You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΔΗΜΟΥ ΑΒΔΕΛΙΩΔΗ STUDIO New Star Art Cinema  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ΕΡΩΣ ΗΡΩΣ με τον Θεμιστοκλή Καρποδίνη σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη.

Ανθούλα Δανιήλ:  ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΔΗΜΟΥ ΑΒΔΕΛΙΩΔΗ STUDIO New Star Art Cinema Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ΕΡΩΣ ΗΡΩΣ με τον Θεμιστοκλή Καρποδίνη σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη.

Όσο κι αν έχει κανείς γοητευτεί από την ανάγνωση των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, όσο κι αν έχει φανταστεί τον ήχο της φωνής του, καθώς και τον ήχο της φωνής των ηρώων του, τις συμπεριφορές τους, τον περιβάλλοντα χώρο, τα τοπία, τη θάλασσα, τους βράχους, τους ανέμους, όσο κι αν έχει υποψιαστεί τις σχέσεις και τα συναισθήματα, πάντα κάτι θα απομένει από την μαγεία του που κάπου εκεί ανάμεσα στις λέξεις τριγυρνά. Είναι εκείνη η άπιαστη, άυλη ουσία, η λογοτεχνικότητα  που πάντα διαφεύγει κι όμως είναι αισθητή και μεταβάλλει  το περιγραφόμενο περιστατικό σε έργο αθάνατης τέχνης και ψυχικής μεταρσίωσης.

Αυτή την άπιαστη ουσία μας έδωσε ο ηθοποιός Θεμιστοκλής Καρποδίνης που μπήκε στη σκέψη του συγγραφέα και πραγματοποίησε το όραμα του Δήμου Αβδελιώδη, που  έζησε το βίωμα του ήρωα, που για δυο ώρες επί σκηνής διασκόρπισε τις σάρκες του στους πολλούς άλλους των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη κυρίως όμως έγινε ο ίδιος ένας  Άλλος.  ΄Έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει, αυτό που ο Παπαδιαμάντης θα ήθελε να είναι.

«Με τα δύο αυτά έργα, ‘‘Όνειρο στο κύμα’’ και ‘‘Έρως Ήρως’’, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αποδίδει δύο από τις όψεις του Έρωτα, με δικά του βιώματα, από το δέος, τη μέθεξη, το πάθος, τη συντριβή, έως το μεγαλείο και τον ηρωισμό της ψυχής του», σημειώνει ο Δήμος Αβδελιώδης.

Στο πρώτο έργο, μας μεταφέρει στα χρόνια της εφηβείας του ήρωα. Μιλάει ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο: Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187…  όταν ήταν ακόμα φυσικός άνθρωπος, που ζούσε από την ελεημοσύνη των μοναχών της Μονής του Ευαγγελισμού και δεν ήξευρε ακόμη το Άλφα.  Ήταν ευτυχής χωρίς να το ξέρει. Ήταν αθώος μέσα στον παράδεισό του, τριγυρίζοντας όλη μέρα στους βράχους και στη θάλασσα. Μέσα σ’ εκείνον τον παράδεισο υπήρχε ένας παράδεισος ακόμα, ο παράδεισος του Κυρ Μόσχου, ο οποίος ζούσε εκεί με την προστατευόμενή του την Μοσχούλα που την είχε σαν κόρη του.

Οι δύο νέοι θα αγαπηθούν χωρίς να το ξέρουν… θα παρακολουθούν εν αγνοία τους ο ένας την άλλη και αντιστρόφως μέχρι που μια νύχτα ο βοσκός που αλμύριζε εκεί τα γίδια του την είδε! Την είδε να βγαίνει από τον κήπο της και να πέφτει γυμνή στο νερό και να κολυμπάει! κι εκείνος θαυμάζει και εκστασιαμένος περιγράφει:

«ήξευρε καλώς να κολυμβά» και έβλεπε «την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης… την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…».  Ως εδώ είναι όλα απόσπασμα παραδείσου και χάρμα οφθαλμών. Όταν σε λίγο όμως η κόρη θα κινδυνεύσει κι αυτός θα πέσει στο νερό για να την σώσει, όταν θα την μεταφέρει έξω  και θα αισθανθεί την ανάσα της στον λαιμό του, τότε θα νιώσει ότι έχει  κρατήσει στα χέρια του το «όνειρο». Και γι’ αυτό το όνειρο έχει ήδη θυσιάσει την αίγα του τη Μοσχούλα· «σοι δ’ έγω λεύκας επίδωμον αίγος», λέει η Σαπφώ και σε μετάφραση Τασούλας Καραγεωργίου «και για σένα εγώ μια κατάλευκη αίγα θυσιάζω». Κι εδώ ο παράδεισος τελειώνει. Ο νέος θα φύγει στην Αθήνα, δεν θα ξανακούσει τίποτα για τη Μοσχούλα, θα δουλεύει ως δικηγόρος πλάι σε άλλον σαν σκύλος δεμένος με το σκοινί της ανάγκης…   ΄

Στο δεύτερο έργο «Έρως ήρως», που θα μπορούσε να ήταν η φυσική εξέλιξη του προηγούμενου, έχουμε τον έρωτα του Γιωργή για την αγαπημένη του Αρχοντώ που μεταβάλλεται σε μέγα βασανιστήριο, όταν  συνειδητοποιεί, μετά από άπειρες παλινδρομήσεις της σκέψης και  επινοημένες δικαιολογίες, λες και με αυτές θα απέτρεπε το μοιραίο, όταν έχουν όλα του τα επιχειρήματά του εξαντληθεί, όταν οι ντουφεκιές που γνωστοποιούν πλέον το μέγα γεγονός- έγινε ο γάμος- πέφτουν στην καρδιά του,  όταν επιτέλους καταλάβει καλά ότι  η Αρχοντώ παντρεύεται έναν πολύ μεγαλύτερό του και ευκατάστατο  άνδρα, τότε η σωβούσα μέσα του ταραχή ξεσπά σε βίαιο τσουνάμι, τότε συλλαμβάνει  το σχέδιο που θα ανατρέψει τα γεγονότα … Θα σκηνοθετήσει ένα «ναυάγιο», θα κάνει ετούτο και εκείνο και το άλλο και το παραάλλο και τέλος θα βρει μαζί της στον παράδεισο  …. Όχι όμως. Όλα μια σκέψη ήταν που πέταξε… Σε τούτον τον κόσμο κανένας παράδεισος δεν κερδίζεται, παρά μόνο εκείνος που γεννιέται για λίγο μέσα στη σκέψη και πραγματώνεται με τη γραφή.

Ο Δήμος Αβδελιώδης ξέρει καλά και επιλέγει τα κλασικά μας κείμενα για να  αναδείξει την ομορφιά τους και να καθοδηγήσει τον ηθοποιό του έτσι ώστε να μας κάνει να μπούμε στην αυταπάτη ότι ζούμε κι εμείς το γεγονός που έγινε ή δεν έγινε. «Είναι μάλλον πιο εύκολο να κατανοήσουμε μιαν αλήθεια μέσα από ένα καλλιτεχνικό έργο, παρά μέσα από μια ενδελεχή ανάλυση, κι ο Παπαδιαμάντης μας πείθει, λέγοντας απλά και ταπεινά πως κανένας έρωτας δεν μπορεί να ευτυχήσει, εάν δεν υπάρχει σεβασμός προς τον εαυτό μας και προς τον άλλο, αφού η πραγματική απόλαυση ως αγαθό δεν εξαρτάται από την ικανοποίηση, αλλά από την ψυχική και την ηθική μας πληρότητα».

Ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης δεν υποκρίθηκε τον Παπαδιαμάντη συγγραφέα, αλλά τον Παπαδιαμάντη συγγραφέα και συνάμα ήρωα –αφηγητή των ιστοριών του, καθώς και όλους τους ήρωες των δύο διηγημάτων του, παίρνοντας τη φωνή τους και αποδίδοντας το ήθος τους, την ονειροφαντασία τους, την αθωότητα και τον πειρασμό, τα χρώματα και τους ήχους της φύσης, την ψυχοσύνθεση των ηρώων, την ιδιοτυπία, την ιδιοτροπία τους, το οικείο και το αλλότριο. Ο Καρποδίνης μεταπλάστηκε και μεταμορφώθηκε στον καθένα χωριστά. Βίωσε τα πάθη τους, απέδωσε συνταρακτικά τη μεγάλη εσωτερική τους σύγκρουση,  η οποία κλιμακώθηκε επικίνδυνα στην αρχή, για να αποκλιμακωθεί στο τέλος, αφήνοντας μια μικρή γεύση της ψυχικής τρικυμίας η οποία κατέληξε στην πλατιά γαλάζια θάλασσα που όλα τα θεραπεύει και όλα τα τακτοποιεί όπως το ρεύμα της ζωής πειθαναγκάζει και η ανάγκη επιβάλλει.

Ήταν ένα θαύμα η παράσταση και ο ηθοποιός ο θαυματοποιός που ζωντάνεψε τα δύο αριστουργήματα του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα μας. Για την παράσταση έχουν γράψει πολλοί, την έχουν δει πολύ περισσότεροι, θα πρέπει όμως να την δουν όλοι ανεξαιρέτως, για να πουν πως αυτή η παράσταση είναι ένα ακόμα μεγάλο αγκωνάρι που πρόσθεσε στο οικοδόμημα της υποκριτικής του ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης με  πρωτομάστορα στην αναστύλωση ενός οράματος τον  Δήμο Αβδελιώδη.

Τα συγχαρητήρια είναι απλώς μια λέξη…

Συντελεστές:

Δραματουργία / Διδασκαλία Ερμηνείας /Σκηνική Όψη / Σκηνοθεσία, Δήμος Αβδελιώδης
Ερμηνεύει ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης
Μουσική: Claude Debussy, “La mer”
Βοηθός Σκηνοθέτη:Στεφανία Βλάχου
Επεξεργασία ήχων, δημιουργία μουσικών μοτίβων: Βαγγέλης Φάμπας massiveproductios.gr
Graphic Design:Tasos Grønn
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά

 

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.