Η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Φωτεινής Βασιλοπούλου Φυτρώνει άγρια ζάχαρη (Κουκίδα, 2021) τον περασμένο Ιούνιο μου υπενθύμισε την αμέλειά μου να τη σχολιάσω όταν την πρωτοδιάβασα και διέκρινα το προσωπικό ύφος της, τις ιδιαίτερες επιλογές της στη χρήση εκφραστικών τρόπων και μέσων αλλά και θεμάτων, στοιχεία που είχα εντοπίσει και στην πρώτη ατομική συλλογή της Πρωσικό μπλε. Στην παρούσα βεβαίως συλλογή τα παραπάνω εντοπίζονται με ωριμότερες προεκτάσεις και επεκτάσεις, αντιληπτές ακόμη και στην τυποτεχνική απεικόνιση των νοημάτων.
Εικαστικότατη οφείλω να πω η έκδοση, αποτελεί μια διακαλλιτεχνική συνάντηση της ποιήτριας με τη ζωγράφο Φωτεινή Χαμιδιελή. Πίνακές της δεύτερης για το εξώφυλλο και εσώφυλλο του βιβλίου «συνομιλούν» με τη θεματολογία των ποιημάτων της Φ.Β. και προσημαίνουν την κυρίαρχη αναφορά τους στη γυναίκα.
Υπερρεαλιστικός ο τίτλος του ποιητικού βιβλίου, ξαφνιάζει τον αναγνώστη, όπως και ο παλιότερος Πρωσικό μπλε. Όχι άδικα το ασύμβατο επιθέτου και ουσιαστικού «άγρια ζάχαρη» προϊδεάζει για την ανατρεπτική ματιά της ποιήτριας σε θέματα στα οποία κυριαρχεί «η άνθρωπος», με δεσπόζον στοιχείο τον πόνο αλλά και εκφάνσεις κάθε αγωνίας που αυτή βιώνει και μετουσιώνει σε αυχμηρό και αιχμηρό λόγο το ποιητικό υποκείμενο.
Στην πρώτη ενότητα της συλλογής με τίτλο «Πειραγμένος μύθος» και με 16 ποιήματα, όχημα της Φ.Β. είναι το διακείμενο, προερχόμενο από την καλή γνώση των μύθων της ελληνικής Αρχαιότητας και των συμβόλων των παραμυθιών, στοιχεία που επανέρχονται και στις άλλες ενότητες της συλλογής. Χωρίς να παραγνωρίσουμε τη συχνή εκζήτηση του λεξιλογίου, που αποτελεί σταθερή προτίμηση της ποιήτριας, στην ενότητα αυτή εφαλτήριο για την ανάδειξη των νοημάτων της αποτελεί ο μύθος με «πειραγμένο» το νόημά του, δηλαδή μια ανάπλασή του, με την οποία η Φ.Β. κτίζει ποιητικά την ανατροπή του νοήματος και ξαφνιάζει τον αναγνώστη πείθοντάς τον ότι τα γνωστά και κατεστημένα για την άνθρωπο θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
Το πρώτο ποίημα της ενότητας είναι μια «σπονδή» της ποιήτριας στον έρωτα για την τέχνη της, ένα είδος προοιμίου, όπως τα ομηρικά, για να γίνει η ίδια ή ο/η κάθε ομότεχνός/ή της «κηπουρός των λέξεων» και να την υπηρετήσει πιστά. Στα υπόλοιπα ποιήματα κυρίαρχη είναι η γυναίκα ως απατημένη σύζυγος που εκδικείται («Γυναίκα αράχνη», «Πρώτη στάση Μυκήνες»), μια άλλη Κλυταιμνήστρα που «έκλεψε το πατρόν εκδίκησης». Εξάλλου υπάρχουν και περιπτώσεις που η γυναίκα– Αντιγόνη δεν αντιδρά, αλλά μένει υποταγμένη με τη θέλησή της και αποδέχεται με ευχαρίστηση τον δοσμένο ρόλο της λέγοντας στο κείμενο: «Θέλω πολύ αυτόν τον ρόλο». Ακόμη εμφανίζεται και η γυναίκα που η μάνα της τη χωρίζει από εκείνον που αγαπά, εκείνον που λείπει και θρηνώντας μετρά βασανιστικά τον χρόνο μέχρι την επιστροφή του ή ακόμη και την οριστική απώλειά του. Δάνειο στο κείμενό της ο θρήνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο και οι ομηρικές εκφράσεις «σκίζεται, γδέρνεται, θρηνεί και σπαρταρά».
Επίσης μέσα από μαγικές τελετουργίες η ποιήτρια υπαινίσσεται την κακοποίηση και αποκαλεί τη γυναίκα «μαγεμένη κουρούνα», που κλαίει για τις «σφαγμένες πτήσεις», καθώς συνήθως «μαγεύεται» από τις υποσχέσεις του πρίγκιπα του παραμυθιού και παγιδεύεται στον γάμο. Εύστοχα χαρακτηρίζεται αυτή από τη Φ.Β. τόσο κατοικίδιο–γυναίκα, που με την ασχήμια των γηρατειών, «κατάξερη ως το μεδούλι», καταλήγει ή να «του ετοιμάζει φρέσκια σάρκα για το δείπνο» ή να αρνείται με εκδικητικό τρόπο να αποδεχτεί αυτήν που την αντικαθιστά. (Δηιάνειρα, Μήδεια, Ήρα). Από την άλλη η ποιήτρια φωτίζει και περιπτώσεις που η γυναίκα– Αντιγόνη δεν αντιδρά, αλλά μένει υποταγμένη με τη θέλησή της και αποδέχεται με ευχαρίστηση τον δοσμένο ρόλο της λέγοντας στο κείμενο: «Θέλω πολύ αυτόν τον ρόλο».
Για το μοτίβο της γυναικείας μοίρας μέσα στον γάμο η Φ.Β. αξιοποιεί την παραλογή για τη γυναίκα του πρωτομάστορα στο ομώνυμο ποίημά της, ενώ επαναφέρει το θέμα της μαραμένης και γερασμένης γυναικείας ομορφιάς, που εκείνος περιφρονεί ψάχνοντας ολοένα «μήλα ζουμερά», αναζητώντας δηλαδή όλο και μια «Νέα κυρία Στάρκιν». Ακόμα θίγει τη φυσική φθορά μιας σχέσης με την απόσταση που μεγαλώνει με τον χρόνο ανάμεσα σε πρώην αγαπημένους. Λέει: «Πώς χώρεσε τόση απόσταση σε μια σταλιά δωμάτιο;». Δεν υπολείπονται ωστόσο και άλλα κοινωνικά θέματα, π.χ. ο διχασμός της κοινωνίας στην πανδημία ή και μεταφυσικά ερωτήματα μέσα από τον μύθο του Ίκαρου.
Με δάνειο τον στίχο από τον Σέξπιρ «όλος ο κόσμος μια σκηνή» και παραλλαγμένη τη ρήση του Ευριπίδη «τι είναι θεός, τι μη θεός, και τι ’ναι ανάμεσό τους», η Φ.Β. αναρωτιέται επίσης για την προσφορά της τέχνης στον άνθρωπο και το αληθινό νόημα και τη χρησιμότητά της ιδιαίτερα για τον ίδιο τον δημιουργό λέγοντας: «Τι είναι θάνατος, τι ’ναι ζωή και ανάμεσά τους τι; Η εκδίκηση; Ο έρωτας; Της εξαπάτησης η τέχνη;»
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής με 23 ποιήματα φέρει τον οξύμωρο τίτλο «Πικρό μέλι». Πρώτο και πάλι ένα ποίημα ποιητικής μιλάει για την επίπονη εργασία του ποιητή και την πιθανή ή μη αποδοχή της από τον αναγνώστη. Στο επόμενο η ποιήτρια θίγει το πρόβλημα της προσφυγιάς και της απώλειας του μέλλοντος από κάποιους που το αιτήθηκαν κολυμπώντας στην ΑΚ DENIZ (Μεσόγειο Θάλασσα). Τον θάνατο οικείων ή μη, ως αναπόφευκτο γεγονός, αδύναμη να τον αντιμετωπίσει, τον ειρωνεύεται. Λέει: «Ξύλινο κασελάκι πεύκο φρεσκοβαμμένο άρωμα ρετσινιού, φιλόξενη κυψέλη για τα μέλη του».
Με τη μεταφορική χρήση ιατρικών όρων ως δανείων για την ακριβή περιγραφή της οδύνης του θανάτου και της μοναχικότητας της ασθένειας και του επερχόμενου τέλους, η Φ.Β. παραλληλίζει τον ποιητή με τον γιατρό που λυτρώνει από τον πόνο ανατρέχοντας στην περίφημη φράση του Ντοστογιέφσκι προς Μπερεσκόφσκι «πρέπει να πονέσετε για να γράψετε καλά, αγαπητέ». Επίλογος της ενότητας το εξαιρετικό ποίημα «Έξοδος», κυριολεκτικά συνυφασμένος με την Έξοδο των Εβραίων, αλλά και μεταφορικά με την έξοδο «στα οροπέδια της ελπίδας/ τις χαράδρες του μέλλοντος, τα φαράγγια της πλησμονής». Με ένα δάνειο από την Ιστορία των Εβραίων, η ποιήτρια οδηγεί τον αναγνώστη συνειρμικά σε σύγχρονες δύσκολες συνθήκες αποδίδοντας την προσπάθεια των ανθρώπων να κρατηθούν στη ζωή, να βρουν την έξοδο από το δράμα τους, με μόνη αιτία την «αμείλικτη ομορφιά της».
Η τρίτη ενότητα με 11 ποιήματα και τον λατινικό τίτλο Flora clandestine σημαίνει «Χλωρίδα λαθραία». Όχι άδικα, καθώς μας εισάγει σε «Παράξενους κήπους με ντομάτες αυταπάτες, με παπαρούνες μια κόκκινη θάλασσα, με νερατζοκόριτσα και νερατζοανθούς, με φυτά εσωτερικού χώρου», που χρειάζονται φροντίδα περισσή, όπως οτιδήποτε πολύτιμο έχουμε, οποιαδήποτε κι αν είναι η κρυφή μας αγάπη. Φροντίδα θέλει αυτό που φανερά ή κρυφά αγαπάμε, και προπάντων «φροντίδα» θέλει η καρδιά και το μυαλό του δημιουργού, το σαράκι του που γεννά τον έρωτα για τη δημιουργία και εν προκειμένω για την ποίηση. Ταυτόχρονα ο κάθε ποιητής προσκαλεί τον αναγνώστη να συμμεριστεί τις ανησυχίες του, να τον μαγέψει, να του προκαλέσει έκσταση ή ακόμη και να τον ενοχλήσει. «Μπορείς να με στρίψεις στα δάχτυλα / και ν’ ανάψεις τσιγάρο. Όμως θα πρότεινα να άναβες / τη νύχτα σου / με τη σκισμένη μισό σελίδα–σώμα».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πρόσληψη της ποίησης της Φ.Β. δεν είναι εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Η ποιήτρια καλεί τον αναγνώστη να την παρακολουθήσει στις διακειμενικές της αναφορές, που εν προκειμένω σχετίζονται με τον Κ.Π. Καβάφη σ. 23, με τον τραγικό Ευριπίδη σ. 33, με τον Σέξπιρ σ. 31 και ειδικότερα με αρχαίους μύθους, τελετουργίες και παραμύθια, ώστε να κατανοήσει τις αιτίες της αλληγορικής χρήσης τους και τις ανατροπές τους, που συνήθως επιχειρεί. Γλωσσικά εντοπίζονται και τύποι της καθαρεύουσας με καβαφικό στιλ, π.χ. «το σαράκι της ποιήσεως» κατά τη φράση «η σκάλα της ποιήσεως», παρηχήσεις, π.χ. «χέρια χωρίς», μεταφορικότητα, εικόνες ρεαλιστικές ή υπερρεαλιστικές, π.χ. «ένα νερατζοκόριτσο παντρεύεται το χώμα» σ. 59, «στις ανισόπεδες διαβάσεις του ύπνου» και σημεία που η απουσία στίξης ή τονισμού προσφέρει διττές αναγνώσεις.
Εν κατακλείδι, η ποίηση της Φωτεινής Βασιλοπούλου «φουσκώνει φλέβες φρικτά φραγμένες» και φέρνει στο κάδρο σύγχρονα κοινωνικά θέματα. Μεθοδικά και «ύπουλα» ποτίζει τον αναγνώστη με μέλι πικρό και σαν άγρια ζάχαρη τον παρασύρει να συναισθάνεται την αγωνία της γι’ αυτά, την αγωνία που βιώνει μέσα στην εξορία της γραφής της, όπως ακριβώς και ο Ελύτης όταν αναφωνούσε: «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου τι βλέπεις;».
Η Αντωνία Παυλάκου είναι φιλόλογος