You are currently viewing Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου: Δημήτρης Κοσμόπουλος. “Εθνος εξαιρετικά”, εκδόσεις Περισπωμένη 2023

Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου: Δημήτρης Κοσμόπουλος. “Εθνος εξαιρετικά”, εκδόσεις Περισπωμένη 2023

Κάτω από το δέντρο του καπνού

 

“Εμείς γυρίζουμε ‘δ’ απάνου”

 

H καλοτύπωτη, προσεγμένη τυπογραφικά ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου (“Εθνος εξαιρετικά”, εκδόσεις Περισπωμένη 2023) έρχεται στους αναγνώστες και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με την ζεστασιά ενός τσιγάρου εντός δριμύτατου χειμώνος. Και δεν είναι μόνο ο τίτλος που τραγουδά σε εμάς τους άκαπνους, αλλά οι ίδιες οι λέξεις, κομίζοντας μια παροντική νοσταλγία του οδυνηρού.

Εκεί που, ήδη από το πρώτο ποίημα, ο καπνός κάνει υπακοή στα φθαρμένα (κάποτε ήταν καλογυαλισμένα) κουμπιά της χλαίνης, μιας Μικρασίας με θλιμμένες ιστορίες κάλλους και αγώνα. “Τεκμήρια του παροδικού, ενδύματα του τίποτα” τα ρούχα μέσα στα ντουλάπια του παλιού, γκρεμισμένου, ανύπαρκτου σπιτιού· ταυτόχρονα (τα άτιμα!) βάζουν την υπογραφή τους στον μηδενισμό και τον κατεδαφίζουν. Παρέλαση ονομάτων, τοπωνυμίων, λάσπες, λιβάνι -ένας καημός ανείπωτος, φευγαλέος, νάτος εκεί, χαμένος· σωστός, με τα όλα του, διακαμός.

“Εμείς γυρίζουμε ‘δ’ απάνου”, σκουριασμένη, λέει, η φωνή, αλλά εγώ την ακούω καμπάνα. Στα έρημα, τα εγκαταλειμμένα, τα της απουσίας, αυτή δίνει το παρών. Κι ακολουθάει την μοίρα μιας γης πικρής, Σαγγάριους κι Αυστραλίες κι Αμέρικες, με υπερωκεάνια και λύπε; να στάζουν. Αλλιώς τώρα. Αλλιώς. Και πως να γίνει;

Η Πίνδος και τα Άγραφα σμίγουν στους στίχους του Κοσμόπουλου, συναντάν τον Τίμιο Πρόδρομο και στοχάζονται το τι θα πουν τα εγγόνια, δηλαδή πως θα σταθούν πάνω στα πράγματα. Έχω την εντύπωση: κι αυτά, με τον δικό τους τρόπο, σκαλισμένο και βρεγμένο από την ζωή, θα φουμάρουν το δικό τους πακέτο ακούγοντας το

“…αρχαίο τσιγάρο, κι ο καπνός του απλώνει”.

Οι πρόγονοι. Άλλη παράγραφος αυτή, σηκώνει τσιγάρο και χαμηλή φωτιά. Είναι να θαυμάζεις και να απορείς, τι τράβηξαν, τι ζήσαν, τι περάσαν. “Περπάτησε υπ’ ουρανόν, Πέργη της Παμφυλίας”, κυνήγησε με το “ντουφέκι με κοκκόρια”

“Πυροβολώντας τον καιρό, περπάτησες στα χρόνια”.

Πανάρχαια ταξίδια, σε ερήμους και της ιστορίας τις κοφτές γωνιές του αίματος. Ψαλμικός ο στεναγμός που βγαίνει από τις στροφές –  “ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου”.

Ένας στεναγμός που επιτείνεται, αυξάνει, βοά. Βλέπει ο ποιητής, ξεκάθαρα, την γη του, την χώρα του, το βιος του δηλαδή, να ερημώνει. Φθείρεται, γονατίζει, χάνεται σαν “βιρτουόζος ίσκιος”.

“Τα μυστικά σας έρημα χωριά γεννούν βουβή μουσική”. Ποιά; Εκείνα που βογκούσαν στην πλατεία, στο πανηγύρι, ζωγραφίζοντας την οικουμένη με στερήσεις, μόχθο και τραγούδι. Τώρα, παντού στον χάρτη, σε άδεια ΚΤΕΛ, μαγαζιά κλειστά, μοναχικά κοιμητήρια, σκυλάδικα χωρίς φωνή, “πλανταγμένα πανδοχεία” τελετουργείται το μυστήριο της απουσίας. Πικρό, αληθινό, σκέτο.

Εκεί και ο ποιητής, χτυπάει κάρτα στα απαραίτητα της φυλής, της μνήμης, του “πανάρχαιου ταξιδιου”. “Γινόταν πιο πλατύφυλλος με το παληό κρασί” γράφει και στάζει το κόκκινο του, εν τω άμα χοή και γλέντι, φύσημα ζωής, καπνού γερού και σέρτικου ωδή.

 

Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.