Κοκκινοσκουφίτσα
Σ’ εκείνα τα τοπία συνήθως χιόνιζε.
Εγώ ήμουν κορίτσι.
Κάποιοι με μπέρδευαν με τουλίπα
—ή με αηδόνι·
κι εγώ ήμουν περήφανη για τις μεταμορφώσεις μου.
Μια μέρα, το κόκκινο σκουφάκι μου
βυθίστηκε στη λάσπη.
Άρχισα να το ψάχνω
όπως κάνουν με τ’ αγνοούμενα ζώα,
θυσιάζοντας τα καλύτερα χρόνια του παραμυθιού μου.
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει.
Οι νιφάδες άρχισαν ν’ αλλάζουν υφή·
έγιναν σκληρές — σαν χάπια.
Τώρα —όταν δεν με σκεπάζουν—
ανοίγω το στόμα
και τις αφήνω να λιώνουν μέσα μου.
***