Ο Walter Puchner γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αγάπησε όμως τη χώρα μας και έζησε εδώ τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Είναι μία πολυσχιδής προσωπικότητα. Επίτιμος και Ομότιμος Καθηγητής Θεατρολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και συνιδρυτής του Τμήματος, παρασημοφορημένο μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, σε άλλα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, έγραψε πάνω από 100 βιβλία, 500 μελετήματα και 1000 περίπου βιβλιοκρισίες με θέμα το ελληνικό και βαλκανικό θέατρο, την ελληνική και συγκριτική λαογραφία, τις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές, τη θεωρία θεάτρου και δράματος. Φυσικά γράφει και ποίηση.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, περιλαμβάνει ό,τι λέει ο τίτλος του –150 Χάικου και Τάνκα– με τη διευκρίνιση «Ασκήσεις στην αυστηρή μορφή», εφόσον τα δύο αυτά ξένα είδη ποιητικής έχουν αυστηρή μορφή∙ το χάικου πρέπει να ολοκληρώσει μέσα σε δεκαεπτά συλλαβές την ιστορία του, 5-7-5, ενώ το τάνκα είναι ένα εκτεταμένο χάικου στο οποίο έχουν προστεθεί δύο επτασύλλαβοι στίχοι, σαν να λέμε χάικου με επιμύθιο, 5-7-5/ 7-7. Ο Κωνσταντίνος Μπούρας αποκαλεί το σύνθεμα ευθέως «Διαλογισμός Ζεν εν εξελίξει», έτσι το παραθέτει και ο Πούχνερ την έρευνά του στα χάικου μιας ευρύτερης παραγωγής ανάμεσα στους Νεοέλληνες.
Στο βιβλίο προηγούνται τα χάικου, ακολουθούν τα τάνκα –μεταφρασμένα όλα στα γερμανικά, οπότε οι γερμανομαθείς θα τα απολάυσουν και στην άλλη γλώσσα- και έπειτα ακολουθεί ένα πολύ κατατοπιστικό μελέτημα πάνω στην ουσία και τη φιλοσοφία αυτών των μικρών ποιημάτων, καθώς και ποια είναι η τύχη τους στον δυτικό κόσμο και ειδικά στην Ελλάδα.
Αναδομώντας το υλικό, αρχίζω να μελετώ το μέρος της θεωρίας. Στα ενδιάμεσα θα σπέρνω ποιήματα σαν γέφυρες και σαν ανακουφιστικά ιντερμέδια στην πρόζα μου.
Στη θεωρία, λοιπόν, ο Πούχνερ βάζει τα πράγματα στη σωστή τους θέση, παίρνοντας αφορμή από την υπερπληθώρα της παραγωγής χάικου, αφού τα τελευταία χρόνια βομβαρδίζεται η βιβλιαγορά με εκδόσεις χάικου (λες και ενέσκηψε ο ιός των χάικου). Όπως μας διαβεβαιώνει ο Πούχνερ, το ελληνικό χάικου καμία σχέση δεν έχει με τη φιλοσοφία του Ζεν, ενώ οι πάμπολλες μελέτες μιλούν για ένα αυτόνομο είδος που καμία σχέση δεν έχει με το ιαπωνικό, απλώς εμπνεύστηκαν από το αλλότριο και εποίησαν το δικό τους. Κι όταν «η αρχική παρεξήγηση εδραιωθεί, γίνεται δεδομένο».
Έτσι, η απωανατολίτικη διάθεση, ο μινιμαλισμός εκείνος, ο οποίος από αλλού ξεκίνησε κι αλλού έριξε τον σπόρο του, στην Ελλάδα ρίζωσε με διακριτό το διαφοροποιημένο αποτέλεσμα, αλλά ποιος νοιάζεται!
Συμπέρασμα: Η ελληνική παραγωγή περιορίστηκε σε φορμαλιστικά στοιχεία∙ τήρησε δηλαδή τη μορφή με τις δεκαεπτά συλλαβές, παρακάμπτοντας την ουσία, δηλαδή το περιεχόμενο. Θεωρείται εύκολο είδος. Ο χαρακτήρας του χάικου είναι αντιδιανοητικός, είναι το σατόρι, η στιγμιαία αφύπνιση (άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του, λέει ο Σολωμός), είναι ο τελικός στόχος των διαλογισμών του Ζεν. Δεν είναι η ανάδειξη ενός υψηλού νοήματος. Το μινιμαλιστικό αυτό είδος δεν σημαίνει κάτι, απλώς είναι. Μια ελάχιστη νύξη για την αλήθεια των πραγμάτων:
Μυαλό χωρίς / στροφές αλλά με πολύ/ κενό αέρα.
Το χάικου πρέπει σύμφωνα με το σκεπτικό του δημιουργού του να αποδώσει μέσα στις δεκαεπτά συλλαβές του τη φευγαλέα στιγμή, με αφορμή την «νεκρή φύση».
Η προσδοκία/ είναι αρκετές φορές / ο εχθρός της στιγμής
Εδώ ο ποιητής Πούχνερ σκέφτεται τη στιγμή που περνά και χάνεται. Βεβαίως δεν ανακάλυψαν οι Ιάπωνες τη φευγαλέα στιγμή και τη δύναμη της σκέψης, αφού πάντα ρει πάντα χωρεί και ουδέν μένει, μας είπε ο Ηράκλειτος, και αυτό το «ρει» στο φευγαλέο κατατείνει. Το να συλλάβει κανείς και να διατυπώσει την αστραπιαία λάμψη του νου (άρπαξε τη στιγμή, άδραξε τη μέρα, carpe diem) το είπαν κι άλλοι, αλλά ο καθείς και τα όπλα του, καθώς λέει ο Έλληνας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Που σημαίνει: όπως μπορεί ο καθένας με όποιο ταλέντο, κατά περίσταση, ποιεί. Μόνο που η φιλοσοφία Ζεν δεν μας ταιριάζει καλά και σώνει, αν και στο βάθος βάθος όλα επικοινωνούν… Άλλωστε, η Ελλάδα έχει τη δύναμη να ελληνοποιεί καθετί ξένο. Οι αρχαίοι Έλληνες, όσο κι αν ακούγεται κοινότοπο ή σωβινιστικό, πώς να το κάνουμε, τα είπαν όλα.
Πολλά είπαμε∙/ τα υπόλοιπα ας τα πει /σιωπή λαλέουσα
Το κακό που μας/ βρήκε, δεν το βρίσκουμε /και τόσο κακό.
(με άλλα λόγια, ουδέν κακόν αμιγές καλού)
Μην πεις: αυτό/ είναι το χειρότερο∙/ δεν ξέρεις ποτέ
(κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον, στο «αόρατον» βρίσκεται το κλειδί του μέλλοντός μας).
Το είδος, λέει ο Πούχνερ, άλλαξε στην Ιαπωνία, πριν και μετά τον 17ο αιώνα και μέχρι σήμερα. Αποδεικνύει δηλαδή την ηρακλειτική ιδέα της συνεχούς αλλαγής, όμως στη Δύση πέρασε μόνο το κωδικοποιημένο σχήμα του, το οποίο, ωστόσο, «δεν ανταποκρίνεται στη διαφοροποιημένη υπόσταση του λογοτεχνικού είδους στην ίδια την Ιαπωνία». «Οι συλλαβές των δυτικών γλωσσών (και της ελληνικής) δεν αντιστοιχούν σε κάτι που να υπάρχει στο μετρικό σχήμα της ιαπωνικής συλλαβογραφίας. Ο δυναμικός τονισμός, η αλληλουχία δηλαδή τονισμένων και άτονων συλλαβών που χαρακτηρίζει τα ελληνικά, απουσιάζει από τα ιαπωνικά, όπου όλα διαβάζονται ισοπεδωτικά.
Οι συνθήκες για το χάικου είναι τρεις: πότε, πού και τι πρέπει να περιέχει. Οπωσδήποτε τη λέξη «εποχή», και τη λέξη «τομή», ένα ειδικό ιαπωνικό συλλαβογράφημα το οποίο, στη Δύση, αποδίδεται με τη στίξη.
Ο Πούχνερ θα φέρει παραδείγματα με ηχητικές αποδόσεις μιας λέξης π.χ. από τα ρωσικά και πώς ακούγεται στα ιαπωνικά. Τα παραδείγματα θα μας πείσουν πως είμαστε μακριά και από τον τύπο του είδους και ας νομίζουμε πως τηρώντας το 5-7-5 γράφουμε χάικου. Αυτά ως προς τη μορφή.
Μερικές καλές /στιγμές∙ και αίφνης μετά/ ο ταχυδρόμος
και ο «ταχυδρόμος» έφερε το νέο πως το ελληνικό χάικου έχει πνεύμα και εκεί είναι που σκοντάφτει με το ιαπωνικό, γιατί το χάικου είναι συνδεδεμένο με τη φιλοσοφία του Ζεν εντός και εκτός Βουδισμού, η οποία δεν ξεκλειδώνεται εύκολα για τον δυτικό κόσμο.
Λένε, ο χρόνος / γιατρεύει, μα δε λένε/ πόσο πληγώνει.
Θα παρατεθούν οι απόψεις Ελλήνων μελετητών και μελετητριών, αλλά ας σταθούμε στον Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος τόνιζε ότι η δυτική διανόηση «διαβρέχει το καθετί με νόημα», με τις μεθοδολογίες της ερμηνείας, τις τεχνικές του συμβόλου και του διαλογισμού –
Χαριτωμένα / τα μικρά, τα μεγάλα / χώρο πιάνουν –
της μεταφοράς και του συλλογισμού, πράγματα ξένα για τη σύνθεση του παραδοσιακού χάικου.
Για να βρεις θέση/ στον ήλιο πρέπει πρώτα /να την φτιάξεις
λέει ο Πούχνερ
Το χάικου είναι η έκφραση του βιώματος «του ακαριαίου της στιγμής», λέει ο Σεφέρης. Σήμερα πάντως με τις πολιτισμικές προσμίξεις «το πρότυπο της αφομοίωσης δεν παραμένει αναλλοίωτο», ώστε συχνά δεν είναι άλλο από «φορμαλιστικές ασκήσεις στη μινιμαλιστική ποιητική έκφραση».
Ονειρεύονται οι θεοί/ και οι άνθρωποι γράφουν /τις μυθολογίες
Η περίπτωση Σεφέρη είναι ξεχωριστή, εφόσον δεν τηρεί ακριβώς το σχήμα 5-7-5, υπολογίζει και τις συνιζήσεις, δεν στέκεται στη λέξη εποχής και τομής, ούτε στη φιλοσοφία του Ζεν, απλώς χρησιμοποιεί το είδος σαν «στιχουργική άσκηση για τη μινιμαλιστική έκφραση στην ποίησή του», όπως έχει κάνει και με άλλα ποιητικά είδη. Εν τέλει ο Σεφέρης κράτησε μόνο στο σχήμα, και το συμπέρασμα γενικώς είναι ότι έτσι συνέβη και σε άλλες χώρες. Υπάρχει και η περίπτωση του ποιητή, μεταφραστή Λειβαδά με διεθνή καριέρα, ο οποίος, αντίθετα από το ρεύμα, επιμένει στη διδασκαλία του Ζεν και αδιαφορεί για τη μορφή.
Και φτάνουμε στο τάνκα. Ό,τι ισχύει για το χάικου, γράφει ο Πούχνερ, ισχύει και για το τάνκα, με τη διαφορά πως το τάνκα έχει επιπλέον τους δύο επτασύλλαβους στίχους του σαν αντίστιξη στο χάικου.
Λεπτό λεπίδι/ η ειρωνεία∙ θέλει/ ακριβείς χειρισμούς.
Κόβεσαι εύκολα συ,/ όταν πονάς τον άλλον
Οι Έλληνες, για να επανέλθουμε, σκέφτονται ελληνικά, νιώθουν ελληνικά και χρησιμοποιούν τα ιαπωνικά για το σχήμα. Με άλλα λόγια φόρεσαν ράσα, αλλά τα ράσα δεν κάνουν τον παπά (δικό μου το παράδειγμα) και τούτο διότι ο δυτικός άνθρωπος ενδιαφέρεται για το Γιατί και το Πώς, άρα δεν μπορεί να φτάσει στο Ζεν. Δεν του ταιριάζει. Θέλει να κυριαρχήσει τον κόσμο και η φιλοσοφία του Ζεν είναι αδιανόητη
Το σώμα ξέρει/ τη δουλειά του∙ αργά το/ πνεύμα μαθαίνει,
Το τι μπορείς να / βαστάξεις δεν το ξέρει/ ούτε ο θεός
Όλα έχουν δύο / όψεις συχνά ακόμα /περισσότερες
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το Επίμετρο, όπου ο συγγραφέας δίνει βιβλιογραφικές παραπομπές, συνοψίζει και καταλήγει στο ότι το χάικου, όπως έχει διαδοθεί παγκοσμίως είναι μια αυτόνομη κατασκευή που απλώς εμπνεύστηκε από το ιαπωνικό χάικου.
Και (είναι πολλά εδώ που παρεμβάλλονται) φτάνω στο ότι οι ιδέες θέλουν χώρο, ελευθερία, λεκτικό ένδυμα χωρίς κορσέδες και συλλαβομετρήματα γι’ αυτό ο Βάλτερ Πούχνερ μας χαρίζει μερικά «πεντάχορδα» και ιδού ένα :
Χαμήλωσε ο φωτισμός / το σύμπαν ανοίγεται/ είναι καιρός αγαπητοί
Τα σαρκία να πλαγιάσουν / να πλησιάσουν οι ψυχές
……………………………………..
Καλό δρόμο να έχει!
Τελικά και ο Βάλτερ πράττει σαν Έλληνας. Τήρησε τη μορφή, και στα χάικου και στα τάνκα, αλλά έβαλε πνεύμα ελληνικό, ευρωπαϊκό στους στίχους του. Δεν αρκέστηκε στη στιγμή αλλά της έδωσε διάσταση κι έστειλε το πνεύμα του ψηλά να συναντήσει την πηγή του, όχι στο Ζεν και τον Βουδισμό, αλλά στο φως το ελληνικό που έκανε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου, όπως είπε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Με την όλη επεξεργασία και τη λεπτομερή εμβριθή μελέτη του είδους, ο Βάλτερ Πούχνερ έριξε φως στη θολή κατάσταση γύρω από τη φιλοσοφία του Ζεν και του Βουδισμού, ερμήνευσε τη σχέση του με άλλα ελληνικά είδη -επίγραμμα, γνωμικό, απόφθεγμα, αφορισμό, μαντινάδα, παροιμία, ρητό- μας έδειξε, μας θύμισε, μας είπε πως πολλά εύχυμα καρποφόρα ευδοκιμούν στην αυλή μας. Και τέλος τέλος, δεν έχουμε ανάγκη να φορέσουμε κανέναν κορσέ για να εκφράσουμε ό,τι αισθάνεται η ψυχή μας. Και τα ποιήματα και η μελέτη μας έδωσαν αέρα για μια πλατιά ανάσα και μια ακόμα περισσότερο πιο πλατιά ματιά για να σκεφτόμαστε τον κόσμο και το προκλητικό άγνωστο……
Ανθούλα Δανιήλ
της μεταφοράς και του συλλογισμού, πράγματα ξένα για τη σύνθεση του παραδοσιακού χάικου.
Για να βρεις θέση/ στον ήλιο πρέπει πρώτα /να την φτιάξεις
Το χάικου είναι η έκφραση του βιώματος «του ακαριαίου της στιγμής», λέει ο Σεφέρης. Σήμερα πάντως με τις πολιτισμικές προσμήξεις «το πρότυπο της αφομοίωσης δεν παραμένει αναλλοίωτο», ώστε συχνά να μην είναι άλλο από «φορμαλιστικές ασκήσεις στη μινιμαλιστική ποιητική έκφραση».
Ονειρεύονται οι θεοί/ και οι άνθρωποι γράφουν /τις μυθολογίες
Η περίπτωση Σεφέρη είναι ξεχωριστή, εφόσον δεν τηρεί ακριβώς το σχήμα 5-7-5, υπολογίζει και τις συνιζήσεις, δεν στέκεται στη λέξη εποχής και τομής, ούτε στη φιλοσοφία του Ζεν, απλώς χρησιμοποιεί το είδος σαν «στιχουργική άσκηση για τη μινιμαλιστική έκφραση στην ποίησή του», όπως έχει κάνει και με άλλα ποιητικά είδη. Εν τέλει ο Σεφέρης κράτησε μόνο στο σχήμα και το συμπέρασμα γενικώς είναι ότι έτσι έγινε και σε άλλες χώρες. Υπάρχει και η περίπτωση του ποιητή, μεταφραστή Λειβαδά με διεθνή καριέρα, ο οποίος, αντίθετα από το ρεύμα, επιμένει στη διδασκαλία του Ζεν και αδιαφορεί για τη μορφή.
Ό,τι ισχύει για το χάικου, ισχύει και για το τάνκα, με τη διαφορά πως το τάνκα έχει επιπλέον τους δύο επτασύλλαβους στίχους του σαν αντίστιξη στο χάικου.
Λεπτό λεπίδι/ η ειρωνεία∙ θέλει/ ακριβείς χειρισμούς.
Κόβεσαι εύκολα συ,/ όταν πονάς τον άλλον
Οι Έλληνες, για να επανέλθουμε, σκέφτονται ελληνικά, νιώθουν ελληνικά και χρησιμοποιούν τα ιαπωνικά για το σχήμα. Με άλλα λόγια τρώνε σούσι όπου στα φύκια έχουν τυλίξει σαλάμι, ή αλλιώς φόρεσαν ράσα, αλλά τα ράσα δεν κάνουν τον παπά (δικά μου τα παραδείγματα).
Ο δυτικός άνθρωπος ενδιαφέρεται για το Γιατί και το Πώς. Δεν μπορεί να φτάσει στο Ζεν. Δεν του ταιριάζει. Θέλει να κυριαρχήσει τον κόσμο και η φιλοσοφία του Ζεν είναι αδιανόητη
Το σώμα ξέρει/ τη δουλειά του∙ αργά το/ πνεύμα μαθαίνει,
Το τι μπορείς να / βαστάξεις δεν το ξέρει/ ούτε ο θεός
Όλα έχουν δύο / όψεις συχνά ακόμα /περισσότερες
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με Επίμετρο, όπου ο συγγραφέας δίνει βιβλιογραφικές παραπομπές, συνοψίζει και κατασταλλάζει στο ότι το χάικου, όπως έχει διαδοθεί παγκοσμίως είναι μια αυτόνομη κατασκευή που απλώς εμπνεύστηκε από το ιαπωνικό χάικου.
Κι επειδή (είναι πολλά εδώ που παρεμβάλλονται) οι ιδέες θέλουν χώρο, ελευθερία, λεκτικό ένδυμα χωρίς κορσέδες και συλλαβομετρήματα γι’ αυτό ο Βάλτερ Πούχνερ μας χαρίζει μερικά «πεντάχορδα» και ιδού ένα :
Χαμήλωσε ο φωτισμός / το σύμπαν ανοίγεται/ είναι καιρός αγαπητοί
Τα σαρκία να πλαγιάσουν / να πλησιάσουν οι ψυχές
……………………………………..
Καλό δρόμο να έχει!
Τελικά και ο Βάλτερ πράττει σαν Έλληνας. Τήρησε τη μορφή, και στα χάικου και στα τάνκα, αλλά έβαλε πνεύμα ελληνικό, ευρωπαϊκό στους στίχους του. Δεν αρκέστηκε στη στιγμή αλλά της έδωσε διάσταση κι έστειλε το πνεύμα του ψηλά να συναντήσει την πηγή του, όχι στο Ζεν και τον Βουδισμό, αλλά στο φως το ελληνικό που έκανε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου, όπως είπε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Με την όλη επεξεργασία και τη λεπτομερή εμβριθή μελέτη του είδους, ο Βάλτερ Πούχνερ έριξε φως στη θολή κατάσταση γύρω από τη φιλοσοφία του Ζεν και του Βουδισμού, ερμήνευσε τη σχέση του με άλλα ελληνικά είδη -επίγραμμα, γνωμικό, απόφθεγμα, αφορισμό, μαντινάδα, παροιμία, ρητό- μας έδειξε, μας θύμισε, μας είπε πως πολλά εύχυμα καρποφόρα ευδοκιμούν στην αυλή μας. Και τέλος τέλος, δεν έχουμε ανάγκη να φορέσουμε κανέναν κορσέ για να εκφράσουμε ό,τι αισθάνεται η ψυχή μας. Και τα ποιήματα και η μελέτη μας έδωσαν αέρα για μια πλατιά ανάσα και μια ακόμα περισσότερο πιο πλατιά ματιά για να σκεφτόμαστε τον κόσμο και το προκλητικό άγνωστο……
Ανθούλα Δανιήλ