Η Ανθρώπινη κωμωδία είναι ο πίνακας της κοινωνίας
(Ονορέ ντε Μπαλζάκ)
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου μπαίνει βαθιά στα σκοτεινά, στ’ αθέατα της φύσης των πραγμάτων, όχι για να αναζητήσει το κάτι νέο, όπως ο Μπωντλέρ και όλοι οι ποιητές που έφτασαν στην άβυσσο του νου, αλλά αυτό που συμβαίνει τώρα, μπροστά στα μάτια μας. Αυτή τη φορά δεν θα αναπτύξει ποιητικά αλλά πεζά αυτό που τον απασχολεί και θα το κατανείμει σε ενότητες σαν να ήταν στροφές από ένα ποίημα. Και σαν να κάνει ένα κλικ πιο πέρα κάθε φορά από στροφή σε στροφή βλέπει κάτι ακόμα. Κάθε διήγημα και μια μικρή μαχαιριά.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα τα κείμενα παρουσιάζουν με ρεαλισμό την πληγή, άλλοτε γέρνοντας προς τον υπαινιγμό και άλλοτε προς στο λογικά παραδεκτό, άλλοτε με επιστημονική φαντασία και άλλοτε τρομαγμένος μπροστά στο φάσμα της φρικτής μελλοντολογίας.
Τα διηγήματα λοιπόν είναι επεισόδια της ζωής από τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ακόμα κι εκείνα που φαίνονται δημιουργήματα της φαντασίας. Σε όλα ο συγγραφέας θα δώσει τον χρόνο να αποδείξουν την κρυφή τους πλευρά. Ο χρόνος θα δείξει τι πραγματικά συμβαίνει.
Ένα κείμενο, όπως η Παρενέργεια, εμπνευσμένο από τον εγκλεισμό στη διάρκεια της καραντίνας, έβγαλε στον αφρό «μονομανείς», «μοναχικούς» και «τέλειους» που νόμιζαν πως βρέθηκαν στην «πιο καλή τους ώρα», μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης πλήθους τρελών, ψυχοπαθών, ακοινώνητων ή κοινωνικών, διαστρεβλωμένων, αποκλεισμένων, ελεύθερων και λανθασμένα ενημερωμένων πάνω στο τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε comme il faut. Ποιος ξέρει; Υπάρχει κανείς αλώβητος;
Το πηγάδι μας θυμίζει την παροιμία: Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι… Πρόκειται για μια εφιαλτική αλληγορία, με την οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να κεντρίσει την εφησυχασμένη συνείδηση του κοινού ανθρώπου και να συνειδητοποιήσει ότι ο εθισμός στο κακό οδηγεί σε μεγαλύτερο κακό. Στη σταδιακή στέρηση της ελευθερίας ή της ανάσας.
Το πηγάδι, που όλοι το ξέρουμε ως πηγή ζωής, εδώ είναι σύμβολο μεγάλης συμφοράς. Όποιος έπεσε στον πάτο δύσκολα βγαίνει ζωντανός είτε γιατί σκοτώνεται πέφτοντας είτε γιατί πνίγεται. Αν ζη, μια ελπίδα μόνο έχει ∙ να βγει. Οι δυστυχείς όμως του διηγήματος είναι ευτυχείς, επειδή στην περίπτωσή τους ισχύει «το μη χείρον βέλτιστον». Και αισθάνονται τυχεροί σαν εκείνους τους Κιμμέριους που λέει ο Όμηρος ότι ζούσαν στο σκοτάδι αγνοώντας την ύπαρξη του φωτός… Όσο για τον ζωοδότη ήλιο, αυτός αλλάζει, γίνεται καταστροφέας και φονιάς και «ολετήρας». «Θάνατος μέσα στους θανάτους», θα έλεγε ο Κ.Γ. Καρυωτάκης.
Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας έχει επηρεαστεί, λογοτεχνικά εννοώ, από τον 8ο Προφητικό Λόγο του Παλαμά, όπου η ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα, αφού πέσει στο πιο κάτου σκαλί… πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα … τότε θα ξυπνήσει και θα αισθανθεί να φυτρώνουν τα φτερά τα πρωτινά της τα μεγάλα. Χρειάζεται δηλαδή ένας θάνατος για να γίνει μια Ανάσταση. Ο Παλαμάς τα έγραφε αυτά το 1899, μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης. Δηλαδή μετά από μια εθνική καταστροφή. Ο συγγραφέας και ποιητής Βασίλης Παπαβασιλείου γράφει τώρα μπροστά σε μια οντολογική καταστροφή, η οποία συνίσταται στη μετάλλαξη που επιχειρείται στον άνθρωπο. Ο εχθρός του Παλαμά τότε ήταν σαφής: ο ξένος απέξω και ο ανίκανος από μέσα. Τώρα; Τώρα είναι η αόρατη απειλή δυνάμεων άγνωστων που δεν ξέρουμε πώς να τις αντιμετωπίσουμε. Ιοί φονικοί και πόλεμοι που δεν μας αφορούν, αλλά μας επηρεάζουν, μεταλλάξεις που αλλοιώνουν τους ανθρώπους και τους μετατρέπουν σε τι άραγε;
Ο Παπαβασιλείου έχει έναν τρόπο να παρουσιάζει το θέμα του. Όλα αρχίζουν κάπως ουδέτερα ή καλά, αλλά καταλήγουν άσχημα. Όλα τα χαιρόμαστε, αλλά μας παραφυλάει η αναποδιά, η αλήθεια που γερνάει και δείχνει πως ήταν ψέμα, θυμίζοντάς μας τον προβληματισμό του Καβάφη. Τι είναι αλήθεια και τι ψεύδος, Μήπως το ψεύδος είναι η αλήθεια που γέρασε;
Ποια είναι η αλήθεια εκείνου του «κακόμοιρου» που ο αναγνώστης είναι έτοιμος να τον λυπηθεί, όταν ένας εσωτερικός μονόλογος, που ποτέ δεν θα βγει στο φως, θα μας υποβάλει την σκέψη, τι μπορεί να είναι αυτός; αθώος ή ένοχος, ή κλέφτης ή ζητιάνος ή άστεγος ή αλλοδαπός απελπισμένος ή κακοποιό στοιχείο; Ποια η κρυφή του σκέψη που δεν θα μάθουμε ποτέ κι ούτε ο ίδιος θα ομολογήσει; Τι από όλα αυτά ισχύει; Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, λέει ο Πιραντέλο, όλα φλου, θολά και αδιέξοδα.
Ποια είν’ η αλήθεια, αναρωτιέται ο Γ. Σεφέρης.. Το φεγγάρι όλα τα αλλάζει.
Ποιος είναι ο Σαρδόνιος; Η λέξη Σαρδόνιο είναι χαρακτηρισμός γέλιου. Σαρδόνιο γέλιο, χαιρέκακο, μοχθηρό, σαρδάνιον μείδησε, είναι η φράση που συναντάμε στην Ὀδύσσεια. Η σαρδάνη ἡ πόα δὲ ἡ ὀλέθριος σελίνῳ
μέν ἐστιν ἐμφερής, τοῖς φαγοῦσι δὲ γελῶσιν ἐπιγίνεσθαι
τὴν τελευτὴν λέγουσιν. ἐπὶ τούτῳ δὲ Ὅμηρός τε καὶ οἱ
ἔπειτα ἄνθρωποι τὸν ἐπὶ οὐδενὶ ὑγιεῖ Σαρδάνιον γέλωτα
ὀνομάζουσι.
Το νησί είναι καθαρό και από δηλητηριώδη βότανα
που προκαλούν θάνατο, εκτός από ένα χόρτο· αυτό το φαρμακερό φυτό
μοιάζει με σέλινο, και λένε πως αυτοί που το τρώνε
οδηγούνται γελώντας στο θάνατο. Γι’ αυτό και ο Όμηρος
και οι μεταγενέστεροι ονομάζουν το γέλιο
που τίποτε καλό δεν κρύβει «Σαρδόνιο γέλιο».
Εδώ, ένα μωρό γεννιέται και αρχίζει να κλαίει. Όλοι χαίρονται, αλλά το μωρό δεν χαίρεται. Και τα πράγματα σοβαρεύουν, για τον αναγνώστη, γιατί μέσα στο χαρούμενο δωμάτιο, με τα χαρούμενα πρόσωπα, κάπου στη γωνιά, μια ύποπτη σκιά παραμονεύει. Σαν μια σκιά στο βάθος ενός πίνακα αμελητέα για την ώρα. Κι όμως αυτή η σκιά βρίσκεται σε όλες τις χαρές του σπιτιού. Στον πρώτο έρωτα, στο μωρό, στα βαφτίσια του, στον γάμο του· παρούσα σε όλα. Μα όταν στρογγυλεύει η ευτυχία και η καμπύλη του χρόνου πάει να κλείσει, να τος πάλι εκεί… ο βλοσυρός να χτυπιέται και να ξεκαρδίζεται στα γέλια… να ο σαρδόνιος γέλωτας.
Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο άγνωστος που γελάει έτσι; Μήπως είναι ο Άγγελος που, όπως λέει ο Ελύτης, κάπου εδώ γύρω πετά και μου κρατά το χέρι ή είναι ο αρχάγγελος με τη ρομφαία που περιμένει την ώρα από τη στιγμή που γεννήθηκα για να μου κόψει το νήμα της ζωής;
Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; Ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν αρκείται στο ευχάριστο που συμβαίνει τώρα… αλλά σπεύδει βραδέως… δηλαδή αργά αλλά σταθερά, και οδηγεί την αφήγηση στο πικρό τέλος… Κοιτάζει μακριά στο μέλλον και μας δείχνει τι θα απογίνει αυτό που σήμερα λάμπει. Το τέλος μου είναι στην αρχή μου, είπε ο Τ.Σ. Ελιοτ, η ζωή ολοκληρώνει τον κύκλο της, σαν τον ουροβόρο όφι που δαγκώνει την ουρά του. Κι έτσι μας αφήνει μια πικρή γεύση στα χείλη.
Και τώρα μερικά απλά ερωτήματα: Αλήθεια, τι απέγινε η όμορφη κοπέλα του πρώτου έρωτα και ποια είναι η άστεγη γριά του Εθνικού Κήπου; Είναι καλό ή κακό που μια δύστυχη γριούλα επέζησε στο γηροκομείο ή αποθετήριο ψυχών, μόνη με συντροφιά ζωντανή μόνο τα μυρμήγκια και τη νοσοκόμα με τη μυρμηγκοσκοτώστρα.
Κι εκείνος ο ιδανικός σύζυγος όχι ο Άγγλος αριστοκράτης του Όσκαρ Ουάιλντ βεβαίως, αλλά εκείνος που ήταν ελεύθερο πουλί, που από κανάρα σε κανάρα κελαηδούσε και γλεντούσε και τώρα από παράγραφο σε παράγραφο, από γραμμή σε γραμμή και από λέξη σε λέξη, ανεπαισθήτως, όπως λέει και ο Καβάφης, βρέθηκε απ’ όνειρό του έξω, όχι απλώς έξω αλλά με μια πόρτα που έκλεισε κατάμουτρα και με πολύ πάταγο πάνω στη ματαιοδοξία του.
Γιατί το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται και ο συγκεκριμένος είχε χτίσει πολύ ψηλά τη φωλιά, σαν σκέψη οξεία και κατακόρυφη, όση και ο οριζόντιος κόλαφος. Και βέβαια mutatis mutandis, μας θυμίζει και την «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» του Εμμανουήλ Ροΐδη, έργο του 1894. Η ικανοποίηση είναι τέλεια. Αν «στραμπουλήξουμε» λίγο τα πράγματα, βρισκόμαστε μπροστά στην ταινία Δελησταύρου και υιός…
Τα διηγήματα συνομιλούν με δώδεκα εικαστικά -πίνακες και γλυπτά- έργα μεγάλων εκπροσώπων της Τέχνης, Ελλήνων και ξένων. Πρόσωπα από αυτά τα έργα, παραπέμπουν σε πρόσωπα του κειμένου, δείχνοντας αφενός την αλληλεγγύη των καλών τεχνών αλλά και πόσο η Τέχνη και η πραγματικότητα έχουν πολλές ευκαιρίες για να δείξουν ότι είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Ο Παπαβασιλείου μεθοδικά, σαν όλα να είναι φυσιολογικά, μας λέει ότι ο άνθρωπος εκπαιδεύεται στον μιθριδατισμό του κακού, μαθαίνει να θεωρεί το αφύσικο φυσικό, να λέει «ευχαριστώ» και να μην παραπονιέται. Δοκιμασμένος ήδη ως ποιητής, τώρα αναδεικνύεται και κοινωνιολόγος, περιβαλλοντολόγος, ψυχολόγος, γράφει με πολλές ιδιότητες το βιβλίο του, με ποικίλες εμπειρίες και προβληματισμό, έχει γνώσεις, ευαισθησία και ταλέντο, γράφει ωραία και στρωτά, αλλά όχι εύκολα, με ευπρεπή γλώσσα την οποία «διανθίζει» με μερικές βωμολοχίες, έτσι για τη μόδα, μη μας πούνε πως δεν ξέρουμε πώς μιλάει ο κόσμος σήμερα. Ποιες λέξεις φέρνει στην επιφάνεια η οργή από τα συμβαίνοντα.
Συμπέρασμα: Το ένα διήγημα μοιάζει με επιστημονική φαντασία και με άγχωσε, το άλλο σαν στοχασμός πάνω στο τέλος της ζωής με επηρέασε, το πηγάδι με ψυχοπλάκωσε, η γηραιά κυρία με πίκρανε, ο ιδανικός σύζυγος στο τέλος με το γερό χαστούκι που «έφαγε» με διασκέδασε. Όλα, το καθένα στο είδος του, έδειξαν ποικιλίες των προβλημάτων της ζωής μας. Για να κάνω μια ακόμη διακειμενική σύνδεση, ο Βασίλης Παπαβασιλείου μας έδειξε την ανθρώπινη κωμωδία, όπως κάποτε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ που κάτω από τον τίτλο Ανθρώπινη κωμωδία στέγασε έργα ρεαλιστικά, ρομαντικά, κοινωνικά, φανταστικά και φιλοσοφικά. Εν γνώσει του ή όχι, ο Βασίλης Παπαβασιλείου πέτυχε το ανάλογο.
Ανθούλα Δανιήλ