Την αρχή έκανε ο Βασίλης Παπαβασιλείου με το μότο του :
Είπε το μήλο: «Μετά γίνομαι δέντρο∙ πρώτα σαπίζω»
*
Είπε ο Γιώργος Σεφέρης: «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή…Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει».
Είπε ο Οδυσσέας Ελύτης: «του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν/
οι νεκροί άνθη της αύριον»
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου έχει ξαναδοκιμάσει το είδος του «χάικου» (ο τόνος στην προπαραλήγουσα, μας ενημερώνουν πια). Ήταν με την Ενόραση, το 2016 που πρωτοεπιχείρησε και τώρα επανέρχεται με μια νέα σειρά, τα Στιγμιότυπα αφύπνισης, και με πολύ μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Πρόκειται για το νέο του βιβλίο, το 6ο στη σειρά. Οι ενότητες είναι τρεις, με την λιτή ελληνική αρίθμηση, Α΄ 18 «χάικου», Β΄ 90 και Γ΄ έξι. Υπότιτλος εντός αγκύλης [Του πολέμου].
Μπορεί κανείς να πει πώς αυτό το είδος που έρχεται από τη μακρινή Άπω Ανατολή, από την Ιαπωνία συγκεκριμένα , που έχει να κάνει με τη φύση και τον στοχασμό, με τη φιλοσοφία του Βουδισμού και του Ζεν, που δίνει μεγάλη σημασία στην αυστηρή πειθαρχία, τον αυτοέλεγχο και τον διαλογισμό, δεν πολυταιριάζει στην ελληνική ψυχοσύνθεση.
Βεβαίως, ο άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει τη φύση του νου και τη φύση των πραγμάτων. Το χάικου μεταφέρει την αίσθηση του αμετάβλητου μέσα στη διαρκή μεταβολή, όπως αρχικά το είχε θέσει ο Ματσούο Μπασό (1644–1694), όμως όλα τούτα δεν διαφέρουν πολύ από εκείνα που καθορίζουν την ανθρώπινη φύση του Ελληνα.
Το γιατί είναι προφανές. Η φιλοσοφία του χάικου στη βάση της είναι κοινή με την δική μας. Να θυμίσω την συνεχή μεταβολή των πάντων όπως την διατύπωσε ο Ηράκλειτος, καθώς και το αίτημα του Ιάπωνα στοχαστή να συλλάβει τη στιγμή και να την δώσει στην αιωνιότητα. Ο Οδυσσέας Ελύτης το έχει καταθέσει ως εξής: Να πιάσεις τη στιγμή και να της δώσεις διάρκεια.
Η φόρμα του είδους είναι γνωστή: τρεις στίχοι, με πέντε, επτά, πέντε συλλαβές. Σ’ αυτές τις 17 συλλαβές πρέπει να ειπωθεί το παν και με μια ανάσα.
Πρόκειται λοιπόν μια μια πολύ λιτή γραφή, για ένα κέντημα, μια ψιλοβελονιά ή, για να χρησιμοποιήσω από την ανάποδη ένα παράδειγμα του Γιώργου Βέη, το χάικου είναι σαν εκείνο το άθλημα Σούμο, όπου δύο αθλητές μέσα σε έναν συγκεκριμένο κύκλο, με συγκεκριμένες κινήσεις και σε συγκεκριμένο χρόνο πρέπει να ολοκληρώσουν τον αγώνα.
Στη χώρα μας, που όλα τα αφομοιώνει, ως και οι Φράγκοι θα ελληνέψουν λέει ο Ελύτης, συχνά παρατυπώντας στα αυστηρώς τυπικά, το χάικου ελληνοποιήθηκε και αφομοιώθηκε και –mutatis mutandis- μοιάζει με τον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο και λόγω λιτότητας με τα ελληνικά μας λιανοτράγουδα, τα αρχαία ελληνικά επιγράμματα κ.λπ. Τι δεκαεπτά συλλαβές, τι δεκαπέντε.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, έχω την αίσθηση πως έφτιαξε δύο ειδών χάικου. Την πρώτη ενότητα με ελληνοποιημένα και τις άλλες δύο αυθεντικά. Και εξηγώ με τη σειρά.
Στα πρώτα, δεν παρατηρεί τη φύση, δεν φιλοσοφεί πάνω στο Ζεν και άλλα συναφή της Απωανατολικής σκέψης, στοχάζεται όμως σοβαρά πάνω στα δραματικά τεκταινόμενα στη γη μας και στη ζωή μας. Συγκινείται και συγκλονίζεται από τη μεγάλη πληγή της εποχής μας –το προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα – και αυτό το αίσθημα της αδικίας που ο άνθρωπος είναι αδύναμος να διορθώσει, εκείνος, ως ποιητής, αναλαμβάνει με τον στίχο του να καταγγείλει.
Παραθέτω δείγματα:
Το προσφυγάκι/ έγινε πάλι παιδί∙ /μ’ ένα παγωτό
Μια κουτσή κούκλα / στεγνώνει στον κόρφο της/ χαροκαμένης
Στον καταυλισμό/ το χωλό κοριτσάκι / πρώτο στο κουτσό!
Νηστικός Σύρος /χάσκει μάταια εμπρός/ στα μικρόφωνα
Κλάμα νεοσσού /κ’ η ζωή επείγουσα / πάλι στο χοτ σποτ.
Με νερομπογιές/ φτιάχνουν ήλιους τα παιδιά/ βρέχει στις σκηνές
Κρατάει σφιχτά /το χέρι του διασώστη /το ορφανάκι
Ας πούμε πως με το πνεύμα ανήσυχο, μια εδώ και μια εκεί, με απορία, με δυστυχία, με τρυφερότητα, με ανθρωπιά, από κάθε χάικου, που είναι μια ματιά πόνου στάζει μια σταλαγματιά ελπίδας που υποφώσκει μέσα στη μαύρη απελπισία, αφού η ιστορία ντύθηκε Μοίρα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Άλλοι πεινάνε, άλλοι διψάνε, άλλοι σακατεύτηκαν, άλλοι ερημώθηκαν, οικογένειες διαλύθηκαν και το μέλλον τους είναι αβέβαιο. Εδώ η πραγματικότητα και ο Παπαβασιλείου μας θυμίζουν τον Γιάννη Ρίτσο που κάτω από άλλες συνθήκες, είχε κι εκείνος με τα δικά του μάτια καταγράψει παρόμοιες εικόνες συμφοράς:
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
…………………………………………………………………………………………………
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
Τέτοιοι είναι οι άνθρωποι που φτάνουν θαλασσοπνιγμένοι στην Ελλάδα.
Οι λαοί πληρώνουν τις τρέλες των δυνατών και οι ποιητές ψάλλουν τα πάθη. Όμως η ζωή συνεχίζεται
Μην κλαις, Αισέ, / στο κύμα κυλιέται, δες/ το φεγγάρι
Το φεγγάρι είναι και αυτό μια ελπίδα από ψηλά, με όποιο σημαινόμενο την θέλει ο καθένας, που μπορεί να μιλήσει μαζί του και να αφεθεί στην αυταπάτη κάποιας μεταφυσικής βοήθειας.
Στην Β΄ ενότητα, ο Παπαβασιλείου γίνεται, όπως είπαμε, πιο αυθεντικός στο ποιητικό είδος, γιατί τώρα πια το βλέμμα βρίσκει τον στόχο που εκ της φύσεώς του απαιτεί το χάικου∙ φεύγει στη φύση, τον γοητεύει ο ουρανός, τα χελιδόνια και οι φωλιές τους, η λόγχη του ήλιου που ματώνει το δείλι
βροχερό δείλι∙/ τα σύννεφα ματώνει/ μια λόγχη του ήλιου
πόσο κοντά βρισκόμαστε σε εκείνο το ράμφος του Ανδρέα Εμπειρίκου
… η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
Ενώ ο Ελύτης μας έχει δώσει την ανάλογη εικόνα
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.
Μπορεί οι στιγμές να είναι άλλης διάθεσης από ποιητή σε ποιητή, η εικόνα όμως είναι ίδια και λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα.
Ο ήλιος σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχει την ιδιότητα εκείνου που αφαιρεί ζωή, ενώ είναι και αυτός που τη δίνει. Οι ποιητές αξιοποιούν ο κάθενας με τον τρόπο του το ίδιο μοτίβο της λόχης ή του ράμφους που την υποκαθιστά, σε ρόλους αρνητικούς. Όμως στη φύση όλα είναι φυσιολογικά.
Σ’ αυτήν την ενότητα συχνά απουσιάζουν οι άνθρωποι. Ωστόσο, η φύση μόνη της είναι ένα σχολείο που διδάσκει στον παρατηρητή της ότι όλα λειτουργούν και σε ένα άλλο επίπεδο και όλα αποκτούν ένα άλλο νόημα που υπερβαίνει κατά πολύ το προφανές:
Οκτάβες ανθών∙/ αντίστιξη της τρίλιας / η αμυγδαλιά
Μ’ εκπληρωμένους / όρκους και προσδοκίες / πέφτει το φύλλο
Μια χαρά και μια πίκρα μαζί. Οι αντινομίες της ζωής ούτως ή άλλως έτσι έχουν και δεν αλλάζουν. Κι εδώ ποιος δεν μπορεί να αναγνωρίσει την κρυμμένη εικόνα του Ομήρου «οίαπερ φύλλων γενεή…τοιάδε και ανδρών». Η ζωή των ανθρώπων είναι σαν τη ζωή των φύλλων. Τα φύλλα πέφτουν, ενώ γεννιούνται άλλα στα δέντρα. Έτσι και οι άνθρωποι πεθαίνουν και γίνονται το λίπασμα για τις επόμενες γενιές. Έτσι και το μότο της συλλογής με το μήλο που σαπίζει έρχεται να κουμπώσει στο φύλλο που πέφτει.
Το χάικου που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στον φίλο ποιητή Γ. Βέη :
Πριν το λιόγερμα/ απ’ των βράχων τον ίσκιο/ μπαίνει η νύχτα
Πιστεύω πως ήταν τα Βράχια –η ποιητική συλλογή του Βέη- που υποστήριξαν την αφιέρωση. Οι βράχοι, το λιόγερμα, ο ίσκιος και η νύχτα έβαλαν τον Παπαβασιλείου σε περισυλλογή.
Επειδή ο Παπαβασιλείου έχει και μουσική παιδεία, δεν παραλείπει να υπαινιχθεί, ενώ για αλλού προορίζει τον σπόρο του, έναν αθέατο Debussy που μελοποιεί τα ίχνη στο χιόνι- Des pas sur la neige στο ακόλουθο χάικου:
Ίχνη στο χιόνι∙ / αθέατος διάκοσμος/ τα ελαφάκια
Και γιατί ελαφάκια και όχι λυκάκια ή κάτι άλλο; Γιατί είναι προφανές ότι τα ελαφάκια ποτέ δεν επιτίθενται, κινδυνεύουν όμως στο δάσος από τους κυνηγούς, όπως τα προσφυγάκια ή τα όποια μεταναστοπουλάκια. Και γιατί είναι αθέατα; Επειδή έχουν κρυφτεί ή μήπως … αλλά, όχι, ας μην προχωρήσει η σκέψη σε κάτι χειρότερο.
Και η συλλογή αποθησαυρισμάτων συνεχίζεται. Άλλοτε είναι ο σπίνος που ξαγρυπνά, άλλοτε ο σολομός που το γλεντά, άλλοτε ο ποιητής που ρωτά: Ποια ραψωδία/ κιθαρίζει ο Γαρμπής; Άρπα τα στάχυια !
Και εδώ μια ταινία του Κεν Λοουτς, ο Άνεμος χορεύει το κριθάρι, The Wind That Shakes the Barley, έρχεται να μας θυμίσει έναν πρόσφατο οδυνηρό, μακροχρόνιο, αιματηρό, εμφύλιο. Η
Ταφή σκαθαριού∙/ την εκφορά εκτελεί/ πομπή μυρμηγκιών
αφήνει σαφέστατο μήνυμα της φύσης και της κατάληξης όποιου ό,τι κι αν υπήρξε∙ λίπασμα για τις μέλλουσες γενιές θα γίνει. Τροφή για τα σκουλήκια, αν δεν φοβόμαστε να το πούμε πιο ωμά.
Πορφυρή αυγή∙/ ξεθωρο το φεγγάρι / και οι όρκοι του
Κι εκεί που πας να πάρεις μια ανάσα ομορφιάς και ρομαντικότητας, η γέννηση της μέρας σκοτώνει τη νύχτα και κάθε πίστη σε ό,τι στο φεγγάρι οξομολογήθηκε.
Κι όταν η μια ανεβαίνει το άλλο κατεβαίνει, αυτή είναι η φύση των παργμάτων, αυτή η οδός του Ηράκλειτου: άνω και κάτω οδός μία και ωϋτή∙ ίδια.
Στη χωματερή /σήκωσε μπαϊράκι /μια παπαρούνα
Σίγουρα από κάποιο γραπτό του Ελύτη ξέφυγε αυτή, μόνο που Εκείνος την αποκαλεί «φανατικιά» παπαρούνα.
Τελικά η ενότητα Β΄ ήταν απολύτως συμβατή με την αρχική φύση του χάικου και ο Παπαβασιλείου την υπηρέτησε πολύ σωστά, τρυφερά, και υπαινικτικά στα τυπικά της, αλλά και στα ουσιαστικά της, συστατικά. Θα έλεγα πως ξεπέρασε κάθε προσδοκία και ελληνική συνήθεια.
Τέλος στην ενότητα Γ΄, όλα πολύ καλά δουλεμένα, με την ίδια κομψότητα και υπαινικτικότητα φροντισμένα. Θα ξαναχρησιμοποιήσω τη λέξη «τρυφερά» γιατί νομίζω πως αυτά τα χάικου είναι σαν μικρά παιδιά που ο ποιητής τα γέννησε με πολλή αγάπη και μας τα προσφέρει με πολλή αγάπη, σαν αντίδωρο καρδιάς, ιδανική προσφορά και πίκρα συνάμα, ένα μείγμα από ύλη και χαρά, ομορφιά και ακύρωση για όσα δεν γίνονται στον κόσμο για να αποφύγουμε τα κακά που συμβαίνουν:
Βυθός η λύπη∙/ πεφταστέρια φωτίζουν / τα ναυάγια
Φέγγει η νύχτα / με των σημαινομένων / τις λαμπηδόνες
Κι έτσι μοιάζει σαν να ήρθε η αρχή να βρει το τέλος της.
Το βιβλίο μοιάζει με κομψοτέχνημα. Κάθε σελίδα έχει τρία χάικου, και ένα μεγάλο κενό για να αναπνέουν. Είναι ωραίο το χαρτί, το διακοσμητικό διαχωριστικό μοτίβο ανάμεσα στα συνθέματα και μια ωραία βεντάλια μισάνοιχτη στο εξώφυλλο, με γιαπωνέζικα ιχνογραφήματα στα στελέχη της, κομψά, μισοκρυμμένα, σαν τα νοήματα των ποιημάτων.
Τα Στιγμιότυπα αφύπνισης του Βασίλη Παπαβασιλείου ταρακούνησαν και το μυαλό και την καρδιά μας, γιατί μπορεί η τέχνη να ωραιοποιεί, η πραγματικότητα όμως παραμονεύει φριχτή.