φάκελο που μας παρέδωσε, σφραγισμένο με βουλοκέρι,  στο Πρόγραμμα της παράστασης.

Θα πρέπει να ομολογήσουμε όλοι οι έκπληκτοι της βραδιάς, ότι οι ηθοποιοί ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη μέσα στην απορία μας. Οι παραγλωσσικές και φωνητικές τους υπερβάσεις, το δάχτυλο που δείχνει από δω ή από κει, καθώς και το λικεράκι που μας κέρασαν  σαν τον καφέ στις κηδείες (;), όλα έδιναν νόημα και κάτι που διέφευγε. Κι ακόμα οι ήχοι. Εκτός από την χοντρή άλυσσο και το συνεχές της σύρσιμο πάνω κάτω ήταν κι ένας ακόμα θόρυβος, σαν μεγεθυσμένος ήχος που κάνει το καζανάκι της τουαλέτας, που είναι η οδός προς τον Άδη της ύλης…  Όπως λένε και οι Γάλλοι, αυτό το έργο το βλέπεις με τα αφτιά,  και προσθέτω, και το σκέφτεσαι πολύ μετά.

Αν ο θεατής ξεπεράσει το πρώτο επίπεδο και την υπερρεαλιστική του εκδοχή, αν θέλει να δει πράγματα που δεν έχει ξαναδεί, τότε θα νιώσει πως πίσω από το χάος υπάρχει και αρμονία και λογική… Μια εμπειρία!!!

 

 

 

Συντελεστές
  • Έρευνα, Δραματουργία, Σκηνοθεσία:
KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ AΒΡΑΜΗΣ
  • Βοηθός σκηνοθέτη:
ΕΛΕΝΗ ΝΙΩΤΑΚΗ
  • Μουσική, Sound design:
ΦΑΝΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
  • Φωτογραφίες, Βιντεοσκόπηση, Light Design:
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
  • Σκηνογραφία, Ενδυματολογία:
ΡΑΦΑΗΛΙΑ ΓΥΦΤΟΥ, ΕΛΕΝΗ ΝΙΩΤΑΚΗ
  • Διαχείριση social media:
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ
  • Επικοινωνία:
ΓΙΩΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
  • Παραγωγή:
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ ΠΡΟΤΑΣΗ
  • Ερμηνεία:
ΑΛΙΚΗ ΑΧΝΙΩΤΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΟΖΙΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΝΑΣ, ΕΛΕΝΗ ΝΙΩΤΑΚΗ
    Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.