Ὣς ἔφατ᾽, ἐκ δ᾽ ἐγέλασσε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
(έτσι είπε και εγέλασε ηχηρά ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων)
(Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 59)
Και νόμιζε ο Προμηθέας ότι μπορούσε να ξεγελάσει τον Δία. Ο Δίας όμως όχι μόνο δεν ξεγελάστηκε αλλά γέλασε οργισμένος, σαρκαστικά και απείλησε μεγάλα δεινά για τους ανθρώπους. Αυτά λέει ο μύθος. Τώρα όμως δεν έχουμε ούτε μύθο ούτε ραψωδία ούτε τραγωδία ούτε μυθιστόρημα. Δεν έχουμε πεποιημένο λογοτεχνικό κείμενο, μελετημένες διαπλοκές, εσκεμμένες δεύτερες σκέψεις και προσχεδιασμένες ανατροπές. Έχουμε μόνο δυο έφηβους που ΑΥΘΟΡΜΗΤΩΣ «παίζουν» ΠΡΟΜΗΘΕΑ. Δύο έφηβους στην Πέτρα, μια ωραία πόλη στο νησί της Λέσβου, καμιά ώρα μακριά από τη Μυτιλήνη. Οι δυο νεαροί είναι ο Βάσος Ι. Βόμβας και ο φίλος του Βάσος Καραμάνος.
Ο Βόμβας, που ανέσυρε από τα συρτάρια του Χρόνου αυτή τη φωτογραφία, σχολιάζει:
«Κατά τη μυθολογία μας, ένας από τους Τιτάνες, ο Προμηθέας, γιος του Ιαπετού και αδερφός του Άτλαντα, δημιουργός του πρώτου πολιτισμού, του ανθρώπου, έκλεψε τη φωτιά από τον Όλυμπο και την παρέδωσε στους ανθρώπους. Ο Δίας (εδώ είναι που γέλασε ηχηρά, σαρκαστικά και απειλητικά), για να τον τιμωρήσει, τον έδεσε σε βράχο του Καυκάσου για χίλια χρόνια και ένας αετός κατέτρωγε το συκώτι του, κάθε μέρα, μέχρι που τον απελευθέρωσε ο Ηρακλής.
Τον Ιούλιο του 1956 βρεθήκαμε στην Πέτρα της Λέσβου και ανεβαίνοντας τα σκαλιά για την Παναγιά, που είναι κτισμένη πάνω σε ψηλό βράχο, σκεφτήκαμε με το φίλο μου τον Βάσο Καραμάνο, να αναπαραστήσουμε το μαρτύριο του Προμηθέα δεσμώτη. Στον ρόλο του Προμηθέα ο υποφαινόμενος, Βάσος Ι. Βόμβας. Στον ρόλο του αετού ο Βάσος Καραμάνος. Και ιδού το αποτέλεσμα! Β.Ι.Β.»
Μάλιστα.
Ήταν μια εποχή που τα νεαρά παιδιά, οι έφηβοι εν προκειμένω, στα παιχνίδια τους, αλλά και στις σχολικές εορτές, αναλάμβαναν ρόλους ηρώων, όπως προέκυπταν από τα αρχαία κείμενα. Συνήθως Αχιλλείς, Οδυσσείς, και από τα νεότερα χρόνια Κολοκοτρώνηδες, Καραϊσκάκηδες και άλλα πρόσωπα. Τα κορίτσια κατά κανόνα σχεδόν προτιμούσαν καμιά Αμαλία ή Μαντώ, αλλά το βαρύ πυροβολικό ήταν η καπετάνισσα Μπουμπουλίνα, ή Τζαβέλαινα ή Μποτσαρίνα.
Στην παλαιότερη λογοτεχνία επαναλαμβάνονταν συχνά αυτά τα πρότυπα τα ηρωικά, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν, όπως λεγόταν τότε, και οι συμπεριφορές ρυθμίζονταν κατά το ήθος και το ύφος του αρχαίου ή του ιστορικού προτύπου. Μάλιστα και τα ονόματα των παιδιών τους οι Έλληνες τα επέλεγαν από το μυθικό ή το αρχαιοελληνικό ηρωικό εικονοστάσι. Και σήμερα βέβαια, ως ένα βαθμό το ίδιο συμβαίνει, κυρίως όμως ευδοκιμούν οι Αλέξανδροι, ενώ τότε είχαν κάποια θέση και οι φιλόσοφοι και οι πολιτικοί. Ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Σόλων, ο Περικλής, ο Επαμεινώνδας, ο Θεμιστοκλής. Στα κορίτσια, η πιο συνηθισμένη ήταν η Αντιγόνη, γυναίκα πρότυπο αδελφικής αγάπης, η αδελφή της η Ισμήνη, όχι με λιγότερη αγάπη, αλλά με περισσότερη λογική και σοφιστική σκέψη. Η Φαίδρα η ερωτική, η Άλκηστις πρότυπο αυτοθυσίας, η μορφωμένη Ασπασία και κάποιες ακόμα.
Σήμερα, αυτά τα ονόματα, κυρίως τα ανδρικά, τα βλέπουμε μόνο στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Έτσι, κάτι ο κινηματογράφος κάτι η τηλεόραση με τις παλιές ωραίες εκπομπές της, μού κίνησαν το ενδιαφέρον. Νοστάλγησα εκείνα τα νέα παιδιά στην Ερόικα του Κοσμά Πολίτη, που πρόσφατα ξαναέδειξε η ΕΡΤ2. Μια παρέα εφήβων μυούνται με τραγικό τρόπο στη ζωή. Η παρέα υποδύεται τους πυροσβέστες, όμως οι περικεφαλαίες θυμίζουν ήρωες της Ιλιάδας και όταν ένα παιδί από την ομάδα σκοτώνεται, οι φίλοι του αναλαμβάνουν να αναπαραγάγουν το τελετουργικό των αγώνων που συνήθιζαν οι Αχαιοί στον θάνατο των ηρώων τους, όπως αυτό που αφηγείται ο Όμηρος στο Ψ΄ της Ιλιάδας, τα «Άθλα επί Πατρόκλω» που οργάνωσε ο Αχιλλέας για να τιμήσει τον θάνατο του φίλου του· στο απόσπασμα που ακολουθεί συναγωνίζονται ο Οδυσσέας με τον Αίαντα:
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον, 773
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, βλάψεν γὰρ Ἀθήνη,
τῇ ῥα βοῶν κέχυτ᾽ ὄνθος ἀποκταμένων εριμύκων,
οὓς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ἐν δ᾽ ὄνθου βοέου πλῆτο στόμα τε ῥῖνάς τε·
κρητῆρ᾽ αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ὡς ἦλθε φθάμενος· ὃ δὲ βοῦν ἕλε φαίδιμος Αἴας
στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο
ὄνθον ἀποπτύων, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἔειπεν·
ὢ πόποι ἦ μ᾽ ἔβλαψε θεὰ πόδας, ἣ τὸ πάρος περ
μήτηρ ὣς Ὀδυσῆϊ παρίσταται ἠδ᾽ ἐπαρήγει.
ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν. 784
και ενώ λίγο τους έλειπε να φτάσουν στο τέρμα και να πάρουν το βραβείο,
ο ορμητικός ο Αίας τρέχοντας γλίστρησε, ήταν η Αθηνά που τον ζάλισε
εκεί που η σβουνιά από τα βόδια που μουγκάνιζαν βαριά είχε απλωθεί, τα βόδια που ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος είχε θυσιάσει στο θάνατο του Πάτροκλου
και γέμισαν σβουνιές το στόμα του και τα ρουθούνια του, παντού.
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβασανισμένος σηκώνει το κροντήρι,
αφού έφτασε πρώτος κι ο Αίας που ήρθε έπειτα πήρε το βόδι,
και στάθηκε κρατώντας το από τα κέρατα το βόδι το θρεμμένο
και τις σβουνιές φτύνοντας βιαστικά φωνάζει στους Αργίτες:
«Αχ, η θεά και πώς μου μπέρδεψε τα πόδια, αυτή που πάντα
Σαν μάνα παραστέκοντας βοηθάει τον Οδυσσέα!»
Αυτά είπε, και όλοι γέλασαν καλόκαρδα μαζί του.
Στην τραγωδία του Σοφοκλή Αίας (450 – 440 π.Χ). θα δούμε την τραγική συνέπεια αυτής της παρέμβασης της θεάς στα έργα των ανθρώπων.
Το επεισόδιο των αγώνων για τον θάνατο του Πατρόκλου είναι τόσο σημαντικό που θα το βρούμε και εικονοποιημένο σε θραύσμα από αττικό μελανόμορφο δίνο (δοχείο ανάμειξης κρασιού) του ζωγράφου Σοφίλου (υπογεγραμμένο). Βρέθηκε στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας. Πρόκειται για μία αρματοδρομία από την οποία σώζεται τμήμα του πρώτου τέθριππου και μια διμέτωπη βαθμιδωτή εξέδρα με τους θεατές, που συμμετέχουν ενεργά, άλλοι με ζωηρές χειρονομίες, άλλος κραδαίνοντας το ραβδί του. Τα άθλα του Πατρόκλου είναι θεμελιώδους σημασίας για τη σπουδή της πρώιμης ιστορίας του αθλητισμού (βλέπε και https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/education/mythology/epic/record.html?tbl=epic&rid=345).
Και τώρα, να πώς, από μια μικρή αφορμή που μας έδωσε ο Βόμβας, περνάμε στη λογοτεχνία του αιώνα που εμείς ζήσαμε. Τον τρωικό κύκλο και τους ήρωές του τον βρήκαμε ήδη στην Eroica. Οι νεαροί που μιμούνται τους πυροσβέστες με τις περικεφαλαίες τους, οι περικεφαλαίες που θυμίζουν εκείνες των ηρώων της Ιλιάδας, οι αγώνες που κάνουν για τον θάνατο του φίλου τους, όπως στην Ιλιάδα για τον θάνατο του Πατρόκλου, όλα είναι εμπνευσμένα από μια μυθική εποχή, η οποία με τη σειρά της θυμίζει μια πρόσφατη ιστορική εποχή, τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, μέσω του ομηρικού παραδείγματος, η μυθική αναδρομή του μυθιστορήματος στην αρχαιότητα, επαναφέρει στο παρόν τον ελληνικό πολιτισμό …( Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 225-226)
Οι μελετητές του μυθιστορήματος του Πολίτη, κάνουν λόγο για την ειρωνική ματιά που ρίχνει στα πράγματα της εποχής του ο συγγραφέας, όμως, ακόμα και αν είναι έτσι, ακόμα και αν τα παιχνίδια καταλήγουν να γίνουν τραγικά, ακόμα και αν τα όνειρα διαψεύδονται, η σημασία και το μήνυμα των επιλογών παραμένει. Η αμφισβήτηση αυτού του «ανακαλήματος» του ηρωικού παρελθόντος, η φωτιά που έκαψε το σπίτι του εχθρού, η φωτιά της Τροίας, η φωτιά της Σμύρνης, το αγόρι που «κατέκτησε» τελικά την Μόνικα και σκοτώθηκε ευθύς αμέσως, σαν τον γιο της δυσαριστοτόκειας (της δυστυχισμένης που γέννησε τον άριστο γιο) Θέτιδας, τον Αχιλλέα, όλα ακόμα και αν αποδεικνύονται φαντασιώσεις, αφήνουν το ίχνος τους στην αληθινή ζωή, αυτή που ζει μέσα μας και στέλνει τα μηνύματα, πέρα από τη θολούρα στο τοπίο και τη βαβούρα της κίνησης στον δρόμο που μας εμποδίζουν να τα αντιληφθούμε.
Και ο Δίας γέλασε, από θυμό, όχι από χαρά, όταν άκουσε για την κλοπή της φωτιάς από τον Όλυμπο. Και γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. Εντάξει. Ας το παραδεχτούμε. Όμως και ο Δίας ο κακεντρεχής, από κάποιον εκβιασμό πιεζόμενος, «έλυσε» τον τιτάνα Προμηθέα από τα δεσμά του στο τέλος.
Σήμερα, ξανακοιτώντας την παλιά φωτογραφία από την οποία πήραμε την αφορμή γι’ αυτό το κείμενο, σκεφτόμαστε πως ακόμα και αν ο Χρόνος σαν τον αετό κατέφαγε τα νιάτα των δύο νεαρών, ακόμα και αν εκείνα τα παιδιά, που έπαιζαν τότε, είναι ο ένας υπερήλικας τώρα κι άλλος έχει ταξιδέψει για τα Ηλύσια πεδία, έχουν κερδίσει τα «άθλα» στη ζωή τους. Η παλιά φωτογραφία των δύο νεαρών, η ανέμελη αναπαράσταση στον καιρό της, αυτό λέει σήμερα. Είμασταν νέοι, κερδίσαμε τη δική μας Τροία, είναι γεμάτη η ζωή μας από όμορφες αναμνήσεις και από πικρές απώλειες. Οι ευχές των αγαπημένων μας να ζήσουμε σαν τα ψηλά βουνά σε διαφορετικούς χρόνους ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Η φωτιά που καίει, σε μια άλλη διάσταση, αποδεικνύει τη ζωή που συνεχίζεται.
Τα συρτάρια της ψυχής μας είναι γεμάτα από εικόνες, παλιές φωτογραφίες, φωνές, τραγούδια, έρωτες, τα δικά μας «άθλα».
Και συνεχίζουμε το ταξίδι με όποιο πλοίο και όποιον άνεμο, σαν τον Οδυσσέα μετά την επιστροφή στην Ιθάκη, συνεχίζουμε, όσοι απομείναμε. Ο κατάπλους είναι ίδιος για όλους και στο ίδιο λιμάνι οδηγεί, αλλά εμείς συνεχίζουμε …
Ανθούλα Δανιήλ