Ο παράδεισος για τον άνθρωπο έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, γι’ αυτό όταν του δοθεί η ευκαιρία, ψάχνει να βρει τα υποκατάστατά του. Κι ένα τέτοιο, ίσως και το εμβληματικότερο όλων, είναι οι Κυκλάδες. Δεν είναι τυχαίο που μέσα στο Άξιον Εστί του Ελύτη τα νησιά έχουν εξέχουσα θέση. Και η Άνδρος, που είναι και ο τόπος δράσης του βιβλίου, τιμάται με ειδική αναφορά στους καταλόγους του Μικρού ναυτίλου.
Και φυσικά, κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί την Άνδρο χωρίς τον Ανδρέα Εμπειρίκο που την ύμνησε:
«Δεν είναι ανάγκη πλέον να κρυφθώ / Είμαι στην Άνδρο». «Κρατώ στο χέρι μου ένα κογχύλι και λέγω μέσα μου Άνδρος-Υδρούσα. [. . .] Είμαι ταξιδευτής και επιστροφεύς. Φέρνω στην Άνδρο το παιδί μου. Το όνομά του είναι Λεωνίδας. Είναι γερό και πράο. Η ημέρα είναι πανηγυρική. Ο ήλιος λάμπει. Ο αήρ μυρίζει από ανθούς πορτοκαλιάς και λεμονιάς. Το πέλαγος φρικιά. Κορυδαλλοί διασχίζουν τον αιθέρα. Η νήσος αγάλλεται. Η καρδιά μου σκιρτά. Εις την ψυχήν μου τρίζουν και ηχούν βοερά πτερά μεγάλων αρχαγγέλων. Αίφνης από τα σπλάχνα μου ανέρχεται μία φωνή και μέσα σε φως απόλυτον κραυγάζω.: “Άνδρος-Υδρούσα, Χαίρε!”».
Με αυτή την ενθουσιαστική περιγραφή θα μπορούσε να αρχίζει κάθε κείμενο για την Άνδρο. Ίσως και με το άλλο, το προεπαναστατικό, γνωστό και παροιμιώδες Αν σ’ αρέσει μπάρμπα Λάμπρο ξαναπέρασ’ απ’ την Άνδρο, το οποίο αναφέρεται στο ιστορικό παρελθόν του νησιού. Και τα δύο αυτά αποσπάσματα, αν και φαίνονται άσχετα, καθόλου δεν είναι τέτοια. Γιατί στο πρώτο ο ποιητής μας δίνει τη φυσιογνωμία του νησιού, με τους ανέμους που τους βλέπει σαν αρχαγγέλους, τις μυρωδιές από τα δέντρα, τα πουλιά, τα νερά. Το δεύτερο μας θυμίζει μια ατυχή ιστορική στιγμή. Το συν του τόπου και το πλην της ιστορίας που συναντώνται σε κάθε τόπο άλλωστε.
Η Βίλια Χατζοπούλου, με σπουδές στα Παιδαγωγικά και στο Θέατρο, σκηνοθετεί και διδάσκει. Έχει γράψει έργα τα οποία ανέβηκαν στη σκηνή· στο θέατρο Αμόρε, στο Εθνικό Θέατρο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο θέατρο Πορεία, στο Θέατρο Τέχνης, στο Scrow Theater, στο Άλφα. Έχει τιμηθεί με το Α΄ Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το έργο της Η Γαλάζια Νο. Έχει ακόμα εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Ακούω την καρδιά του παίχτη, από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Στα παραπάνω θαυμαστά προστίθεται τώρα και το πολυσέλιδο μυθιστόρημά της Κυκλάδες, από τις πάντοτε επιμελημένες εκδόσεις Κάπα Εκδοτική.
Στο κέντρο της αφήγησης είναι το νησί της Άνδρου. Οι Κυκλάδες είναι νησιά που διαγράφουν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της Δήλου, στο Αιγαίο, και όλα όσα θα δούμε στην αφήγηση θα κάνουν τον δικό τους κύκλο, τον κύκλο της ζωής με ό,τι αυτή συμπαρασύρει. Τίποτα, βεβαίως από όσα ήδη καταθέσαμε για την Άνδρο δεν θα βρούμε στο μυθιστόρημα. Αν αφαιρέσουμε τον τίτλο, ή την αναφορά στην Άνδρο, όλα τα άλλα χαρακτηριστικά είναι κοινά στα ελληνικά νησιά και ειδικά στις Κυκλάδες. Πάντα η άκρη της στεριάς μπαινοβγαίνει στη θάλασσα και πάντα οι άνθρωποι και το τοπίο βρίσκονται σε συνεχή αναμέτρηση. Αναμέτρηση με το άγριο και βραχώδες, με τους ανέμους που πνέουν οι μισοί ενάντια στους άλλους μισούς, την ερημιά, την έλλειψη, τη στέγνια.
Τόπος ιδανικός, ωστόσο, για όποιον επιθυμεί την απομόνωση, την ηρεμία και την θρυλούμενη επιστροφή στη φύση. Πρόκειται δηλαδή, για απείκασμα επί της γης, αντίγραφο δηλαδή της ιδέας του παραδείσου, ως αντίβαρο του άλλου που εξέλιπε δια παντός. Ο παράδεισος αυτός, βράχος ξερός, χωρίς νερά και κήπους, διαθέτει τον Αδάμ και την Εύα του, και για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, τον Μανώλη και την Ιωάννα του, οι οποίοι καταφθάνουν εκεί με μηχανή, σάκους, τέντα και αντίσκηνο, για να απολαύσουν σαν πρωτόπλαστοι, την ουσία της ζωής μακριά από το θορυβώδες τουριστικό πλήθος, ως άνθρωποι «φυσικοί» που θα έλεγε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εννοώντας άνθρωποι αγνοί και αθώοι.
Όμως, όπως κάθε παράδεισος έχει και τον όφι του, έτσι και εδώ ένα νεόδμητο σπίτι με απέραντη ουρά μαντρότοιχου έφραξε την παραλία όπου το ζευγάρι της ιστορίας κατασκηνώνει κατ’ έθος κάθε καλοκαίρι. Η αντίδρασή τους είναι δυσάρεστη. Το σπίτι γίνεται ο εισβολέας στον παράδεισό τους, παραβιάζει την ιδιωτικότητα που τους παρείχε ο βράχος, αλλά και σε ένα ακόμα παραπέρα επίπεδο είναι η αλλοίωση του τοπίου από την κακώς εννοούμενη τουριστική αξιοποίηση.
Το παράταιρο σπίτι στην κορυφή του βράχου, που υπερήφανο υψώθηκε, μοιάζει με επιβλητική βίγλα βενετσιάνικου φρουρίου, κατακυριεύοντας την ακτή και επισκοπώντας «ως πέρα στο μυριστικό πέλαγος, ατελεύτητα», που θα έλεγε κάτω από άλλες συνθήκες ο Οδυσσέας Ελύτης.
Όμως και ο καιρός σαν προπομπός των δυσάρεστων εκπλήξεων έχει προηγηθεί με μια ραγδαία βροχή τελείως απρόσμενη για Ιούνιο μήνα. Κυρίως όμως είναι οι «εισβολείς» που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ είναι το θέμα· η Μάγια και ο Μο. Ο Μο πάσχει από λευχαιμία και υποφέρει, ήρθε στον παράδεισο για να αποδυναμώσει κάπως το μαρτύριο της κόλασής του.
Ο Μο είναι Γάλλος με αραβικές ρίζες, σημαντικός άνθρωπος των Γραμμάτων και της Τέχνης, θεατρικός συγγραφέας, πολιτικοποιημένος, ταλαιπωρημένος Παλαιστίνιος, που έχει φυλακιστεί και τώρα στα 47 του ετοιμάζεται να «φύγει». Πριν όμως «φύγει», ένα συνεργείο έρχεται από το Παρίσι, να του πάρει συνέντευξη και να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του.
Ο Μο θα μιλήσει για τη ζωή του, τα οικογενειακά, τις διώξεις, τη φυλακή, το θέατρο, θα αφηγηθεί κάποιες από τις πιο σπαρακτικές του ιστορίες και επειδή αισθάνεται τον θάνατο που τον πλησιάζει, βιάζεται να τα πει όλα και να ξεκαθαρίσει το τοπίο : «Φτιάχνω τις διαθήκες μου. Και μόλις τώρα κατάλαβα πως δεν θα προλάβω να τις ολοκληρώσω… Οι ιστορίες που σας λέω θα σωθούν και τα έργα που έγραψα θα παίζονται». Μιλάει για το θέατρο και για τον μυθικό ήρωα Προμηθέα, θυμάται όλα τα αποσπάσματα του έργου, ταυτίζεται μαζί του: «ο Προμηθέας έγινε ο ήρωάς μου. Χάρη σ’ αυτόν κατανόησα τη λέξη θυσία και, προχωρώντας μελέτησα και την έννοια της αυτοθυσίας».
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Προμηθέας αλυσοδέθηκε πάνω στον βράχο επειδή βοήθησε τους ανθρώπους και τούτο το στοιχείο κάνει τον Μο αλληλέγγυο και ομοιοπαθή, αφού και ο ίδιος είναι δεμένος πάνω στον δικό του βράχο με τα δεσμά της αρρώστιας του και όχι μόνο.
Ο καιρός στις Κυκλάδες αλλάζει γρήγορα. «Η μετάβαση γίνεται απότομα, σαν το άλμα των ευκίνητων ζώων. Τα ανεμίσματα κυκλώνουν τα νησιά. Αυτός ο τόπος δεν είναι στεριά. Οι Κυκλάδες είναι γρήγορα καράβια που κινούνται πάνω στην πορεία του αέρα. Στις Κυκλάδες κυριαρχεί το παρόν του ανέμου…». Και, όπως ο καιρός είναι ευμετάβολος έτσι μεταβάλλονται και οι διαθέσεις με συνέπεια να δοκιμάζονται οι σχέσεις. Οι χαρακτήρες θα αποκαλυφθούν, ενώ στην παραλία θα ξετυλιχθούν όλοι οι άνεμοι, από κάθε πλευρά του Αιγαίου και με κάθε ένταση, θα κυκλώσουν την Κυκλάδα-Άνδρο, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί, που θα φέρουν στην επιφάνεια στοιχεία της ζωής και των χαρακτήρων των ηρώων ένθεν και ένθεν.
Το νησί φλέγεται κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, αλλά οι άνεμοι που το δέρνουν φέρνουν την ισορροπία, όπως και οι ανθρώπινες ψυχές στο δικό τους πεδίο, φλέγονται και ανεμοδέρνονται, κινούνται στον ρυθμό του ήλιου και των ανέμων που έτσι κι αλλιώς οδηγούν στη φθορά και στον θάνατο.
Η Βίλια Χατζοπούλου έγραψε ένα κείμενο συλλέγοντας περιστατικά της ζωής που η ίδια έζησε ή διάβασε ή σκέφτηκε ή επινόησε σε μια στιγμή δημιουργική στην καλλιτεχνική της ζωή. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που της προσφέρει η τέχνη της. Σκηνοθέτησε τον χώρο, έστησε τους ηθοποιούς, ισορρόπησε πάνω στις αντιθέσεις, αντιμετώπισε τις αντιφάσεις, περιέγραψε και σκιαγράφησε τους χαρακτήρες, έφερε εξέλιξη και ανατροπή, όπως συμβαίνει σε όλα στη ζωή.
Τα πάντα ρει και ουδέν μένει… Όλα αλλάζουν και τίποτα δεν μένει σταθερό, είναι νόμος της φύσης, διατυπωμένος από τον αρχαίο Ηράκλειτο, ενώ πάντα μια τραυματισμένη σαύρα ή εκείνος ο σκελετός ενός κατσικιού στα βράχια θα μας θυμίζει ότι ένα κατάξερο υπόλοιπο έχουμε να αφήσουμε πάνω σ’ αυτόν τον βράχο που λέγεται γη- Ελλάδα-Κυκλάδες- Άνδρος. Εικόνα εμβληματική από την αρχή του έργου που έρχεται να μας θυμίσει πόσο περαστικοί είμαστε από αυτό τον κόσμο, ότι ο θάνατος είναι μια φυσική διαδοχή της ζωής και καμιά ιδιοκτησία δεν έχουμε πουθενά. Ο Γιώργος Σεφέρης, με τον τρόπο του μας μιλάει για το «στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα» ή για το «άδειο θηκάρι τζίτζικα σε κούφιο δέντρο», αναπαράγοντας την ιδέα του τίποτα που απομένει από κάθε πράγμα ή άνθρωπο. Ένα μόνο παραμένει άφθαρτο και θυμίζει το πέρασμά μας και αυτό είναι το έργο· ό,τι έχει ήδη καταγραφεί μόνο.
Και ο Μό; Πώς απαντά σ’ αυτήν την πρόκληση; Έχει ήδη απαντήσει με το έργο του αλλά όταν φτάνει στην υστεροφημία, τότε θα ήθελε οι άνθρωποι να τον θυμούνται με το σώμα του, τη ζωντανή φωνή του, το αίμα του που ρητορεύει στις φλέβες του, γιατί το αγαθό της ζωής είναι πρώτο.
Από άποψη τεχνικής, η Βίλια Χατζοπούλου αξιοποίησε όλα τα μέσα που της παρέχει η τέχνη της. Μας έδωσε περιγραφές του άγριου τοπίου ως το ανάλογο των εσωτερικών συγκρούσεων. Έδειξε πως η οικονομική ισχύς -είτε σπίτι έχεις είτε αντίσκηνο- καμιά διαφορά δεν έχει και δεν σε προστατεύουν οι τοίχοι περισσότερο από τις τέντες όταν φυσήξουν βίαια οι άνεμοι της ανθρώπινης μοίρας, όταν αρχίσουν οι κυριολεκτικές ή οι μεταφορικές κατολισθήσεις. Έπαιξε πολύ καλά με τη διαλεκτική τη ζωής, θέση- σύνθεση- αντίθεση και πάλι θέση, για να πιάσει το νήμα από την αρχή, αφού η ζωή πάντα συνεχίζεται παρά την όποια απώλεια. Έπαιξε επίσης με τη μοναχικότητα και τον κοσμοπολιτισμό, έστησε καλά το συν και το πλην της ζωής ένα καλοκαίρι στην Άνδρο. Στις Κυκλάδες της συγκέντρωσε όλα τα ετερόκλητα, όσα χωράει μια ζωή. Την εξέλιξή της, τις αλλαξοκαιριές της, τις ανατροπές, το απρόσμενο και τον επαναπροσδιορισμό. Με αφήγηση στρωτή και απλή και ματιά διεισδυτική μπήκε στη μέσα επιφάνεια του πράγματος και έδειξε τη δύναμη ή την αδυναμία της εσωτερικής αντίστασης.
Μια παρατήρηση που δεν πρέπει να μας διαφύγει είναι το ότι η δράση τοποθετείται κυρίως στην άκρη της στεριάς και στην άκρη της θάλασσας, εκεί που τα αντίθετα ενώνονται και δεν ξέρουμε ποιο τελειώνει και ποιο αρχίζει «ταξιδευτής και επιστροφεύς», μας είπε από την αρχή ο Εμπειρίκος. Είναι ο χώρος μιας αέναης συναλλαγής μεταξύ της ζωής και του θανάτου, τέλους και αρχής, όπως πολύ καλά μας έχει ήδη προετοιμάσει ο Πολ Βαλερύ στο Cimetière Marin, το Παραθαλάσσιο νεκροταφείο του …
Η Βίλια Χατζοπούλου τελειώνει με δημιουργική σύνθεση τη δαιδαλική σύμπλεξη των πάντων στο βιβλίο της και με μια θετική ματιά στη ζωή. Μπορεί όλα τα αλλάζουν και να ανατρέπονται, τα ζευγάρια να χωρίζουν λόγω θανάτου ή διαφωνιών, όλα όμως συνεχίζονται:
Το νησί φλέγεται από τον καυτό ήλιο και ισορροπεί σε δυνατό αέρα. Αν μένεις έξω γυμνός, μπορεί να γίνει θάνατος. Όμως, πάντα θα γίνεται ζωή καλή.
Ανθούλα Δανιήλ