You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Θεόδωρος Βασιλειάδης και Μαρία Βούλγαρη  στη Δημοτική Πινακοθήκη της Καλλιθέας – «Ίδρυμα Σοφίας Λασκαρίδου»

Ανθούλα Δανιήλ: Θεόδωρος Βασιλειάδης και Μαρία Βούλγαρη  στη Δημοτική Πινακοθήκη της Καλλιθέας – «Ίδρυμα Σοφίας Λασκαρίδου»

Η πρώτη εντύπωση είναι απόρροια θαυμασμού. Ο χώρος  επιβλητικός. Πρόκειται για την Οικία Λασκαρίδου, όπου έζησε και γέρασε η  ωραία Σοφία Λασκαρίδου, η ζωγράφος, η αγαπημένη του τραγικού αυτόχειρα Περικλή Γιαννόπουλου. Το νεοκλασικό οικοδόμημα του 1900 είναι έργο του Έρνστ Τσίλερ και χρησιμοποιήθηκε ως εξοχική κατοικία του πλούσιου εμπόρου από την Τραπεζούντα και μαθητή του Θεόφιλου Καΐρη, Λάσκαρη Λασκαρίδη, της παιδαγωγού συζύγου του Αικατερίνης Χρηστομάνου και των τριών θυγατέρων του εκ των οποίων η μία ήταν η Σοφία. Η Σοφία είχε σπουδάσει ζωγραφική στη Γερμανία.

Με τη Σοφία ήταν ερωτευμένος ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο οποίος  αυτοκτόνησε από απελπισία πολιτική, κοινωνική και ερωτική στα 41 του χρόνια με έναν τρόπο που προσιδίαζε τα αρχαία ελληνικά τελετουργικά.

Αυτή λοιπόν η μεγαλοπρεπής οικία, με τα ζωγραφισμένα ταβάνια και τα λαμπερά πατώματα, την πλακόστρωτη αυλή σαν σκάκι, τα δέντρα, το συντριβάνι,  τις πεζούλες, τα λουλούδια, όλα με χάρη, με τάξη, με γούστο, με λαμπρότητα, σήμερα στεγάζει την Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας «Σοφία Λασκαρίδου», πράγμα που σημαίνει πως το σπίτι της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου παραχωρήθηκε στην Τέχνη που υπηρέτησε η διάσημη και άτυχη ιδιοκτήτριά του. Ένα κομψοτέχνημα με προσωπικότητα μέσα στην ισοπεδωτική πληθώρα των σύγχρονων πολυκατοικιών.

Εκεί λοιπόν δύο ζωγράφοι, ο πατέρας, Θεόδωρος Βασιλειάδης, και η κόρη του, Μαρία Βούλγαρη, εκθέτουν τα έργα τους.

Στα έργα αυτά κυριαρχεί η φύση, κερδίζουν τον θαυμασμό του θεατή με την πρώτη ματιά. Το φως, η ένταση των χρωμάτων, τα σαφή σχήματα που αν τα προσέξεις καλά στο κάτω μέρος του πίνακα μοιάζουν κάποτε σαν να διαλύονται, παρασυρμένα ή παραδομένα στη φυσική ροή των πάντων, λες και στην πρόθεση του καλλιτέχνη ήταν η αποτύπωση στον καμβά αυτή ακριβώς η ρέουσα στιγμή, όπως και στων πρώτων ιμπρεσιονιστών που έτρεχαν έξω να προλάβουν το φως και να συλλάβουν τη φευγαλέα όψη της πραγματικότητας, αυτή την προνομιακή  και μοναδική στιγμή της ζωής που φεύγει τρέχοντας. Γι’ αυτό, τα έργα μοιάζουν σαν να έγιναν όχι στο ατελιέ  αλλά στην ύπαιθρο.

Έτσι σε μια συνταύτιση ρεαλιστικών απεικονίσεων με ιμπρεσιονιστική τεχνική, θα δούμε αδρά σχήματα να αντιστέκονται στη φθορά, αλλά συνάμα να έχουν χάσει τη νιότη τους. Τα σπίτια π.χ. σε χρώματα έντονα γήινα, γκρίζα ψυχρά ή ζεστά καστανά, με αδρές πινελιές, βαθιές  χαρακιές, τόσο που, αν η παλάμη  χαϊδέψει το ανάγλυφο των τοίχων, η υφή του οικοδομικού υλικού να ανταποδίδει το συναίσθημα, με μια  ανατριχίλα, και, αν πέσει ένα νόμισμα κάτω, οι σκληρές πλάκες του δαπέδου να κουδουνίζουν τη ζωντάνια τους.

Συχνά τα έργα μας θυμίζουν τους ευρωπαίους τοπιογράφους,  όπου η φύση είναι ηγεμονική, η ύπαιθρος θάλλουσα κι οι άνθρωποι ασήμαντοι στην απεραντοσύνη της. Το φως παντού ακόμα και εκεί που νομίζουμε πως απουσιάζει, διαθλάται στα σχήματα και αναλύεται σε ποικίλα χρώματα. Οι  άνθρωποι σχεδόν πάντα παρουσιάζονται με την πλάτη γυρισμένη και το βλέμμα απλωμένο πέρα. Ένας ψαράς π.χ. με μια γάτα στο πλάι του, σε μια προβλήτα ψαρεύει μόνος. Ένα κορίτσι με το λευκό του φόρεμα παίζει στην ακροθαλασσιά, αφήνοντας την υπαινικτική του σκιά στην άμμο, θυμίζοντάς  μας ηρωίδες της πεζογραφίας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή της ποίησης Οδυσσέα Ελύτη και γιατί όχι μοντέλο του Ρενουάρ.

Σε άλλα, έργα ένας σκούρος ουρανός, κατασκότεινος και αδιαπέραστος με τεράστιο και επιβλητικό ολόγιομο φεγγάρι έρχεται να μας πει πως τίποτα δεν ξέρουμε για το τι γίνεται εκεί πέρα, στα άδυτα του ουράνιου χάους, ενώ μία φιγούρα μητέρας με ένα κοριτσάκι αγκαλιά κοιτάζει πέρα μακριά τον άγνωστο κόσμο. Στο νου μου έρχεται η τελευταία σκηνή, σχεδόν ολόιδια,  στην ταινία Η ταυτότητα μιας γυναίκας του Αντονιόνι, του 1981. Ο ήρωας σκηνοθέτης θέλει να γυρίσει μια ταινία για το διάστημα, να το ερευνήσει προφανώς, αφού εδώ στη γη όλα είναι μπερδεμένα. Μπροστά σε ένα ανοιχτό διάπλατα στον ουρανό παράθυρο με ένα μικρό αγόρι πλάι του εξηγεί τι θέλει να κάνει. Και το αγόρι ρωτάει: e dopo? – και έπειτα; Και η ταινία εκεί τελειώνει. Αυτή την εντύπωση μου έκανε το έργο της Μαρίας Βούλγαρη. Σαν η καλλιτέχνης να ψάχνει στο χάος του ουρανού την απάντηση των αναπάντητων επί της γης προβλημάτων που ούτε η φιλοσοφία ούτε η ποίηση δεν τα έλυσε ποτέ, γονιμοποίησε όμως τη σκέψη και βάθυνε την ευαισθησία. Όπως έλεγε ο Πολ Βαλερύ «Τα βαθύτερα βλέμματα του ανθρώπου είναι προς το κενό. Συγκλίνουν πέρα από τον κόσμο» (Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Άγρα 1988,σελ. 112). Δεν τα ξέρουμε όλα οι ζωντανοί, έλεγε η μητέρα στον Λουίτζι Πιραντέλο, σε μια από τις Σικελικές Ιστορίες του.

Συναφές θεωρώ κι ένα ακόμα έργο, γεννημένο μέσα στην ίδια λογική, το  ζωηρόχρωμο μπουκέτο λουλούδια, τοποθετημένο σε ένα μαύρο απροσδιόριστο φόντο. Η φρεσκάδα και η ευωδιά τους ξεπερνούν τον πίνακα. Βάζουν τον θεατή και βαθιά σκέψη. Μια ομορφιά αιχμαλωτισμένη στο άγνωστο μικρό σύμπαν του πίνακα της ζωής ή του άγνωστου. Περιορισμένο το πλαίσιο, περιορισμένη και η ανθοφορία, αφού ούτως ή άλλως, τα λουλούδια το εφήμερο υποδηλώνουν με όλο το πάθος των χρωμάτων τους και ειδικά με εκείνο το  βαθυκόκκινο χρώμα τους. Ανθοδέσμη πλαγιασμένη σε μαύρο φόντο, ούτε καν σε ανθογυάλι. Η ομορφιά είναι πάντα δεμένη με τη ζωή και χάνεται μαζί της, ενώ η εικόνα της ανασκάπτει βαθύτερα νοήματα, πέραν των προφανών.

Εντύπωση μεγάλη προκαλεί η απέραντη γαλήνη που έρχεται από ένα τρικάταρτο, λουσμένο στα χρώματα του δειλινού ή μήπως της ανατολής –ποιος ξέρει- με όλα τα ξάρτια του εντάξει, αραγμένο σε μια ακύμαντη θάλασσα. Αχνά τα βουνά  στο βάθος κι ένα κάστρο θαμπό στην κορυφή, σαν απομεινάρι κραταιάς εξουσίας, ακίνδυνο πια, να θυμίζει την ταραγμένη ιστορία αλλά και να δηλώνει τη συμφιλίωσή του μαζί της.  Όλα περνούν και όλα χάνονται. Αραγμένο το πλοίο, δεν ταξιδεύει πια, σαν να δηλώνει πως η δόξα του πέρασε. Τα ταξίδια του τελείωσαν.

Αλλού η θάλασσα είναι μανιασμένη, άγρια κύματα υψώνονται σαν έκφραση μιας βίαιης εσωτερικής παρόρμησης. Σαν ένα αίσθημα που θέλει κραυγαλέα να εξωτερικευθεί. Δεν θα έλεγα πως βρίσκεται μακριά από εκείνο το μνημειώδες «Μεγάλο κύμα έξω από τη Καναγκάουα» του Χοκουσάι που είχαμε την τύχη να το δούμε και στο Ηρώδειο πριν λίγα χρόνια. Ωστόσο ο στίχος του Διονυσίου Σολωμού, «τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», βρίσκει εδώ την εικαστική μεταμόρφωσή του, επιβεβαιώνοντας ότι η Τέχνη έχει ανάγκη τα αισθητά για να αποδώσει τα νοητά.

Αλλού, άλλοι πίνακες με γαλήνια νερά και δέντρα ακίνητα μέσα στο φως. Δέντρα θαλερά σε πλούσια χρώματα και άλλα  με γυμνά τα κλαδιά και απροσδιόριστα παλ που μας βάζουν σε σκέψη ότι το φως με την ομοιομορφία του αυτοκαταργείται, υποχρεώνοντας τον θεατή σε ένα στοχαστικό βύθισμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους σκοτεινούς ουρανούς, λες και  ένα θυμωμένο χέρι να έσπειρε μαύρα σύννεφα για να δηλώσει την οργή του Δία, ενώ άλλοτε όλα ησυχάζουν και ηρεμούν, χωρίς ωστόσο, η κοσμική αιώρα που πηγαίνει και έρχεται να σταματάει να φέρνει ό,τι οι άγνωστες δυνάμεις έχουν αποφασίσει –αν υπάρχει ανώτερη βούληση  ή ό,τι η τυχαιότητα του σύμπαντος, η θεά Τύχη, φέρει.

Όλα στη ζωή μεταβάλλονται. Αμετάβλητη παραμένει μόνο η ιδέα της διαρκούς μεταβλητότητας και αυτή είναι μία αντινομία. Άδικη η ζωή με την ταχύτητα που φεύγει αλλά και δίκαιη με όσο φως μας χαρίζει όσο το βλέπουμε. Ισοζυγιάζονται το φως και το σκοτάδι, το σταθερό μέσα στην αστάθειά του, το μόνιμο μέσα στο φευγαλέο. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και πάντα οι εικόνες της ζωής και της πραγματικότητας  έξω, θα  αναπαράγουν τη βαθύτατη ζωή μέσα, τις  κρυφές σκέψεις και τα αισθήματα του καλλιτέχνη που μεταμορφώνονται πάνω στον καμβά.

Τα έργα του Θεόδωρου Βασιλειάδη και της Μαρίας Βούλγαρη, αποτελούν χρωματιστές πινελιές, σταγόνες ζωντανού αίματος  στο μαύρο της άγνωστης και διαρκούς αιωνιότητας, που μέσα της για λίγο λάμπει η  μικρή και σύντομη ζωή μας.

Ανθούλα Δανιήλ

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.