Ευχάριστη έκπληξη προκαλεί το νέο βιβλίο της Χριστίνας Αργυροπούλου που εκδόθηκε πριν από λίγες μέρες από τον εκδοτικό οίκο Έναστρον με τίτλο «Τοπία μνήμης- Η ζωή ως αφήγηση αφηγήσεων-Εγώ και ο κόσμος μου». Η Χριστίνα Αργυροπούλου, έχοντας εντρυφήσει στον κόσμο της λογοτεχνίας και της γλώσσας, μας έχει προσφέρει μέχρι τώρα πολύτιμα συγγράμματα για τη λειτουργία της γλώσσας στην ποίηση και στη λογοτεχνία, για τον Όμηρο και τον Καζαντζάκη, αλλά και δικές της ποιητικές συλλογές. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτού του βιβλίου αποφασίζει να θέσει τον εαυτό της σε μια μεγάλη δοκιμασία: να προχωρήσει σε μια ενδοσκόπηση και να αντιμετωπίσει τον ίδιο της τον εαυτό μέσα στον χρόνο και στον χώρο, να ανασύρει μνήμες ευχάριστες αλλά και οδυνηρές, να σταχυολογήσει εικόνες, εμπειρίες και βιώματα που καθόρισαν τη στάση της απέναντι στον εαυτό της και τον κόσμο, να ξεκλειδώσει συναισθήματα διυλίζοντάς τα από οτιδήποτε θα διαστρέβλωνε την πραγματικότητα. Ως άνθρωπος «πολύτροπος» βλέπει, παρατηρεί, οσφραίνεται, στοχάζεται, πάσχει, κατανοεί, αξιολογεί, ενεργεί, αναζητά και όλα αυτά με μια διερευνητική ματιά. Και όμως το έργο αυτό δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα και να ενταχθεί σε ένα γραμματειακό είδος. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κατεξοχήν αυτοβιογραφικό κείμενο.
Αφορμή της συγγραφής αυτού του κειμένου ήταν ο αναγκαστικός εγκλεισμός λόγω της πανδημίας. Αυτή η δύσκολη για όλους περίοδος την οδήγησε σε μια κατάδυση στην εσωτερικότητα προς αναζήτηση στηριγμάτων σε μια ρευστή και επώδυνη πραγματικότητα. Καταφεύγει, λοιπόν, σε τοπία μνήμης ως μια ανάγκη επικοινωνίας με το «εικονοστάσι» ανθρώπων που γνώρισε, όπως γράφει η ίδια, και με αλλοτινές μορφές ζωής που φαντάζουν απόμακρες και ίσως ξένες.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε μέρη. Το πρώτο μέρος με τίτλο « Τοπία μνήμης, η ζωή ως αφήγηση αφηγήσεων» περιγράφει την πορεία της μέσα στον χρόνο και τον χώρο τη μεταπολεμική περίοδο. Η αφήγηση ξεκινά από το χωριό Σκούρα της Αχαΐας στο οποίο μεγάλωσε, περιγράφει την καθημερινή ζωή των κατοίκων, τις ομορφιές της φύσης, τα παιχνίδια των παιδιών, τις καθημερινές δυσκολίες για την ικανοποίηση βασικών αναγκών, τα σχολικά χρόνια, τη φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα επισημαίνοντας τα πρόσωπα, συγγενικά και μη, που καθόρισαν τη σκέψη της. Το μέρος αυτό κλείνει με τον διορισμό της ως φιλολόγου στα Καλάβρυτα και την εκπαιδευτική εξέλιξή της στη συνέχεια. Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Οι τέσσερις εποχές με τις αντίστοιχες εργασίες και τα έθιμα στο χωριό, οι δύσκολες δεκαετίες, η οικογένεια και οι λοιποί συγγενείς». Στα κεφάλαια αυτά αναφέρεται σε εργασίες, ήθη και έθιμα των κατοίκων του χωριού της, που συνδέονταν με την αντίστοιχη εποχή, θρύλους, μύθους και παραδόσεις, τελετουργίες που δεν ξενίζουν. Ο αναγνώστης από οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας μπορεί να ανασύρει στη μνήμη του ανάλογες δραστηριότητες. Προβάλλεται μια άλλη αντίληψη του χρόνου των κατοίκων των αγροτικών περιοχών που τη βρίσκουμε και στην Αρχαία Ελλάδα και αναδεικνύεται ο άνθρωπος μέσα από τη σχέση του με τη φύση, τη θάλασσα, τη γλώσσα του και τον τρόπο ζωής του, ενώ επισημαίνεται η επίδραση που άσκησαν σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Τα κεφάλαια πλούσια σε λαογραφικά στοιχεία προκαλούν έντονο ενδιαφέρον, αλλά οδηγούν αναπόφευκτα και σε συγκρίσεις με τον σύγχρονο πολιτισμό. Άνθρωποι και φύση σε αγαστή συνεργασία. Με φαντασία, δημιουργικότητα και συνεργασία καθώς έχουν μια διαφορετική αντίληψη της κοινότητας οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινή ζωή τους στις εργασίες, στις γιορτές, στην επιβίωση αλλά και στον θάνατο. Και παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν δεν παύουν να ονειρεύονται, να σχεδιάζουν το μέλλον τους. Και σ’ αυτό το σημείο γίνεται η μετάβαση από το «Εγώ» στο «Εμείς», από το αυτοβιογραφικό, το ατομικό στο καθολικό.
Η Χριστίνα Αργυροπούλου διαμορφώνει την προσωπικότητά της στη δύσκολη εικοσαετία 1950-1970 που χαρακτηρίζεται από οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις. Η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, η δικτατορία του 1967 και οι κοινωνικές ανακατατάξεις διαμορφώνουν ένα άλλο πλαίσιο ζωής. Πρόσωπα αγαπημένα στέκονται στο πλάι της. Το τρίτο μέρος υποδιαιρείται σε δυο ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφιερώνεται στις διαδρομές της ζωής της, στην επαφή της με τη θάλασσα, τα ταξίδια που έκανε σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο, την Ευρώπη, τις Η.Π.Α., την Αυστραλία, τη Μ. Ασία, την Καππαδοκία, άλλοτε ταξίδια αναψυχής και άλλοτε επαγγελματικά, αφού υπηρέτησε και στο Υπουργείο Παιδείας της Πολιτείας της Victoria στη Μελβούρνη και στο Ευρωπαϊκό Σχολείο του Λουξεμβούργου. Πολυταξιδεμένη με κύριο στόχο να γνωρίσει τον άνθρωπο: Τα ταξίδια είναι η ομορφιά της ζωής, το άνοιγμα της ύπαρξης μας σε άλλες καρδιές και σε άλλους πολιτισμούς, είναι αφίξεις και αναχωρήσεις που προσφέρουν δώρα πνευματικά. Μια αντίληψη για τα ταξίδια που θυμίζει έντονα τον Καζαντζάκη και την επιλογή του αυτή ως στάση ζωής. Ιδιαίτερο κεφάλαιο η απώλεια και ο θρήνος. Ξεκινά από το ατομικό, για τις δικές της απώλειες, και φθάνει πάλι στο συλλογικό, στα θύματα των πολέμων απανταχού της γης και στη μαζικότητα θανάτων λόγω πανδημίας. Αναζητά στους συγγραφείς και στους ποιητές τον τρόπο αντίληψης θανάτου και θρήνου για να απαλύνει τον πόνο της απώλειας. Η μελέτη λογοτεχνίας ένα ψυχοθεραπευτικό καταφύγιο. Άλλωστε, σε όλο το κείμενο η διακειμενικότητα είναι εμφανής (μάγεμα η φύση με τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα), ενώ στίχοι από την παραδοσιακή και τη νεωτερική ποίηση, καθώς και δικά της ποιήματα ενισχύουν τη γραφή της.
Αυτή η γραφή προδίδει τη βαθιά γνώση της γλώσσας, την αγάπη της γι’ αυτήν και την αξία της για τον σύγχρονο πολιτισμό. Η ίδια δηλώνει γνήσιος οπαδός της δημοτικής γλώσσας, την οποία υπηρέτησε με σεβασμό όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να απαρνείται το παρελθόν και την ιστορία της. Ο άριστος χειρισμός της γλώσσας σε συνδυασμό με την περιγραφική δεινότητα και την αφηγηματική δεξιοτεχνία της συγγραφέως μορφοποιούν τη σκέψη της υπακούοντας στον στόχο του βιβλίου, δηλαδή, μέσω της μνήμης που συντελεί στη συνέχεια και με όχημα τη γλώσσα, φορέα της σκέψης, να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη, να συγκρίνει το παρελθόν με τον παρόν και να εκφράσει την αγωνία της για το παρόν και το μέλλον αυτού του κόσμου. Αυτή είναι και η δύναμη της γλώσσας, γι’ αυτό και της αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος στο τέλος του βιβλίου. Η Χριστίνα Αργυροπούλου, έχοντας μελετήσει όλα αυτά τα χρόνια τη γλώσσα μας μέσα από τις διαφορετικές εκφάνσεις της, επισημαίνει την αξία της και μάλιστα τη σημασία της στη διαχείριση κρίσεων. Και αυτό είναι το ριζοσπαστικό. Πώς μπορούμε μέσα από τη λογοτεχνία, τη μελέτη της ποίησης και της πεζογραφίας, τη γραφή και την ανάγνωση να ανατρέψουμε τη ζοφερή πραγματικότητα και να διαμορφώσουμε μια άλλη στην οποία ο Ανθρωπισμός θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της.
Στον επίλογο του βιβλίου αποκαλύπτει και τον στόχο αυτού του βιβλίου που ξεπερνά το ατομικό : αναφέρομαι μέσα από το ατομικό στο συλλογικό, καθώς όλοι βιώνουμε τη σύγχρονη ζωή, που γίνεται ιστορία για το αύριο. Πολλές κρίσεις συσσωρεύτηκαν τα τελευταία χρόνια. Μέσα απ’ αυτές αναζητώ τον ανθρωπισμό και τη σωτηρία της γλώσσας. Η Χριστίνα Αργυροπούλου μέσα από την αφήγηση της δικής της διαδρομής, τον απολογισμό της ζωής της με αναστοχαστικό χαρακτήρα, απευθύνεται στην αισθητική αντίληψη και τη συναισθηματική νοημοσύνη του αναγνώστη με στόχο να προκαλέσει τον δικό του αναστοχασμό, όσον αφορά τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας εκφράζει εικόνες, βιώματα, συναισθήματα, πάθη, σκέψεις, αξίες, απορίες και θέσεις, που αφορούν τη θέση του ανθρώπου απέναντι στο καθολικό, το πανανθρώπινο. Αγωνιά για το μέλλον της ανθρωπότητας. Με την προβολή αξιών, όπως είναι η αλληλεγγύη, η ανιδιοτέλεια, η συνεργασία, η γλώσσα, η γραφή, ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια και η ανθρώπινη επαφή, αναδεικνύεται το καθολικό πίσω από το ατομικό, ο άνθρωπος ως κτίστης, ως δημιουργός. Δεν ωραιοποιεί το παρελθόν ούτε δαιμονοποιεί το παρόν. Μέσα από την περιγραφή μιας άλλης Ελλάδας που δεν πρέπει να ξεχαστεί επισημαίνει τη σημασία της Παιδείας, της μόρφωσης για να υπάρξει συνέχεια, κάτι που δηλώνεται ξεκάθαρα στην αρχή του βιβλίου το οποίο αφιερώνει στα εγγόνια της :
Να γνωρίζουν ότι η μόρφωση/η παιδεία, η δια βίου εκπαίδευση και οι λογοτεχνικές αναγνώσεις είναι αξίες διαχρονικές και αγώνισμα ζωής.
Αντωνία Παπαδάκη
Φιλόλογος