στο θέατρο Μεταξουργείο, με τον θίασο Theartes του Κωνσταντίνου Κυριακού και της Κατερίνας Μπιλάλη. Σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κυριακού.
Πρόκειται για επιθεώρηση σε κείμενα του Μποστ που παίχτηκαν αλλά δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ και μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη που με τον τρόπο του έκανε το ανάλογο του Μποστ, άφησε στο συρτάρι του αδημοσίευτες τις μουσικές.
Το μποστάνι του Μποστ, ήταν η στήλη στην οποία ο Μποστ φύτευε τα λαχανικά του με ήρωές του τη Μαμά- Ελλάς, τον Πειναλέων και την Ανεργίτσα, των οποίων και μόνον τα ονόματα άκλιτα συνιστούσαν πολιτικό σχόλιο. Αθάνατα τα κείμενά του έφτασαν στο σήμερα και έβαλαν τα δάχτυλα επί του τύπου παλαιών και νέων ήλων. Χαρακτηριστικό του η «ανορθογραφία», η οποία λειτουργούσε σαν σχόλιο εναντίον εκείνων που είχαν ως γλωσσική επιλογή την Καθαρεύουσα, την οποία συχνά διαστρέβλωναν, ή ως αίτημα για την επικράτηση της Δημοτικής. Ο γλωσσικός διχασμός ήταν το επιφαινόμενο ενός άλλου ή πολλών άλλων διχασμών που έφεραν τον λαό σε αιματηρές συγκρούσεις. Το παρασημαινόμενο όμως ήταν η «ανορθογραφία» να είναι αισθητή, στον γραπτό λόγο, για να «βγάζει μάτι», και στο προφορικό για να «κουφαίνει το αφτί και με τη διαστρέβλωσή της, να χτυπά τη γραφειοκρατική και ξύλινη γλώσσα της εξουσίας. Η γλώσσα, λοιπόν είναι το εργαλείο και λειτουργεί σαν αλληγορία μιας Ελλάδας που έχει χάσει τον μπούσουλα, έχει διαστρέψει ό,τι καλό κληρονόμησε και βαδίζει στα τυφλά μιμούμενη τους ξένους ή χειραγωγούμενη από τους ξένους. Βεβαίως, επειδή τη δημοτική είχαν ως επιλογή οι αριστεροί, η γλώσσα είχε θεωρηθεί ύποπτη, οπότε με όλες αυτές τις επινοημένες διαστρεβλώσεις, κατασκευασμένες συνηχήσεις και κωμικές προεκτάσεις, ο Μποστ σατίριζε την ελληνική πραγματικότητα στο σύνολό της. Στην Ελλάδα, στο «μποστάνι» του, φύτρωνε κάθε είδους ζαρζαβατικό, ζιζάνιο και αγριόχορτο.
Κι ο Λουκιανός ήταν ο ξένοιαστος καβαλάρης. Αστικής τάξης παιδί, μεγαλωμένος μέσα σε μια κοινωνία που είχε φτάσει στα όριά της τη σοβαροφάνεια τόσο, ώστε να κατρακυλήσει στην γελοιότητα. Ο Λουκιανός μπορεί να βγήκε στο θέατρο με τη φωνή του, εμείς όμως τον ακούγαμε και το βλέπαμε με τη φαντασία μας, ολοζώντανο μέσα από κάθε στίχο και κάθε τσαλιμιά, φιγούρα και γκριμάτσα, με τα πλούσια ξανθά μαλλιά του και τα φανταχτερά πουκάμισά του. ΄Ηταν εκεί συνάδων και συμπάσχων, με ένα στάχυ στο στόμα να τραγουδάει και να μας ταξιδεύει… Ο Κυριακού τον απέδωσε πάρα πολύ ωραία, τον μετέφερε επί σκηνής, χωρίς τη Ντόλυ βεβαίως, αλλά και με τα σπιρούνια του και το καπέλο του, την αλά Τζον Γουέην κίνησή του και όλα τα καουμπόικα συμπαρομαρτούντα.
Τα κοστούμια, κι αυτά ό,τι πρέπει για να μας βάλουν στην ατμόσφαιρα όπου το γκροτέσκο, το παραλόγο, το κραυγαλέο, ερμηνεύουν με τον τρόπο τους τις παραλλαγές των ιστοριών της Φαύστας, της Μήδειας και της Ιουλιέτας, της Γκόλφως, τις “ιστορικέ ιστορίε” που αφηγείται η Μαμά Ελλάς, αλλά και τις περιπέτειες του Πειναλέοντα και της Ανεργίτσας, κοστούμια λιτά και συγχρόνως με μια δυο μικρές λεπτομέρειες υποδηλωτικά εκείνου που έπρεπε να δηλώσουν κωμικά και συγχρόνως τραγικά.
Ο σκηνοθέτης, Κωνσταντίνος Κυριακού, έχει πλάι του την Κατερίνα Μπιλάλη, τον Ερμόλαο Ματθαίου, την Αλεξία Μουστάκα, την Κρίστη Παπαδοπούλου και τον Τέλη Ζαχαράκη. Όλοι ένας κι ένας στον ρόλο του, στον χαρακτήρα του.
Όλα τα παραπάνω είναι τα λόγια ενός θεατή που βλέποντας με μάτια, αυτιά και νου προσπαθεί να περιγράψει την παράσταση. Όμως τίποτα δεν μπορεί να την περιγράψει. Μπορεί μόνο να την νιώσει στο πετσί του, να γελάσει με την ψυχή του, για να κρύψει τη θλίψη του μέσα στην καρδιά, να νιώσει την αγωνία για την Ελλάδα και τον κόσμο μας πίσω από τα γέλια, να αντιληφθεί την καρικατούρα σαν κατάντια ενός μεγαλείου, να ξανακούσει με αγοραία γλώσσα τα δεινά που η καθώς πρέπει ατσαλάκωτη επίσημη γλώσσα μοιάζει να ρίχνει πέπλο που κρύβει τις πληγές.
Ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά, η ιστορία της Ελλάδας παίζεται υπό το βλέμμα άγρυπνο του Μποστ και του Λουκιανού (μέσα από τις φωτογραφίες τους) με εκείνα τα ευρηματικά κουτάκια του σκηνικού που το καθένα ήταν και μια άλλη ενότητα. Μια άλλη ιστορική στιγμή…
Η σκηνή ήταν λιτή, τόσο λιτή ώστε να αντέχει τη διαρκή μεταβολή, τη ρευστότητα των θεμάτων, τις γρήγορες εναλλαγές και μεταβολές.
Η ροή συνεχής, η κίνηση γρήγορη, κανένα κενό, ποτέ. Ο μονόλογοι ασθματικοί· γελάς απέξω και κλαις από μέσα. Και τι δεν έχει τραβήξει αυτή η Μαμά –Ελλάς.
Θα υπακούσω στην προτροπή των ηθοποιών στον χαρούμενο Επίλογό τους και θα συστήσω το έργο στους φίλους μου και στους εχθρούς μου γιατί και οι δύο κατηγορίες, εχθροί και φίλοι, θα συμφιλιωθούν. Θα συμφωνήσουν επιτέλους.
Αξίζετε ένα μεγάλο εύγε, πολλά μπράβο, άπειρα συγχαρητήρια, άξια παιδιά, για την ωραία βραδιά που μας προσφέρατε, για όσα μας κάνατε να θυμηθούμε και πάνω σ’ αυτά να στοχαστούμε. Ευχαριστούμε.
Ανθούλα Δανιήλ