You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: William Shakespeare, Ο Βασιλιάς Ληρ.  Εισαγωγή-Μετάφραση Διονύσης Καψάλης. Εκδ. ΑΓΡΑ 2020

Ανθούλα Δανιήλ: William Shakespeare, Ο Βασιλιάς Ληρ. Εισαγωγή-Μετάφραση Διονύσης Καψάλης. Εκδ. ΑΓΡΑ 2020

Το εξώφυλλο του βιβλίου μας μεταφέρει στα 1608, όταν εκδίδεται Ο Βασιλιάς Ληρ του William Shakespeare με την εξής αναγραφή στο εξώφυλλο:

  1. Willian Shak-Speare:

His

True Chronicle History of  the life and

death of King  L e a r   and his three

Daughters

 

Υπάρχουν ακόμα πολλές πληροφορίες στο εξώφυλλο της έκδοσης Quarto, 1608 σαν να θέλει να δώσει  την ανάπτυξη του τίτλου για να προσελκύσει τον αναγνώστη  ή τον θεατή του έργου. Αυτά για τον αναγνώστη της εποχής γιατί για μας είναι θεία επικοινωνία και μεταφορά!

Ο μεταφραστής και ποιητής Διονύσης Καψάλης που γράφει και την εμπεριστατωμένη Εισαγωγή, μας δίνει όλες τις πληροφορίες γύρω από τη γέννηση του έργου∙ υποθέσεις, σκέψεις και σχόλια των κατά καιρούς μελετητών.

Μας ενημερώνει, λοιπόν, ο Καψάλης: Πότε ακριβώς γράφτηκε το έργο δεν είναι γνωστό. Παρουσιάστηκε στη βασιλική αυλή το 1605 αλλά μάλλον είχε γραφτεί  και παρασταθεί από πιο πριν. Άλλοι το τοποθετούν στα 1606, λίγο μετά τον Οθέλο και λίγο πριν τον Μάκβεθ και το Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Εν ολίγοις, μέσα σε δυο τρία χρόνια ο Σαίξπηρ έγραψε τέσσερα πολύ σημαντικά έργα. Αν ο Λήρ, επειδή ξαναδουλεύτηκε, ανήκει στο 1610, τότε ανήκει στα έργα με το «ύστερο ύφος», ήτοι το διακρίνει στιβαρή ποίηση, ποικιλία και εύρος της ανθρώπινης εμπειρίας, μέγεθος των συναισθημάτων και το αδυσώπητο τέλος, για το οποίο οι μελετητές το κατατάσσουν στα σκοτεινότερα και πιο ανήσυχα έργα που γράφτηκαν για το θέατρο.

Στο έργο διαδραματίζονται οι πιο μεγάλες  αντιθέσεις∙ σκηνές σε παλάτια,  σε καλύβες και ερημότοπους, με βασιλείς και ζητιάνους, άρχοντες και υπηρέτες, γνωστικούς και τρελούς, ήτοι με μια τεράστια γκάμα χαρακτήρων και συναισθημάτων, αιφνίδιες εναλλαγές, έρωτες και μίση, άγριες διαθέσεις, ψυχική και σωματική βία, φόνους, οργή, αποστροφή,  σύγκρουση, καταλλαγή. Είναι ένα έργο, στο οποίο η φαντασία του Σαίξπηρ ξεπέρασε κατά πολύ τις θεατρικές δυνατότητες της εποχής.  Ένα έργο με άλλα λόγια δύσκολο να παρασταθεί ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα.

Παράδειγμα αποτελεί το δραματικό βάρος της τρικυμίας που απλώνεται σε πέντε σκηνές και μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να τιμήσει, όπως έχει πει ο Ώντεν. Ο Καψάλης θα συνδέσει τον τυφλό Γκλώστερ που προσπαθεί να αυτοκτονήσει με τον Χαμ και τον Κλοβ στο Περιμένοντας τον Γκοντό.

(Να θυμίσω στο έργο Ο Αμπιγέρ /The Dresser, ο Sir  δεν μένει ικανοποιημένος από τη σκηνή της τρικυμίας, στον Βασιλιά Ληρ, παρά την εξουθενωτική προσπάθεια των επιφορτισμένων με την επιτυχία της,  σχολιάζοντας ενδοκειμενικά τη σκηνική δυσκολία).

Γενικώς, οι  κριτικές είναι υπερενθουσιαστικές. Ο Σουίμπερν θεωρεί τον Βασιλιά Ληρ το πιο αισχύλειο, «ωκεάνειο» και τιτάνιο έργο. Άλλοι το διασκευάζουν και άλλοι το αλλάζουν∙ η Κονρδέλια π.χ. δεν πεθαίνει, ο τρελός απαλείφεται,  οι κακοί τιμωρούνται, οι καλοί ανταμείβονται. Επέρχεται κατά κάποιον τρόπο η αναμενόμενη κάθαρση. Ο Σαίξπηρ όμως δεν την επιλέγει.

Στο θέμα μας τώρα. Ο βασιλιάς διαιρεί το βασίλειό του στα τρία, πράγμα που σημαίνει έριδες και διχόνοιες, πολιτικές και θρησκευτικές. Ο Τρελός, σημαντικότατος ρόλος σε όλο το σαιξπηρικό έργο, «παραδίδει μαθήματα κοινού νου αλλά και πολιτικής φιλοσοφίας στον βασιλιά του, που ήδη παραπαίει», εφόσον τα εδάφη δεν μπορούν να διαιρεθούν και η βασιλική εξουσία είναι εξ ορισμού αδιαίρετη, οπότε η γεωγραφία πολιτικοποιείται και το σπέρμα του κακού αναδύεται ήδη από την αρχή του έργου.

Η λέξη «Αγγλία» είχε εμφανίζεται  224 φορές στα ελισαβετιανά έργα του Σαίξπηρ και 132 φορές η λέξη «Άγγλος»,  ενώ στα ιακωβινικά η λέξη «Αγγλία» μόνο 21 φορές. Η λέξη «Βρετανία» μπαίνει στον Βασιλιά Ληρ επί Ιακώβου και δύο φορές στα ελισαβετινά … Υπάρχει δηλαδή μια στροφή από την αγγλικότητα στη βρετανικότητα, την οποία ο Καψάλης τεκμηριώνει με τις μετρήσεις του. Ακόμα, οι τίτλοι Δούκας  του Ώλμπανυ ή της Κορνουάλης είναι τίτλοι των γιών του Ιακώβου.

Στο έργο αφομοιώνονται και άλλοι απόηχοι της εποχής, όπως η «συνωμοσία της Πυρίτιδας», δηλαδή η απόπειρα μιας ομάδας καθολικών να  δολοφονήσουν τον Ιάκωβο για να επιβληθεί η καθολική πίστη στο βασίλειο. Ο Σαίξπηρ, πάντα από την Εισαγωγή του Καψάλη, είχε την ικανότητα να συμφύρει ιστορίες παλιές με επικαιρικά γεγονότα, όπως συνέβη με το θέμα του Ληρ. Όσον αφορά την πολιτική  ανατροπή ο Σαίξπηρ ήξερε πως μόνο με μηχανισμούς βίας επιτυγχάνεται η αλλαγή του καθεστώτος, οπότε δεν είναι απόλυτα σαφής για το αν ο σφετερισμός της εξουσίας είναι πράξη κακή. Αντιθέτως, είναι ειρωνικός με ό,τι αφορά την πολιτική,  φιλόσοφος της ανθρώπινης κατάστασης και ανελέητος με την εξουσία. Επειδή ενδιαφέρεται να αναδείξει την ανθρώπινη ποικιλία, δημιουργεί 1378 ομιλούντες ρόλους. Αυτός ήταν ο λόγος που κατά τον Κόλεριτζ ήταν «ανήρ μυριόνους».

Ο Καψάλης  βυθίζεται στα θέματα του έργου, εξετάζει τις λεπτομέρειες, βάζει τον ήρωά του να επικαλείται τις καταστροφικές δυνάμεις της φύσης, να εκδικηθούν την υποκρισία του νόμου και την κοινωνική αδικία, αντιλαμβάνεται καλύτερα τώρα, όντας τυφλός, εκείνα που δεν έβλεπε όταν ήταν στην εξουσία. Η σκηνή της καταιγίδας αναλογεί στην ψυχική του ταραχή. Η σεξουαλική πράξη του είναι απωθητική. Η αγάπη, η πίστη και η υπακοή των παιδιών προς τον πατέρα υποχρεωτική. Ο μακιαβελικός, μηχνορράφος Έντμοντ – ο χειρότερος Κακός μετά τον Ιάγο- είναι οπαδός της ακραίας πολιτικής βουλησιαρχίας που ομολογεί πίστη στο δίκαιο του δυνατού, έτοιμος να εξοντώσει τον πατέρα και την αδελφή, ανατρέποντας όλες τις καθιερωμένες αξίες:

Έλα κοντά μου, λοχαγέ. Πάρε αυτό/ και ακολούθησέ τους  ως τη φυλακή./ Έναν  βαθμό προήχθης. Κι αν ακολουθήσεις / ό,τι σου γράφω στο χαρτί, θα βρεις στρωμένο/  το δρόμο σου. Ένα να ξέρεις: Ο καιρός/ κάνει τον άνθρωπο. Στο ξίφος δεν αρμόζουν / οι καλοσύνες […]/ Έκρινα σκόπιμο τον γέρο βασιλέα/ να θέσω υπό περιορισμό…./ Φυλάκισα μαζί του  για τους ίδιους λόγους,/ και τη βασίλισσα, και είναι και οι δύο/ έτοιμοι, αύριο ή όποτε θελήσεις,/ να προσαχθούν σε δίκη….

Όμως όντας ετοιμοθάνατος ο  Ένμοντ θέλει κάποιο καλό να κάνει στο τέλος της ζωής του, αλλά η μεν Κορδέλια είναι ήδη  νεκρή και η λίγη ζωή που έχει απομείνει στον Ληρ είναι η τραγικότερη.

Ο Καψάλης εδώ βρίσκει την αρχή της Έρημης χώρας του Ελιοτ, ενώ  ο Τζων Κέρριγκαν δεν μπορεί παρά να συνδέσει τον Ληρ με τον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Στα πολύ ασυνήθιστα ανήκει η συσχέτηση του έργου με  τη μουσική, η παρατήρηση του Καψάλη ότι με τον στίχο never never never never never, πέντε φορές το ίδιο επίρρημα, «η ιαμβική αγωγή της τραγωδίας αναχαιτίζεται, ανακόπτεται βίαια και  μεταπίπτει στο ρυθμικά αντίθετό της, τον τροχαίο∙ στο σημείο όπου κορυφώνεται ο ψυχικός αγώνας του Ληρ». Κι ακόμα «Ο μεγαλοφυής αυτός στίχος καταγράφει, στο βαθύτερο στρώμα της σαιξπηρικής ηχοποιίας, την παλίνδρομη κίνηση ενός πάσχοντος ψυχισμού αντιμέτωπου με το ανεπίστροφο γεγονός του θανάτου». Ο Κέρμοντ, που τη σκέψη του μας μεταφέρει ο Καψάλης, μας δίνει την καλύτερη περιγραφή αυτού του ανασχετικού μηχανισμού: «Στον Βασιλιά Ληρ όλα κατατείνουν προς μια  λύση που δεν έρχεται∙ ακόμα και ο προσωπικός του θάνατος, για τον Ληρ, καθυστερείται τρομαχτικά». Ο Τρελός, που λειτουργούσε σαν τη σωκρατική αλογόμυγα,  εξαφανίζεται στην Τρίτη Πράξη γιατί ο Βασιλιάς είναι τώρα πλέον ο ίδιος τρελός.

Ο Ληρ λέει ότι απαρνιέται όλα όσα έχει αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Για ό,τι προσφέρει απαιτεί σε ίσο βαθμό ανταπόκριση και υποταγή. Κι έτσι το έργο συνδέει τη γνώση με τον πόνο, το «πάθος, μάθος», όπως μας δίδαξε ήδη από την αρχαιότητα ο Σοφοκλής με τον Οιδίποδα.

Αντιγράφω από τη Δεύτερη Πράξη την 3η Σκηνή, όπου ο Έντγαρ, κυνηγημένος από τους διώκτες του, κουρελιασμένος και λασπωμένος, κρυμμένος στο σχήμα του ζητιάνου,  μονολογεί:

 

Με επικύρηξαν – και θα ’χα συλληφθεί /αν δεν βρισκόταν η κουφάλα ενός δέντρου/να με γλιτώσει μόλις από τους διώκτες μου./Λιμάνι, πύλη, δεν υπάρχει πια για μένα,/μέρος κανένα που να μη επαγρυπνούν / για να με πιάσουν. Αλλά όσο τους ξεφεύγω, / μπορώ και σώζομαι∙ και σκέφτηκα να λάβω /το πλέον άθλιο, ευτελισμένο σχήμα  / […]/ Με λασπωμένο πρόσωπο, ένα κουρέλι …/τη γύμνια  μου επιδεικνύω …/

Βλέπω εκείνουςτους ζητιάνους  των ασύλων/δήθεν παράφρονες που […]/ . με προσευχές και ασυνάρτητες κατάρες/ το έλεος εκβιάζουν. Λυπηθείτε,/τον θεοπάλαβο Θωμά. Αυτό θα είναι/κάτι: Εγώ, ο Έντγκαρ τίποτα δεν είμαι. /

 

Με άλμα της σκέψης μέγα, θα έλεγα πως ο ήρωας του ποιήματος του Καβάφη «Ας φρόντιζαν» -«Κατάντησα σχεδόν ανέστιος και πένης»-  έχει εδώ, στου Ένταγρ τα πάθη, την αρχή του, για να περιγράψει όμως έναν ακριβώς αντίθετο χαρακτήρα.

Το έργο μεταφράστηκε μετά από παραγγελία του Γιώργου Λαζάνη και παραστάσθηκε στο Θέταρο Τέχνης για πρώτη φορά στις 16 Δεκεμβρίου 1999, σε σκηνοθεσία του Λαζάνη και με τον ίδιο στον ρόλο του Ληρ, έναν ρόλο με τον οποίο τελείωσε τη θεατρική του καριέρα.

Ο Διονύσης Καψάλης θεωρεί τιμή του αυτή τη μετάφραση και την παράσταση. Κι εμείς συγχαίρουμε από τη δική μας εποχή για το αποτέλεσμα.  Με τα λόγια του, «Ο Βασιλιάς Ληρ αφήνει πίσω του μια ηθική ερημία, μια έρημη χώρα απορφανεμένη… η νομιμότητα της  εξουσίας  θα παραμείνει πρόβλημα ανοιχτό πληγή, μολονότι τα αισθήματα που εκφραματίστηκαν … δεν έχουν χάσει τίποτε από το αμφίσημο κύρος τους στις ανθρώπινες σχέσεις»… κι εδώ ακριβώς στο «αμφίσημο κύρος» είναι ο κόμπος.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.