Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων·
ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.
Και οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.
(Γιώργος Σεφέρης, «Πενθεύς»)
Η παράσταση δικαίωσε τις προσδοκίες του κάθε θεατή που έφυγε απογοητευμένος από την Επίδαυρο αυτό το καλοκαίρι. Το Ηρώδειο έλαμψε με ένα έργο με το οποίο η σκηνοθέτις Έλενα Μαυρίδου τίμησε τον χώρο, τον εαυτό της και το κοινό.
Όπως γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, «οι Βάκχες μαζί με τον Οιδίποδα στον Κολωνό είναι τα τελευταία δείγματα του τραγικού λόγου των Αρχαίων. Δεν είναι παράξενο που η πορεία της τραγωδίας έκλεισε με μια θαυματοποιία. Στις Βάκχες ο Ευριπίδης δραματοποιεί την Επιφάνεια του θεού κι ο Σοφοκλής την Ανάληψη του Ανθρώπου. Ο πρώτος ενανθρωπίζει το θείο και ο δεύτερος θεοποιεί το ανθρώπινο. Αυτή η αντίθεση που είναι μια συνάντηση συντελείται ακριβώς την εποχή που ο Θουκυδίδης καθαρογράφει και συγκροτεί το μέγα σώμα της ιστορίας του, λες και οι τραγικοί κλείνοντας τον κύκλο του μύθου παραδίνουν την ανθρώπινη τραγωδία στον ιστορικό. Η ιστορία είναι η απουσία του θεού, είναι η ανθρώπινη ευθύνη. Τώρα την πίστη διαδέχεται η πειθώ και την Ύβριν η Ισχύς» (Κλειδιά και Κώδικες αρχαίου θεάτρου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”», 1982, σελ. 48).
Ο Ευριπίδης
Οι Βάκχες είναι το τελευταίο από τα 90 περίπου έργα που έγραψε ο Ευριπίδης για τα οποία δεν έχουμε πληροφορίες ή έχουμε ελάχιστες. Σώζονται 18 και με τον αμφισβητούμενο Ρήσο 19. Ο Ευριπίδης έγραψε μέσα στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 – 404 π.Χ.). Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 445 π.Χ. Δίδαξε Χορό 22 φορές. Ήρθε πρώτος 4 ή 5 φορές. Οι τραγωδίες του δεν μοιάζουν με τις τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Από τον θάνατο του Αισχύλο έχουν περάσει 45 χρόνια άλλωστε και η έννοια του τραγικού έχει αλλάξει. Δεν είναι έτσι όπως τη βρίσκουμε στο μέγα δέος του Αισχύλου ούτε στο εξιδανικευμένο ανθρώπινο του Σοφοκλή που άφησε ρωγμή για να μπει η Ηθική, η οποία στον Ευριπίδη θα εξανθρωπιστεί. Όλα είναι όπως είναι. Ούτε υπερφυσικά ούτε όπως πρέπει, αλλά όπως είναι. Ο Ευριπίδης ήταν αυτός που μιλούσε για τα πάθη της ψυχής των ανθρώπων, γι’ αυτό ο Αριστοτέλης τον ονόμασε τραγικώτατο πάντων. Και όλο το μετέπειτα θέατρο στηρίχτηκε σ’ αυτόν. Θα περάσουν 50 χρόνια από το θάνατο του Ευριπίδη που δεν θα γράφονται πια τραγωδίες, αλλά θα παίζονται οι παλιές.
Οι Βάκχες είναι το τελευταίο έργο του και γράφτηκε το 406 π. Χ. λίγο πριν πεθάνει και είναι το μόνο με υπόθεση καθαρά διονυσιακή, στο οποίο ο ίδιος ο θεός και πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί. Ο Διόνυσος από τον οποίο γεννήθηκε η τραγωδία και ο οποίος είναι θεός προστάτης του θεάτρου.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, έρχεται στη Θήβα να διδάξει τη λατρεία του. Εκεί βασιλεύει ο εξάδελφός του Πενθέας, ο οποίος χλευάζει τη λατρεία, αρνείται τη συγγένεια και τη θεία καταγωγή του θεού. Ο Διόνυσος καταφέρνει να παρασύρει όλες τις γυναίκες στη βακχεία, τον μάντη Τειρεσία και τον παππού του Κάδμο, αφήνοντας μόνο του τον Πενθέα στην εμμονή της αποχής από τα θεϊκά όργια. Τέλος, τον καταφέρνει, τον ντύνει γυναίκα και τον στέλνει στο βουνό να κατασκοπεύσει τις Βάκχες. Εκείνες τον αντιλαμβάνονται· ευρισκόμενες όμως σε έκσταση και με αρχηγό τους τη μητέρα του την Αγαύη, τον εκλαμβάνουν ως λιονταράκι και τον καταξεσκίζουν. Κομμάτια σκόρπια τα μέλη του. Η Αγαύη παίρνει το κεφάλι του παιδιού της στο θύρσο της και το φέρνει στο παλάτι, νομίζοντας πως κομίζει λιονταράκι. Όταν συνέρχεται και βλέπει ότι το παιδί της είναι αυτό που έχει κομματιάσει και το δικό του κεφάλι κρατάει στο κοντάρι της ουρλιάζει από τον πόνο και φεύγει από τη σκηνή. Επιμύθιο του ποιητή, με τα λόγια του χορού που έχει επαναλάβει και στην Άλκηστη και στη Μήδεια με ελαφρά παραλλαγή:
Με πολλούς τρόπους μπαίνουν οι θεοί στη ζωή μας
πολλά που δεν ελπίζουμε μας δίνουν
και κείνα που περιμέναμε δεν έγιναν
και εκείνα που δεν περιμέναμε
βρήκε τρόπο ο θεός
να γίνουν.
Δεν τα βάζει κανείς με τον θεό, με τη φυσική τάξη των πραγμάτων, δεν υπερβαίνει τα μέτρα της κοινωνίας και της ζωής, δεν περιφρονεί τα μηνύματα που του δίνουν τα παράξενα σημάδια. Τρεις φορές έδωσε ο Διόνυσος στον Πενθέα την ευκαιρία κι εκείνος, τρεις φορές, τυφλωμένος από την εμμονή αρνήθηκε να τους δώσει σημασία, διαπράττοντας ύβριν. Έτσι οι δυο δυνάμεις, θεός και βασιλιάς, αναμετριούνται, επί σκηνής με λόγια και πάνω στο Κιθαιρώνα με φριχτές πράξεις. Οι δύο πρωταγωνιστές, δύο ίσες αντίπαλες δυνάμεις, αντάλλαξαν επιχειρήματα, συγκρούστηκαν, μισήθηκαν, ψευδώς συμφιλιώθηκαν και τελικώς ο θεός υπερίσχυσε, ενώ ο Πενθέας έγινε βορά στις Βάκχες παρασύροντας στο πένθος τη μητέρα του, τις αδελφές της τον παππού του.
Η παράσταση:
Η μετάφραση του Θόδωρου Στεφανόπουλου μας έδωσε την τραγωδία σε ωραία ελληνικά. Η σκηνή στήθηκε λαμπερή. Οι δύο συμπρωταγωνιστές, Διόνυσος ο Δημήτρης Λάλος και Πενθέας ο Γιώργος Χριστοδούλου, μοιράστηκαν ίσα τη σκηνή, κινήθηκαν και εκφράστηκαν δυναμικά, φέρνοντας στην ορχήστρα ο καθένας από τη δική του όχθη τον επί σκηνής φιλόσοφο Ευριπίδη. Και οι δύο απέδωσαν την τραγικότητα του ρόλου τους. Οι δύο γέροντες, ισοδύναμα και πάλι μεγέθη, ο Κάδμος, Θανάσης Δόβρης και ο Τειρεσίας, η Βίκη Βολιώτη (γυναίκα στον ρόλο, ίσως υπαινισσόμενη τη διπλή φύση του Μάντη), έπαιξαν και έδωσαν το απόλυτο των δυνάμεών τους. Η Αγαύη, Έλενα Μαυρίδου, ενθουσιασμένη Βάκχη στην αρχή και τραγική μητέρα στο τέλος, ήταν συγκλονιστική. Στους μικρότερους ρόλους, ο Δούλος Στέργιος Κοντακιώτης, ο Άγγελος, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, ο Αγγελιοφόρος Β΄ Δήμητρα Κούζα, συμπλήρωσαν τα κενά. ο Χορός: Κική Καραΐσκου, Δήμητρα Κούζα, Σοφία Κουλέρα, Χριστίνα Μαριάνου, Μαριάμ Ρουχάτζε έδεσαν ένα αρτιότατο, χωρίς ρωγμές σύνολο, έπαιξαν με δεξιοτεχνία τον δικό τους ρόλο, κινήθηκαν καλύπτοντας όλη την ορχήστρα, εκστασιάστηκαν κυριολεκτικά, χόρεψαν, τραγούδησαν, ούρλιαξαν.
Οι Μουσικοί επί Σκηνής: Γιώργος Μαυρίδης και Βασίλης Κόκλας με τα φρυγικά τους τύμπανα, πρωταγωνιστές και αυτά, υπογράμμισαν την έξαρση του επιβλητικού θρησκευτικού περιβάλλοντος, με ένα μείγμα ήχων που μας θύμιζε ποντιακή και θρακιώτικη μουσική και Αναστενάρηδες. Οι συνοδευτικές κραυγές –δεν είναι υπερβολή- έφερναν ρίγος στους θεατές.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα και οι Φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη, λειτουργικά.
Η κίνηση των ηθοποιών σε επιμέλεια της Έλενας Μαυρίδου, με τις μικρές, μελετημένες με άκρα ακρίβεια λεπτομέρειες των χεριών, των ποδιών, το στήσιμο γενικά του σώματος, το ιεροτελεστικό βάδισμα, όλα συνετέλεσαν σε ένα άρτιο αποτέλεσμα.
Τέλος, οι μάσκες του Αλέκου Μπουρελιά, οι σκελετοί των ζώων, έδιναν την άλλη διάσταση στα πρόσωπα· εκείνη που διαπερνά το ανθρώπινο και τα εντάσσει στο μυθικό, το υψηλό και τραγικό.
Οι σκιές των ηθοποιών στη λευκή οθόνη, επιτυχία του Περικλή Μαυρίδου, μεγαλοποιούσαν το φαινόμενο κάνοντάς το να τείνει προς την ιδέα του μέσα στην περίσταση.
Ο από μηχανής θεός, το Λογείον, αναδείκνυαν τον ρόλο τους.
Όλα τα εξαρτήματα της σκηνής έτοιμα για το «περιώνυμο φονικό», όπως λέει ο Σεφέρης. Όλα για να μας βάλουν στην ατμόσφαιρα, να μας κάνουν κοινωνούς, συμπάσχοντες και αφανείς συμπρωταγωνιστές. Και μια παρατήρηση. Ξανακοιτάζοντας το αρχαίο κείμενο, δεν υπάρχει νύξη ομοφυλοφιλική, ανάμεσα στους δύο αντίμαχους. Στην παράσταση υπάρχει. Είναι μόδα.
Η ποιήτρια και Δρ Φιλολογίας Χρύσα Αλεξοπούλου (Ευριπίδης, Ο ποιητής του πάθους και των παθημάτων, εκδ. Πεδίο, 2018, σελ.142), στις ερμηνευτικές της προσεγγίσεις, παρατηρεί ότι η σκηνή της παρενδυσίας «έχει τελετουργικό χαρακτήρα γιατί μεταμορφώνει τον Πενθέα από βασιλιά σε θύμα εξιλαστήριο, από άνδρα σε γυναίκα και από άνθρωπο σε ζώο θυσίας», ενώ στην τελευταία φράση του Πενθέα –Αξίων μεν άπτομαι- (στχ. 970) σχολιάζει την κορύφωση της τραγικότητας, με την «αμφίσημη παραδοχή (του Πενθέα) που εμπεριέχει εν αγνοία του την αποδοχή της τιμωρίας του ως δικαίας». Τέλος, ο ποιητής «οδηγείται σε ένα συμπέρασμα που δίνει μία διέξοδο στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις καταξιώνοντας την ουσία της υπερβατικής απορίας:
Μάταιος κόπος να πιστεύουμε /πως έχει αξία να εξηγήσουμε / τι είναι θεός./ Αξία έχει ό,τι καθιερώνεται με το πέρασμα του χρόνου/ και ό,τι η φύση όρισε για πάντα» (σελ. 146).
Συμπεραίνουμε: Ο Ευριπίδης στον Ορέστη, θα συμφιλιώσει τις Ερινύες με τον αντίμαχο, θα συγκρατήσουν το μένος τους και όλα θα καταλήξουν σε συμφωνία. Στις Βάκχες, σαν να αναθεωρεί τις ιδέες του, θα βυθιστεί στην αρχαία ορμή, αποδεχόμενος τα πέραν του ορθολογισμού δίνοντας τη νίκη στο μένος του Διόνυσου, δίνοντας, δηλαδή, με αυτόν τον τρόπο τέλος στις στοχαστικές του αναζητήσεις. Θα καταλήξει πως δεν μπορούμε να ξέρουμε «τι είναι θεός». Εκείνο που μπορούμε και πρέπει να παραδεχτούμε είναι να αφήσουμε χώρο στο πέραν της λογικής άλογο. Η παράσταση μας επανέφερε στη σκέψη που έχει υποστηρίξει και η Ζακελίν ντε Ρομιγύ: Η τραγωδία μας βοηθάει να καταλάβουμε την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο της μοίρας του. Η καταφυγή στο ανορθολογικό, στα όνειρα, στις διαισθήσεις, στις αποκαλύψεις πρέπει να ενισχύσουν την κατανόησή μας. Δεν τα ερμηνεύει ο άνθρωπος όλα με τη λογική (Τι πιστεύω, μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου, Εκδ. Πατάκη, 2013).
Στους καιρούς που ζούμε οι Αρχαίοι μας εξακολουθούν να μας διδάσκουν…
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Συντελεστές
Μετάφραση Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία Έλενα Μαυρίδου
Μουσική Γιώργος Μαυρίδης
Σκηνικό – Κοστούμια Δήμητρα Λιάκουρα
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου Ευγενία Μπουρντά
Φωτισμοί Περικλής Μαθιέλλης
Επιμέλεια κίνησης Έλενα Μαυρίδου
Μάσκες – Γλυπτική : Αλέκος Μπουρελιάς – Archlabyrinth
Δραματολόγος Κατερίνα Διακουμοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη Πέτρος Αλαφούζος
Video Θωμάς Παλυβός
Φωτογραφίες Ηλίας Ντζόιδος – Ελίνα Γιουνανλή
Παραγωγή Νέα Εποχή
Διανομή
Διόνυσος Δημήτρης Λάλος
Κάδμος Θανάσης Δόβρης
Πενθέας Γιώργος Χριστοδούλου
Δούλος Στέργιος Κοντακιώτης
Τειρεσίας Βίκυ Βολιώτη
Άγγελος Γιώργος Τριανταφυλλίδης
Αγαύη Έλενα Μαυρίδου
Αγγελιοφόρος Β’ Δήμητρα Κούζα
Χορός
Κική Καραΐσκου, Δήμητρα Κούζα, Σοφία Κουλέρα, Χριστίνα Μαριάνου, Μαριάμ Ρουχάτζε
Μουσικοί επί Σκηνής
Γιώργος Μαυρίδης, Βασίλης Κόκλας